Παιχνίδια που παίζαμε παλιά στις αυλές και στους δρόμους.
Τα χελωνάκια
Τα χελωνάκια είναι παιχνίδι που παίζεται με μπάλα.
Παίζεται με δύο και πάνω παιδιά. Πρέπει να υπάρχει τοίχος. Τα παιδιά που το παίζουν μπαίνουν σε σειρά και κάνουν «ουρά».
Όταν έρχεται η σειρά ενός παιδιού πετάει την μπάλα στον τοίχο και πηδάει για να περάσει η μπάλα κάτω απ’ τα πόδια του. Εάν τον ακουμπήσει η μπάλα, καίγεται και πάει και στέκεται όρθιος μπροστά στον τοίχο. Αν καούν όλοι και μείνει μόνο ένας τότε δίνει την μπάλα σ’ εκείνον που κάηκε πρώτος. Εκείνος παίρνει την μπάλα και τη χτυπάει στον τοίχο. Αν την πιάσει αυτός που δεν κάηκε ο άλλος που κάηκε βαράει άλλες δύο φορές. Άμα δεν μπορέσει να βγει ο πρώτος που κάηκε συνεχίζει ο δεύτερος και πάει λέγοντας. Εάν κάποιος μπορέσει και βγει τότε συνεχίζει με αυτόν που είναι έξω. Αν καεί κάποιος απ’ τους δύο τότε αρχίζουν πάλι τα ίδια.
Παίζεται με ένα μικρό ξύλο που από τις δύο μεριές είναι μυτερό.
Με ένα άλλο ξύλο, πιο μεγάλο, χτυπάμε στη μια άκρη και
όποιος το πηγαίνει πιο μακριά είναι νικητής.
Κάθονταν όλοι σε απόσταση και σκυμμένοι ο ένας πιο ψηλά από τον άλλο.
Ένα παιδί άρχιζε να πηδά από τον έναν στον άλλο.
Έβαζε τα χέρια του στην πλάτη του παιδιού και αν τον ακουμπούσε λίγο, έχανε.
Άμα δεν έχανε, έμπαινε πρώτος στη σειρά και συνέχιζε ο τελευταίος.
Τρεις παίχτες πήγαιναν από μια μεριά και στήνανε » κούκους » (με μεγάλες πέτρες).
Σε μεγάλη απόσταση από αυτούς πήγαιναν άλλοι τρεις και κάνανε το ίδιο.
Ο κάθε ένας από κάθε ομάδα έπαιρνε τρεις πέτρες και προσπαθούσε να πετύχει
τους » κούκους «. Όποιος δεν πετύχαινε τους «κούκους» πήγαινε στην άλλη ομάδα και έπαιρνε έναν στην πλάτη του.
Αν δεν τα κατάφερνε και τον έριχνε στη διαδρομή, τότε έχανε και η ομάδα του.
Τα μανιταράκια παίζονται από τέσσερα άτομα και πάνω. Τα παιδιά βγάζουν κάποιον να «φυλάει». Αυτός μετράει μέχρι το δέκα και αρχίζει να κυνηγάει. Όταν πάει να πιάσει κάποιο παιδί, τότε αυτό το παιδί κάθε¬ται κάτω. Έτσι εκείνος που κυνηγάει δεν μπορεί να το πιάσει.
Για να ξανασηκωθεί κάποιο παιδί πρέπει κάποιο άλλο παιδί να περάσει από πάνω του. Όταν όλοι έχουν κάτσει κάτω και μείνει μόνο ένας όρθιος, αυτός δεν πρέπει να κάτσει κάτω γιατί θα τα «φυλάει ».
Αν καταφέρει να πιάσει αυτόν που έμεινε τον κάνει να φυλάει αυτός. Ενώ αν καταφέρει, αυτός που έμεινε όρθιος, να περάσει πάνω από κάποιο παιδί, το παιχνίδι συνεχίζεται.
Τον πρώτο τελικά που θα καταφέρει να πιάσει, θα είναι ο επόμενος που θα τα φυλάει.
Ο αρχηγός μιας ομάδας ρωτάει τον άλλο αρχηγό: Τι θέλεις κορώνα ή γράμματα; Κι αυτός διαλέγει. Ο πρώτος ρίχνει στριφτά το κέρμα (νόμισμα) στον αέρα. Μόλις πέσει κάτω, κοιτάζουν ποια όψη είναι από πάνω κερδίζει δε και παίζει πρώτος εκείνος που μάντεψε την κορώνα ή τα γράμματα.
– Ποντικάκι, έβγα έξω.
– Δε θα βγω.
– Έχω κρέας να σου δώσω.
– Δεν το θέλω.
– Κι αν σε πιάσω;
– Πιάσε με.
(Τα παιδιά κυνηγιούνται. Αυτός που θα το πιάσει γίνεται ποντικάκι)
Τα τσιγαροποτά είναι σαν κυνηγητό. Διαλέγουμε έναν παίκτη για να κυνηγήσει όλους τους άλλους. Όταν ο παίκτης κυνηγήσει έναν άλλον, τότε ο άλλος μπορεί να πει μία μάρκα ποτού ή τσιγάρου και να μείνει ακίνητος, έτσι ώστε ο παίκτης που κυνηγάει να μη μπορεί να τον πιάσει. Αν οι περισσότεροι παίκτες έχουν πει μάρκες (ποτών ή τσιγάρων) και είναι ακίνητοι, οι υπόλοιποι μπορούν να ακουμπήσουν έναν από τους παίκτες και να πουν την λέξη «νερό». Με αυτόν τον τρόπο ελευθερώνουν τους παίκτες που έχουν πει μάρκες (ποτών ή τσιγάρων ). Αυτό γίνεται μέχρι ο παίκτης που κυνηγάει πιάσει όλους τους άλλους που παίζουν.
Ο ένας αρχηγός παίρνει μια πλακίτσα (κομματάκι πλακερής πέτρας) τη φτύνει στη μια μεριά (όψη) και ρωτάει τον δεύτερο αρχηγό: Τι θέλεις, ήλιο ή βροχή; (άβρεχη ή βρεγμένη) κι εκείνος δηλώνει. 0 πρώτος ρίχνει στριφτά την πλακίτσα στον αέρα και πέφτει στη γη με τη μια όψη. Κερδίζει εκείνος που μάντεψε.
Ένας τα φυλάει και ένα από τα παιδιά βαράει μια μπάλα που έχουν τοποθετήσει μέσα σε κύκλο. Μόλις χτυπηθεί η μπάλα, αυτός που φυλάει τρέχει να την πιάσει ενώ οι άλλοι κρύβονται.
Πιάνει τη μπάλα και την στήνει πάλι μέσα στον κύκλο. Αμέσως ξενινάει να ψάχνει τους άλλους. Όταν ανακαλύψει κάποιον πάει στον κύκλο, σηκώνει το πόδι του πάνω από τη μπάλα και λέει : «πίκο πίκο» στο όνομα αυτού που είδε.
Αν όμως όσο ψάχνει προλάβει κάποιος να βαρέσει τη μπάλα ελευθερώνονται όλοι και τα ξαναφυλάει πάλι ο ίδιος.
Τελειώνει το παιχνίδι όταν ανακαλύψει όλους όσους κρύβονται.
Οι αρχηγοί των δυο ομάδων βαδίζουν ο ένας απέναντι του άλλου συγχρόνως, από απόσταση 2-3 μέτρων και μετρούν με τα πόδια τους κολλημένα εναλλάξ 1, 2, 3, 4 κτλ. ώσπου να κολλήσουν (ενωθούν) τα δάχτυλα των ποδιών τους. Κερδίζει εκείνος που τα δάχτυλα του ποδιού του θα πλησιάσουν γρηγορότερα στα δάχτυλα του άλλου.
Ένα παιδί γίνεται βασιλιάς. Τα υπόλοιπα του φωνάζουνε όλα μαζί
-Βασιλιά, βασιλιά με τα δώδεκα σπαθιά! Τι δουλειά;
Απαντάει ο βασιλιάς
– Τεμπελιά.
Και τα παιδιά λένε
– Ας αρχίσουμε δουλειά!
Τα παιδιά προσπαθούν να δείξουν με νοήματα και κινήσεις στον βασιλιά, μια δουλειά που αποφάσισαν από πριν, να κάνουν.
Ο βασιλιάς πρέπει να μαντέψει τη δουλειά.
Τα παιδιά σχηματίζουν μικρούς κύκλους κάτω στο έδαφος.
Σε κάθε κύκλο μπαίνουν μέσα δύο παιδιά, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος τους. Προσπαθούν να σπρώξουν το ένα το άλλο μόνο με το πλάι και χωρίς την επέμβαση των χεριών. Όποιο παιδί κατορθώσει να βγάλει τον αντίπαλό του έξω από τον κύκλο, κέρδισε. Το παίζουν παιδιά της προσχολικής ηλικίας.
Ένα παιδί με το πρόσωπο σε τοίχο ή δέντρο, μετράει ως το 100 ανά 5. Μόλις τελειώνει το μέτρημα προσπαθεί να βρεί τους κρυμμένους. Αν κάποιος προλάβει και πάει στο μέρος που καθόταν αυτός που μετράει και φωνάξει φτου ξελευθερία σε όλους, τότε ελευθερώνονται όλα τα παιδιά. Ξαναφυλάει ο ίδιος. Αν αυτός που φυλάει τους δει και τους φτύσει όλους, ο πρώτος που θα βρει τα φυλάει.
Τα παιδιά ρίχνουν κλήρο ποιο θα είναι η αλεπού. Η αλεπού πρέπει να είναι εφοδιασμένη με είκοσι πέντε χαρτονάκια αριθμημένα.
Ξεκινά και παίρνει ένα δρόμο. Περπατώντας κρύβει τα χαρτονάκια κάτω από μια πέτρα ή ανάμεσα στα χόρτα.
Μετά από λίγη ώρα, τα σκυλιά, δηλαδή οι υπόλοιποι παίκτες, ξεκινούν. Όταν κάποιος από τους σκύλους ανακαλύψει ένα χαρτονάκι από αυτά που έχει κρύψει η αλεπού, φωνάζει και τους άλλους παίκτες κοντά του. Κοιτάζουν τον αριθμό του χαρτονιού. Το παιδί που θα βρει το μεγαλύτερο αριθμό στη διάρκεια της ανίχνευσης, μπαίνει εκείνο αρχηγός του παιχνιδιού και το διευθύνει.
Την αλεπού δεν μπορούν να την πιάσουν, ακόμα κι αν την προλάβουν. Αυτό γίνεται, όταν οι παίκτες δεν έχουν βρει όλα τα χαρτονάκια. Όταν τελειώσουν τα χαρτονάκια της αλεπούς, τρέχουν τα σκυλιά να την πιάσουν κι όταν την πιάσουν, τελειώνει το παιχνίδι.
Αυτό το παιχνίδι παίζεται με τέσσερα ή περισσότερα παιδιά που κάθονται σ’ ένα κύκλο. Το πρώτο παιδί σηκώνεται και ψιθυρίζει σ’ ένα παιδί τη λέξη «δολοφόνος» , σ’ ένα άλλο παιδί τη λέξη «αστυνόμος» και στα υπόλοιπα παιδιά τη λέξη «θύμα».
Μετά, το πρώτο παιδί φεύγει από το παιχνίδι και ο «δολοφόνος» κλείνει το μάτι σ’ ένα άλλο παιδί. Αν το παιδί είναι ο «αστυνόμος» τότε συλλαμβάνει τον «δολοφόνο». Αν είναι «θύμα» τότε το «σκοτώνει» ο «δολοφόνος». Το παιχνίδι συνεχίζεται μέχρι ο «δολοφόνος» να «σκοτώσει» όλα τα «θύματα» ή ο «αστυνόμος» να τον συλλάβει.
Το παιχνίδι αυτό παίζεται με πολλά παιδιά και το προτιμούν τα κορίτσια.
Σχηματίζονται δυο σειρές, που η μια έχει δύο κορίτσια και η άλλη 5 – 7.
Ένα από τη σειρά με τα δυο κορίτσια λέει στις άλλες:
– Πολλές πέρδικες που ‘χεις εσύ κι εγώ καμιά δεν έχω.
Μια από τη σειρά με τα 5 κορίτσια απαντά:
– Αν έχω κι αν δεν έχω, σένα δε σου δίνω.
– (Το ένα): Θα στείλω το λιοντάρι μου να ‘ρθει ν’ αρπάξει μια
– (Το άλλο): Για στείλε το, για στείλε το
κλοτσιές που θε να φάει…
Τότε, βγαίνει από τη γραμμή των δύο κοριτσιών η μία και προσπαθεί τρέχοντας να σπάσει τα χέρια της σειράς των πέντε κοριτσιών και να πάρει ένα.
Αυτό επαναλαμβάνεται, ώσπου η ομάδα που έχει δυο κορίτσια να κατορθώσει να πάρει όλα της άλλης ομάδας.
Στο κέντρο κάθεται ένα παιδί που παίρνει εκείνη τη στιγμή το όνομα της μικρής Ελένης. Οι υπόλοιποι κάνουν ένα κύκλο και γυρνούν γύρω γύρω τραγουδώντας: «Η μικρή Ελένη κάθεται και κλαίει γιατί δεν την παίζουν οι φιλενάδες της. Σήκω επάνω, κλείσε τα ματάκια σου και πιάσε όποιον θες.» Εκείνη τη στιγμή η Ελένη πιάνει ένα παιδί και πρέπει με κλειστά τα μάτια να βρει ποιος είναι. Ύστερα μπαίνει μέσα αυτός που είχε πιάσει η μικρή Ελένη.
– Πέντε ποντικοί, δεκαοχτώ νυφίτσες
– γάμο κάνανε κοντή, νεραντζούλα φουντωτή
– Γάμο κάνανε, παντρεύαν τη χελώνα
– και της δίνανε κοντή νεραντζούλα φουντωτή
– Και της δίνανε ένα κλωνί σιτάρι
– και τ’ αλέθανε κοντή νεραντζούλα φουντωτή
– Και τ’ αλέθανε στου ψύλλου το ποδάρι
– βάζει ο ψύλλος μια φωνή, το ποδάρι μου πονεί
– Τρέξτε όλοι οι γειτόνοι, γιατ’ ο ψύλλος δε γλιτώνει
– Ένας ποντικός τον κυρ γιατρό φωνάζει
– έλα μέσα κυρ γιατρέ, κάθισε στον καναπέ
– για να πιεις καφέ
– Να διατάξεις αλοιφή
– για του ψύλλου την πληγή
(Τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες αντικριστά. Η κάθε ομάδα δένεται με τα χέρια σταυρωτά και λέει από ένα στίχο. Η ομάδα που λέει το στίχο κάνει δυο – τρία βήματα μπροστά στο μισό στίχο και στον άλλο μισό γυρίζει στη θέση της).
Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ισάριθμες ομάδες. Η κάθε ομάδα έχει την έδρα της που ονομάζεται Μάνα. Σκοπός του παιγνιδιού είναι ο ένας να ακουμπήσει τον άλλο. Θα πρέπει όμως πριν από τον άλλο να έχει ήδη ακουμπήσει τη μάνα, να φωνάξει «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω» και μετά να προσπαθήσει να ακουμπήσει τον άλλο. Αν το καταφέρει τότε ο άλλος γίνεται αιχμάλωτος της ομάδας. Σκοπός του παιχνιδιού είναι να αιχμαλωτίσει η μια ομάδα τα παιδιά της άλλης.
Παίζουν όσα παιδιά θέλουν, αλλά όχι πάρα πολλά. Δύο παιδιά βγαίνουν έξω και γυρνάν το σχοινάκι. Τα υπόλοιπα παιδιά πηδούν. Όποιο μπερδευτεί στο σχοινάκι, χάνει, βγαίνει έξω και γυρνάει το σχοινί. Ο άλλος που γυρνούσε, μπαίνει μαζί με τα άλλα παιδιά και έτσι το παιχνίδι συνεχίζεται.
Τα παιδιά χωρίζονται σε δυο ομάδες με κλήρο. Η πρώτη ομάδα καβαλικεύει τη δεύτερη και ύστερα μπαίνουν στη σειρά, ο ένας πίσω απ’ τον άλλο. Ο πρώτος της ομάδας που είναι καβάλα παίρνει την μπάλα και τη ρίχνει στον πίσω του, εκείνος πάλι στον πίσω του, ως τον τελευταίο. Αν κανείς αφήσει την μπάλα να πέσει, τότε καίγεται και το παιχνίδι συνεχίζεται με τους υπόλοιπους. Στο δεύτερο παιχνίδι οι θέσεις αλλάζουν. Σε ορισμένες παραλλαγές, αν κανείς αφήσει την μπάλα να πέσει, τότε γίνεται άλογο και εκείνος που τον βαστάει γίνεται καβαλάρης. Νικήτρια βγαίνει η ομάδα εκείνη που θα της πέσει λιγότερες φορές η μπάλα.
Είναι ξύλινη και στην κάτω άκρη έχει ένα μεταλλικό καρφί. Μπορεί να περιστραφεί με δύο τρόπους
Με ένα σχοινάκι που τυλίγεται ελλειπτικά και τραβιέται απότομα ή
Στρίβοντας το κεφάλι τηςμε τα δάκτυλα.
Όποια σβούρα γυρίζει περισσότερη ώρα από τις άλλες είναι νικήτρια.
Τα παιδιά σχηματίζουν κύκλο πιασμένα απ’ τα χέρια. Ένα παιδί κάνει τον λύκο, που στέκει απ’ έξω, και άλλο το αρνί. Ο λύκος κοιτάζει αγριωπά το αρνί και λέει: «Αν μπω μέσα;». «Αν βγω έξω;» λέει τ’ αρνί. Μπαίνει λοιπόν ο λύκος μέσα στον κύκλο και το αρνί βγαίνει και ο λύκος το κυνηγάει. Ο λύκος επιτρέπεται να πιάσει το αρνί μόνον, όταν είναι έξω από τον κύκλο. Μέσα στον κύκλο δεν επιτρέπεται.
Σε παραλλαγή του ίδιου παιχνιδιού ο λύκος και τ’ αρνί βρίσκονται μέσα στον κύκλο, αλλά του λύκου του δένουν τα μάτια και κυνηγάει το αρνί στα τυφλά. Πότε – πότε ένα παιδί του κύκλου τραβάει το αυτί του αρνιού και τότε εκείνο κάνει: «Μπεε!» και ο λύκος κατατοπίζεται πού βρίσκεται και προσπαθεί να το πιάσει.
Τα παιδιά εκλέγουν δύο αρχηγούς. Αυτοί οι δύο ονομάζονται με κάτι γλυκό ή σπουδαίο ή καλό (εγώ είμαι το δαχτυλίδι, λέει ο ένας με την διαμαντόπετρα, εγώ είμαι ένα ωραίο παγωτό με κρέμα, σοκολάτα και μπόλικο σιρόπι λέει ο άλλος, ή εγώ είμαι ο Παρθενώνας, εγώ είμαι ο ναός του Σουνίου).
Τότε στέκονται ο ένας απένταντι στον άλλον και τα υπόλοιπα παιδιά κάνουν μία ουρά και τα δύο παιδιά χτυπούν τα χέρια τους ψηλά σαν αψίδα να περάσουν οι άλλοι απο κάτω τραγουδώντας: «Περνά περνά η μέλισσα με τα μελισσότπουλα και με τα παιδόπουλα, παιδόπουλα». Σταματούν σ’ ένα παιδί που περνάει εκείνη τη στιγμή κάτω απο την αψίδα και του λένε μυστικά στ’ αυτί αυτό που έχουν βάλει ότι είναι να διαλέξει.
Αυτό του το λέει ο ένας συνήθως χωρίς να πει, ποιός είναι τι. Οταν το παιδί ζητήσει «το παγωτό» (ας πούμε) πηγαίνει πίσω απ’ αυτόν που έχει ονομαστεί «παγωτό» και τον κρατά απο τη μέση.
Το ίδιο επαναλαμβάνεται για όλα τα παιδιά να διαλέξουν. Ετσι γίνονται δύο αλυσίδες. Πιάνονται οι αρχηγοί απο τα χέρια και τραβιούνται απο τα πίσω παιδιά. Οποια ομάδα τραβήξει την άλλη κερδίζει.
Το παιχνίδι παίζεται με όσους παίχτες θέλετε. Τα παιδιά κάθονται στη σειρά και ο πρώτος λέει μία λέξη στο αυτί του δεύτερου, ο δεύτερος στον τρίτο, … έτσι ώστε να φτάσει στον τελευταίο. Αν ο τελευταίος βρει την αρχική λέξη, τότε πηγαίνει μπροστά και λέει τη δική του.
Στο γερμανικό υπάρχουν δύο εξωτερικοί παίκτες και οι υπόλοιποι εσωτερικοί. Οι εξωτερικοί προσπαθούν να σημαδέψουν τους μέσα παίκτες, χωρίς η μπάλα να σκάσει κάτω. Αν ο εσωτερικός παίκτης πιάσει την μπάλα, παίρνει τη θέση του εξωτερικού που την έριξε. Παλιά οι μανάδες φτιάχνανε μπάλες από παλιές κάλτσες που τις γέμιζαν με κουρέλια και μετά τις έραβαν.
Τάπες ή καπάκια από πορτοκαλάδες. Με τα λιγότερα δυνατά κτυπήματα πρέπει να διανύσουν μια απόσταση συγκεκριμένη ως προς το μήκος και το φάρδος του διαδρόμου.
Η ομάδα των παιδιών τα βγάζει για να δούνε ποιος τα φυλάει και αυτό στέκεται σε απόσταση με το πρόσωπο στον τοίχο λέγοντας: » Στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα και αγέλαστα». Μόλις αυτός γυρίσει προς τα παιδιά που βρίσκονται σε απόσταση πίσω απο την πλάτη του και κάνουν διάφορες κινήσεις πρέπει να μείνουν ακίνητα.
Εκείνος τότε θα περιδιαβεί ανάμεσά τους με σκοπό να τα κάνει να κουνηθούν ή να γελάσουν, χωρίς όμως να τ’ ακουμπήσει. Αν κάποιος κουνηθεί τον βγάζει απο το παιγνίδι. Το ίδιο επαναλαμβάνεται μέχρι να μείνει ο τελευταίος, ο οποίος και καλείται να τα φυλάξει.
Η καλή μπίλια λέγεται μάνα. Τα παιδιά βάζουν μαζί τις μπίλιες σε σειρά ή όπως αλλοιώς θέλουν. Το κάθε παιδί προσπαθεί με τη μάνα του να βγάλει έξω από τη σειρά όσο το δυνατόν περισσότερες μπίλιες. Ο νικητής παίρνει μία μπίλια από κάθε παίκτη.
Τα παιδιά χωρίζονται σε 3-4 ομάδες και ο οργανωτής του παιχνιδιού φρόντιζει να κρύψει κάποιον ΄θησαυρό’ σε κάποιο σημείο του σπιτιού.
΄Ολες οι ομάδες παίρνουν ένα χαρτί που δείχνε κάποιο σημείο στο σπίτι με έναν γρίφο.
Οποιος λύσει σωστά το γρίφο και πηγαίνει στο σωστό σημείο και εκεί βρίσκει ένα άλλο χαρτί, με έναν άλλο γρίφο και μετά άλλο γρίφο, μέχριτελικά να βρεθεί ο θησαυρός.
Ένα παιδί βγαίνει με κλήρο τυφλόμυγα και ένα άλλο παιδί κάνει τη μάνα. Δένουν τα μάτια της τυφλόμυγας μ’ ένα μαντήλι κι ενώ τα άλλα παιδιά στέκονται γύρω, η μάνα την κρατάει από το ρούχο της και της κάνει μια βόλτα, διαλαλώντας:
– Πουλώ, πουλώ, τυφλόμυγα πουλώ!
– Πόσο, πόσο την πουλείς,
που να μη τηνε χαρείς;
– Ένα μόδι τραχανά
κι ένα κόσκινο αυγά
κι ως τα βρεις κι ως ημπορείς
να τα πιάσεις και να ‘ρθεις!
Με τα λόγια αυτά η μάνα σπρώχνει την τυφλόμυγα προς τ’ άλλα παιδιά κι εκείνα την τριγυρίζουν και αρχίζουν να την πειράζουν. Αν η τυφλόμυγα καταφέρει να πιάσει κανένα, τότε γίνεται εκείνο με τη σειρά του τυφλόμυγα.
Τα παιδιά ορίζουν με ξύλο αυτόν που θα τα φυλάει και θα κάνει την αλεπού. Ύστερα σχηματίζουν όλα έναν κύκλο και κάθονται γύρω – γύρω με την αλεπού στη μέση. Μετρούν ως τα τρία και τότε η αλεπού φωνάζει: «Βγαίνω!» και αρχίζει να τα κυνηγάει. Μόλις ένα παιδί δει πως κινδυνεύει να το πιάσουν, τρέχει και πιάνει μια πόρτα, ένα δέντρο, ένα παράθυρο ή οτιδήποτε άλλο από ξύλο και φωνάζει: «Πιάνω ξύλο!» οπότε η αλεπού πρέπει να κυνηγήσει ένα άλλο. Αν τύχει και έχουν πιάσει το ίδιο ξύλο δυο ή περισσότερα παιδιά, πρέπει να σκορπιστούν, γιατί μόλις τα ιδεί η αλεπού τους φωνάζει: «Σκουλήκιασες! Σκουλήκιασες!» και μπορεί να πιάσει όποιον απ’ αυτούς θέλει, έστω κι αν κρατούν ξύλο. Το παιχνίδι συνεχίζεται, ώσπου να πιάσει κάποιον η αλεπού.
Οι παίκτες σχηματίζουν ένα κύκλο, εκτός από δυο που στηρίζουν τα χέρια τους ο ένας πάνω στους ώμους του άλλου. Από τα δυο παιδιά που μείνανε έξω από τον κύκλο, ο ένας κάνει τον ποντικό και ο άλλος το γάτο.
Ο ποντικός στέκεται στο ένα μέρος του κύκλου και ο γάτος στο απέναντι. Όταν δοθεί το σύνθημα για ν’ αρχίσει το παιχνίδι, ο γάτος προσπαθεί να πιάσει τον ποντικό που τρέχει γύρω από τον κύκλο των παιδιών. Αν, σε χρονικό διάστημα λεπτών, μετά το σύνθημα ο γάτος δεν μπορέσει να πιάσει τον ποντικό, τότε ο ποντικός είναι ο νικητής.
Το παιχνίδι συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο, αλλά τους ρόλους του γάτου και του ποντικού τους παίζουν άλλα παιδιά.
Παίρνουν ένα μακρύ σχοινί και ενώνουν τις δυο άκρες. Ύστερα τα παιδιά πιάνονται γύρω – γύρω από το σχοινί και με τα δυο χέρια σχηματίζοντας κύκλο. Έχουν ορίσει από πριν με κλήρο ή λάχνισμα ποιο παιδί θα κάνει την τυφλόμυγα και το βάζουν στη μέση, αφού του δέσουν τα μάτια. Εκείνο γυρίζει μέσα στον κύκλο και προσπαθεί να πιάσει κανένα από τα παιδιά , που κρατώντας πάντα το σχοινί γυρίζουν γύρω – γύρω λέγοντας διάφορα πειράγματα.
Τα παιδιά σκυφτά το ένα μετά το άλλο, κολλημένα, κάνουν μια γραμμή. Άλλα παιδιά, που δεν είναι στη γραμμή, πηδούν, ποιος θα φτάσει πρώτος στην πλάτη του πρώτου. Όσοι δεν τα καταφέρνουν και πέφτουν χάνουν.
Έφτιαχναν με πανιά μια μπάλα κι έπειτα σε ένα χώρο έφτιαχναν ένα κέντρο κι εκεί έβαζαν στρογγυλές κεραμίδες. Μετά έκαναν δυο ομάδες. Η μια στεκόταν σε κάποια απόσταση (όριο) και η άλλη ομάδα ήταν στις κεραμίδες. Άμα η μπάλα έριχνε τις κεραμίδες, η ομάδα που ήταν εκεί χωριζόταν πάνω και κάτω και η άλλη ομάδα σκορπιζόταν παντού. Η μπάλα πήγαινε από χέρια σε χέρια από την ομάδα που ήταν στα κεραμίδια. Άμα η μπάλα ακουμπούσε την άλλη ομάδα και τους » έκαιγε «, τότε γινόταν το αντίθετο. Αλλιώς, προσπαθούσαν να στήσουν τα κεραμίδια από το μεγαλύτερο στο μικρότερο και το πιο μικρό το έλεγαν «κούκο». Αφού τα έστηναν όλα και δεν έμενε κανένα, έλεγαν τη λέξη «τζάμος». Τότε έλεγαν ότι έχουν μία νίκη.
Αυτό το παιχνίδι παίζεται με 2-8 παίκτες και με μπάλα. Ο παίκτης, που έχει τη μπάλα τη δίνει στον άλλον. ‘Όταν πέσει η μπάλα από κάποιον παίκτη πρώτη φορά λέμε ότι είναι άρρωστος. Την επόμενη λέμε είναι λίγο άρρωστος, πολύ άρρωστος, πάει στο νοσοκομείο, κάνει εγχείρηση, στον τάφο, και μετά βρικόλακας. ‘Όταν γίνει βρικόλακας παίρνει την μπάλα και κυνηγάει τους άλλους. Όποιον πιάσει βγαίνει απ’ το παιχνίδι.
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο