Το δεύτερο παιδί της οικογένειας, το ούτε πολύ μικρό αλλά ούτε και μεγάλο, το ενδιάμεσο. Σύμφωνα με μία θεωρία, το πιο παραμελημένο.
Γιατί το πρώτο είναι πάντα το πρώτο. Χάρη σ’ αυτό, εσύ μαθαίνεις να είσαι γονιός κι εκείνο να καλομαθαίνει. Δεν έχεις μάτια παρά μόνο για εκείνο. Το τρίτο έρχεται συνήθως σε μεγαλύτερη ηλικία, οι γονείς είναι πλέον βετεράνοι, έχουν ξεψαρώσει, έχουν πάρει τον αέρα, οπότε ξέρουν πώς να φερθούν στο μικρό τους, δεν υπερβάλλουν, δεν φρικάρουν τόσο και κυρίως δεν το ανησυχούν υπερβολικά. Συμβαίνουν αυτά με τα μικρότερα παιδιά της οικογένειας, και το ενδιάμεσο παιδί θα ήταν κι αυτό ένα τέτοιο, παραχαϊδεμένο, σκασμένο από κανάκεμα, αν ο πελαργός δεν είχε κάνει μία ακόμα στάση στην πόρτα του σπιτιού για να φέρει ένα ακόμα αδερφάκι.
Το μεσαίο παιδί, σύμφωνα με μία μερίδα ψυχολόγων και κυρίως με βάση διαπιστώσεις από τη ζωή βγαλμένες, νιώθουν πιο παραμελημένα και πιο αποκλεισμένα σε σχέση με τα μικρότερα και τα μεγαλύτερα αδέρφια τους. Γιατί δεν πρόλαβαν ποτέ να κατοχυρώσουν ούτε το ρόλο του προστάτη αλλά ούτε και του αδιαφιλονίκητου προστατευόμενου.
«Το δεύτερο παιδί της τρίτεκνης οικογένειας δεν βρίσκεται εύκολα στο επίκεντρο», αναφέρει η Julia Rohrer, ψυχολόγο και ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Max Planck. Χωρίς να πρόκειται για κάποιον νομοτελειακό κανόνα, αφού η οικογένεια είναι ένας ολοζώντανος σχηματισμός που επηρεάζεται από την προσωπικότητα του εκάστοτε μέλους του και κυρίως από τον τρόπο διαπαιδαγώγησης των γονέων, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη η άποψη που γράφεται συχνά σε σχετικά βιβλία και blogs, ακόμα και σε κουβέντες καθημερινές: αν η προσοχή των γονέων δεν επιμεριστεί εξίσου, το μεσαίο παιδί θα νιώσει αδιαφορία κι αυτό μπορεί να έχει συνέπειες στην αυτοεκτίμησή του. Αλήθεια τι δεδομένα μας φέρνει η έρευνα;
Δεν διαψεύδει αλλά ούτε κι επιβεβαιώνει. «Πιστεύω ότι πρόκειται για ένα από εκείνα τα πράγματα που εκτοξεύονται από πολλούς ανθρώπους χωρίς να υποστηρίζονται από συστηματικά δεδομένα», υποστηρίζει η καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν, April Bleske-Rechek, συμπληρώνοντας πως «η ιδέα ότι τα μεσαία παιδιά είναι μπερδεμένα στη ζωή τους εξαιτίας της θέσης τους στο οικογενειακό δέντρο είναι απλά μη ρεαλιστική». Από την άλλη σχετικά, διαπιστώσεις που μας έρχονται μέσα από έρευνες, όπως το ότι τα μικρότερα παιδιά έχουν πλεονέκτημα πνευματικής υγείας σε σχέση με τα μεγαλύτερα αδέρφια τους (έρευνα του 2010 που δημοσιεύτηκε στην Αμερικανική Επιθεώρηση Κοινωνικής Επιστήμης και Ιατρικής) ή μια ακόμα πιο πρόσφατη που κατάλήγει στο ότι τα μικρότερα παιδιά είναι πιο υπερδραστήρια και πιο συναισθηματικά υγιή, αποδεικνύουν πως η σειρά τελικά, επιδρά στον ψυχισμό. Τα μικρότερα είναι πιο ανοιχτόμυαλά από τα μεγαλύτερα, ειδικά όταν τους χωρίζουν αρκετά χρόνια κι αυτό έχει απόλυτα λογική εξήγηση. Τα πρώτα, σύμφωνα με μελέτη που έχει δημοσιευτεί στην Επιθεώρηση για την Εξέλιξη και την Ανθρώπινη Συμπεριφορά εμφανίζονται πιο υπεύθυνα και πιο οργανωμένα. Αντίστοιχα, τα μεσαία αδέρφια είναι καλύτεροι διαπραγματευτές που το λες και λογικό από τη στιγμή που έχουν να διαχειριστούν τουλάχιστον τρεις διαφορετικές γενιές μέσα στην ίδια τους την οικογένεια. Και είναι και καλοί φίλοι, αφού, όταν τα πρώτα παιδιά τη δύσκολη στιγμή αναζητούν συνήθως τη μαμά και τον μπαμπά και τα μικρότερα αντίστοιχα το/η μεγάλο/η αδερφό/ή, εκείνοι απευθύνονται στους φίλους τους.
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο