Προσωπικά, δεν θα βγάλω την ουρά μου απ’ έξω . Και εγώ μέρος αυτού του συστήματος εκπαίδευσης είμαι. Και εγώ το δασκαλοκεντρικό μοντέλο κατά κύριο λόγο εφαρμόζω. Κάποιες φορές όμως αποφασίζω να βγαίνω από την «ζώνη ασφαλείας» μου, να αφήνω στην άκρη τις «ευκολίες» μου και να δοκιμάζω. Πλέον είμαι βαθύτατα πεπεισμένος ότι οι μέθοδοι διδασκαλίας που χρησιμοποιούμε πρέπει να αλλάξουν. Ότι η μέθοδος εκπαίδευσης που στηρίζεται σε τιμωρίες και βαθμούς δεν είναι τίποτα άλλο από χειρισμός των μαθητών με τη χρήση του «μαστίγιου και του καρότου» δηλαδή μέσω του φόβου και της αναζήτησης κέρδους. Ότι το σχολείο που αντιμετωπίζει τον εκπαιδευτικό ως απλό κομιστή της γνώσης αναπόφευκτα καταλήγει να είναι ένας γραφειοκρατικός και συντηρητικός μηχανισμός. Ότι οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν την μονοσήμαντη αποστολή της σχολικής επίδοσης και ότι δεν μπορούν να μεταλαμπαδεύσουν τη γνώση στους μαθητές τους. Ότι οι μαθητές μαθαίνουν μόνο άμα συγκινηθούν και κινητοποιηθούν οι ίδιοι. Ότι οι μαθητές μαθαίνουν όχι μόνο από το δάσκαλο αλλά και από τον εαυτό τους και από τους άλλους μαθητές. Σαφώς το βασικότερο κλειδί της μάθησης εξακολουθεί να είναι η σχέση του εκπαιδευτικού και του μαθητή, η οποία όμως είναι καταδικασμένη να αποτυγχάνει όταν πρόκειται απλά για σχέση εξουσίας και υπηκόου.
Δεν είναι δυνατόν τα σημερινά παιδιά να μαθαίνουν με τον ίδιο τρόπο που μαθαίναμε και εμείς και οι προ-παππούδες μας. Τρομάζω όταν μερικές φορές πιάνω τον εαυτό μου να μου θυμίζει τους δικούς μου καθηγητές που είχα παιδί. Να χρησιμοποιώ τους ίδιους τρόπους επαναφοράς στην τάξη, τις ίδιες μεθόδους τυποποιημένης διδασκαλίας, να καλλιεργώ και εγώ στους μαθητές μου τόσο έντονο πάθος για βαθμούς που να υπερκαλύπτει κάθε πραγματικό ενδιαφέρον για τη μάθηση. Μοιάζει σαν η παιδαγωγική επιστήμη να έχει κολλήσει κάπου στο πολύ μακρινό παρελθόν.
Όταν η σχέση εκπαιδευτικού-μαθητών θυμίζει τη σχέση βασιλιά-υπηκόων
Και ενώ είπα ωραία το ποίημα στον ΑΣΕΠ επιλέγοντας την σωστή απάντηση : «μαθητοκεντρική διδασκαλία» και ενώ τραγούδησα με πάθος το «we don’t need no education» και ενώ έκλαψα με τον «κύκλο των χαμένων ποιητών», μετά μπήκα στην τάξη και έκανα τα ακριβώς αντίθετα.
Αντί να θεωρήσω τους μαθητές μου υποκείμενα της μάθησης, τους αντιμετώπισα ως αντικείμενα της διδασκαλίας μου. Τους φώναξα με αυτοπεποίθηση : «σε μένα να πιστεύετε, εγώ είμαι ο απόλυτος άρχοντας της γνώσης, το πρότυπο, ο φωτεινός παντογνώστης, ο βασιλιάς της φυλής σας». Μετά ανέβηκα στο βάθρο μου, φόρεσα το στέμμα μου μεθυσμένος από τη γλύκα της εξουσίας. Σίγουρος ότι κανείς δεν πρόκειται νε με ρίξει από το θρόνο μου. Είχα βλέπετε φροντίσει να μετατρέψω τους μαθητές μου σε καταπιεσμένους υπηκόους κάνοντάς τους εξαρτημένους από βαθμούς και εξετάσεις. Η συμφωνία μεταξύ μας ήταν σαφής: «αν κάνετε ακριβώς ότι σας λέω εγώ θα σας ανταμείβω με έναν μαγικό αριθμό που θα σας εξασφαλίζει την αποδοχή των άλλων. Αν όχι, για το δικό σας καλό, θα σας στερώ αυτήν την αποδοχή». Και η συμφωνία δούλεψε ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα……
Εκπαιδευτικός πρωταγωνιστής και μαθητές κομπάρσοι ή θεατές
Και ενώ τα τελευταία χρόνια έχουμε σημαντικότατα ευρήματα πάνω στην παιδαγωγική επιστήμη, εγώ προτίμησα να κάνω του κεφαλιού μου και να εφαρμόσω μεθόδους διδασκαλίας που κρατάνε από πολύ παλιά, από το 1800μ.Χ. Θεώρησα εξωπραγματικά και επικίνδυνα όσα μου χάρισαν απλόχερα ο Τζον Ντιούι, η Μαρία Μοντεσσόρι, ο Αλεξάντερ Νιλ, ο Σελεστέν Φρενέ, ο Πάουλο Φρέιρε, ο Λεβ Βιγκότσκι, ο Σίμορ Πέιπερτ, ο Οβίδιος Ντεκρολί, ο Καρλ Ρότζερς και οι δικοί μας Δημήτρης Γληνός, ο Αλέξανδρος Αλέξανδρος Δελμούζος, ο Μίλτος Κουντουράς κ.α. Ο καθένας από αυτούς τους παιδαγωγούς ναι μεν προτείνει το δικό του μοντέλο εκπαίδευσης αλλά όλοι έχουν έναν κοινό άξονα: οι μαθητές από καταναλωτές της γνώσης να γίνουν παραγωγοί της. Θεωρούν ότι αν η γνώση παρέχεται ως έτοιμο προϊόν από τον διδάσκοντα, οι μαθητές αφού χρησιμοποιήσουν τη γνώση αυτή μετά την αποβάλλουν χωρίς να μένει κανένα αποτύπωμά της πάνω στην συνείδησή τους. Εγώ λοιπόν είπα όχι σε όλους αυτούς τους παιδαγωγούς του παιδοκεντρικού μοντέλου και αποθέωσα για άλλη μια φορά τον Γ. Φ. Χέρμπαρτ, τον Γερμανό θεμελιωτή του δασκαλοκεντρικού μοντέλου (εβαρτιανό) για μια θεωρία που έρχεται από το 1800 περίπου. «Ζήτω ο δάσκαλος λοιπόν. Αυτός είναι ο πρωταγωνιστής και οι μαθητές οι κομπάρσοι και σε πολλές περιπτώσεις απλά οι θεατές».
Δύο έννοιες που τρομάζουν: αυτενέργεια και αποκλίνουσα σκέψη
Η αλήθεια είναι ότι με φόβισαν οι λέξεις. Πέρασα την «αυτενέργεια» των μαθητών για αυτοαγωγή και αυτομόρφωση και φοβήθηκα ότι αυτοί που προτείνουν κάτι τέτοιο θέλουν οι μαθητές να ψάχνουν μόνοι τους τη γνώση με τελείως απενεργοποιημένο το ρόλο του εκπαιδευτικού. Δεν ήξερα βλέπετε ότι αυτενέργεια των μαθητών σημαίνει αναβάθμιση και εμπλουτισμός του ρόλου του εκπαιδευτικού. Ότι από τροφοδότης έτοιμης γνώσης μετατρέπεται σε εμψυχωτής και συντονιστής ώστε η γνώση να κατακτιέται από τον διδασκόμενο. Δεν πήγε το μυαλό μου ότι οι μαθητές τελικά μαθαίνουν ό, τι εκείνοι επιλέγουν και όχι ό, τι τους επιβάλλεται. Και ότι επιλέγουν ό, τι τους συγκινεί, τους κινεί το ενδιαφέρον, ό, τι έχουν ανάγκη και ό, τι τελικά βιωθεί. Και ότι ο τρόπος για να μάθουν είναι να κινητοποιηθούν οι ίδιοι να αναζητήσουν προσωπικούς δρόμους που θα τους οδηγήσουν στη γνώση. Τι έκανα λοιπόν εγώ; Έδινα έμφαση μόνο στο περιεχόμενο της μάθησης αντί να εστιάζω στις διαδικασίες και στις αλληλεπιδράσεις με τις οποίες οι μαθητές οδηγούνται σε αυτή. Έβλεπα μόνο το «τι» και καθόλου το «πως». Αντί να ασχολούμαι με τους μαθητές εστίαζα μόνο στο μάθημα. Και αντί να προσαρμόζω τη διδασκαλία μου στους μαθητές μου, πίεζα τους μαθητές μου να προσαρμοστούν στη διδασκαλία μου.
Μια άλλη έννοια που με τρόμαζε ήταν η «αποκλίνουσα σκέψη». Βλέπετε την είχα μπερδέψει με την αποκλίνουσα συμπεριφορά. Δεν είχα καταλάβει ότι η καλλιέργεια της «αποκλίνουσας σκέψης» των μαθητών είναι ο καλύτερος τρόπος για να αναπτυχθεί η κριτική σκέψη και η δημιουργική σκέψη τους. Η ικανότητα δηλαδή να βλέπουν οι μαθητές πολλές διαφορετικές εκφάνσεις σε μια κατάσταση ή σε μια ερώτηση να μπορούν να βρίσκουν διαφορετικούς τρόπους ερμηνείας, ή απαντήσεις. Αυτή η «out of the box» σκέψη, έξω από τη κοινή λογική είναι το θεμέλιο για τα μεγαλύτερα ανθρώπινα επιτεύγματα όπως είναι οι επιστήμες και οι τέχνες. Και εγώ ο ανόητος όταν έκανα μια ερώτηση στους μαθητές μου είχα μια και μόνη σωστή απάντηση στο μυαλό μου, εκείνη που εγώ τους είχα πει. Και φώναζα «λάθος» σε οτιδήποτε διαφορετικό και είχα μια γελοία αγωνία να τους ακούσω να μου επαναλαμβάνουν αυτή τη μια σωστή απάντηση. Και αντί να ενθαρρύνω τους μαθητές μου να παίρνουν ρίσκα, να δοκιμάζουν, να πειραματίζονται, να μην φοβούνται να κάνουν λάθη και να αποκτούν ανεξαρτησία στο τρόπο που σκέφτονται προσπαθούσα να τους κάνω όλους ίδιους μεταξύ τους. Και ίδιους με μένα φυσικά. «Αφού το είπαμε εγώ είμαι το πρότυπο, εγώ είμαι ο θεός της γνώσης».
Οι σκέψεις ενός παιδιού για τον σούπερ-εκπαιδευτικό του
Στον παρακάτω φανταστικό μονόλογο φαίνονται οι σκέψεις ενός παιδιού για τον εκπαιδευτικό εκείνο που θεωρεί ότι αυτός είναι ό ένας και μοναδικός πρωταγωνιστής της διδασκαλίας:
«Κάθε πρωί, 8.15 εμφανίζεται στην πόρτα της τάξης μου εκείνος. Ο δάσκαλος. Είναι τεράστιος, είναι σοφός, ξέρει τα πάντα. Και είναι δυνατός. Εγώ από την άλλη είμαι μικρός και δεν ξέρω τίποτα. Ξέρω μόνο λίγα από αυτά που με έβαλε αυτός να μάθω και για λίγο. Μετά από λίγες μέρες τα ξεχνάω. Και άσε που και τις περισσότερες φορές δεν καταλαβαίνω και τι λέω. Ευτυχώς που ο δάσκαλος θέλει να χρησιμοποιούμε τις δικές του λέξεις και δεν μας ζητάει να τα πούμε με δικά μας λόγια.
Όμως γιατί με ρωτάει να του απαντήσω σε πράγματα που ήδη ξέρει; Δεν είναι ειλικρινής μαζί μου αφού ήδη ξέρει την απάντηση. Μάλλον με εξετάζει, αυτό έχω καταλάβει. Κάθε ερώτηση που μου κάνει είναι ένα τεστ, τίποτα παραπάνω. Με τεστάρει για να του επαναλάβω αυτό που είπε αυτός σε μένα χθες. Με ενοχλεί που δεν ζητάει τη γνώμη μου αλλά θέλει να επαναλαμβάνω τη δικιά του. Έχω και εγώ δική μου γνώμη ξέρετε. Και πως κοκορεύεται όταν επαναλαμβάνουμε την γνώμη του;
Δεν μου αρέσει καθόλου που όταν μας λέει το μάθημα εμένα με ξεχνάει και κοιτάει πάντα τους ίδιους μαθητές. Εντάξει είναι καλοί μαθητές αυτοί αλλά και εγώ πως θα γίνω καλός αν ο δάσκαλος δεν με βλέπει;
Σίγουρα νομίζει ότι εγώ όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω σαν και αυτόν αλλά κάνει λάθος. Δεν θέλω. Γιατί εμένα θέλω να με αγαπάνε και όχι να με φοβούνται και να προκαλώ δέος στους άλλους και απόσταση. Εγώ θέλω να γίνω σαν τον συμμαθητή μου τον Νίκο που όλοι τον θέλουν για φίλο τους. Από το ύφος του δασκάλου μου καταλαβαίνω ότι θεωρεί τον εαυτό του κάτι το σημαντικό για εμάς. Θα μπορούσε να είναι αλλά μάλλον δεν θέλει. Δεν θέλει να μοιράζεται τίποτα μαζί μας. Όλα τα κάνει μόνος του. Η μόνη φορά που νομίζω ότι πραγματικά έμαθα κάτι στο μάθημα ήταν όταν μας χώρισε σε ομάδες και μας είπε να κάνουμε κάποια έρευνα και εργασία. Έμαθα ένα σωρό πράγματα από τους συμμαθητές της ομάδας μου και νομίζω ότι και αυτοί μάθανε από μένα. Και μου μείνανε όσα είπαμε μεταξύ μας. Ακόμα τα θυμάμαι. Αλλά από ότι κατάλαβα του δασκάλου μου εκείνη η φορά δεν του άρεσε καθόλου γιατί λέει κάναμε πολύ φασαρία και από τότε δεν ξανακάναμε το μάθημα με τις ομάδες. Και ξαναγυρίσαμε στο παλιό μας μάθημα όπου εκείνος λέει και εμείς ακούμε ή κάνουμε ότι ακούμε.
Πάντως σας το λέω και μην πείτε μετά ότι δεν σας το είπα. Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση να μην νοιάζεται ο δάσκαλος για μένα και τις γνώμες μου, έχω τον τρόπο να τον κάνω να με προσέξει και να ασχοληθεί μαζί μου. Θα τον κάνω να θυμώσει μαζί μου. Τότε θα με προσέξει στα σίγουρα»
Μια ουτοπία: Παθητικοί μαθητές σήμερα, ενεργοί πολίτες αύριο
Η παιδοκεντρική-ανθρωπιστική αυτή προσέγγιση που αναφέρεται παραπάνω δίνει προτεραιότητα στη μελέτη των ανθρώπινων αναγκών και ενδιαφερόντων και υποστηρίζει ότι οι μαθητές μαθαίνουν καλύτερα αυτό που θέλουν και χρειάζονται να μάθουν. Τα κίνητρα μάθησης είναι εσωτερικά που συνοδεύονται από εσωτερική αξιολόγηση του μαθητή στον ίδιο του τον εαυτό. Βρίσκεται σε αντίθεση με το δασκαλοκεντρικό-συμπεριφοριστικό μοντέλο( μπηχεϋβιορισμός) που θεωρεί ότι οι μαθητές μαθαίνουν με βάση συνέπειες που επιφέρουν οι πράξεις τους, τα κίνητρα είναι κυρίως εξωτερικά και οι αξιολόγηση γίνεται από τους διδάσκοντες. Με άλλα λόγια στη πρώτη περίπτωση πρόκειται για προσπάθεια βελτίωσης του ‘’εαυτού’’ ως στάση ζωής, μη περιμένοντας καμία εξωτερική ανταμοιβή ενώ στη δεύτερη η βελτίωση επιδιώκεται για να αποκτήσει ο μαθητής την αποδοχή των άλλων και κυρίως του δασκάλου. Εδώ όμως υπάρχει ένα μεγάλο ερώτημα: δεν θα έπρεπε η αποδοχή αυτή να είναι δεδομένη;
Πόσοι από εμάς τους εν ενεργεία εκπαιδευτικούς εφαρμόζουν μαθητοκεντρικές μεθόδους διδασκαλίας; Ελάχιστοι φυσικά. Πόσοι από εμάς τις απορρίπτουν χωρίς ούτε καν να ξέρουν τι ακριβώς αυτές αποτελούν και χωρίς καμία δοκιμή; Οι περισσότεροι. Πόσοι από εμάς που διαβάζουν αυτό το κείμενο δεν είναι ήδη θυμωμένοι και θεωρούν όσα προτείνονται ως ουτοπικά και ανεφάρμοστα στο ελληνικό σχολείο; Πως γίνεται εμείς οι εκπαιδευτικοί που εξ ορισμού έχουμε σαν αποστολή την διαφύλαξη και την μετάδοση των διδαγμάτων του παρελθόντος να θεωρούμε ότι από το 1800 και μετά η παιδαγωγική επιστήμη έχει σταματήσει να υπάρχει και να αγνοούμε παραδειγματικά τα σύγχρονα ευρήματά της; Είναι σαν ένας φυσικός να θεωρεί ότι η φυσική σταμάτησε στον Νεύτωνα και να απορρίπτει την σύγχρονη φυσική του Αϊνστάιν και του Χάιζενμπεργκ.
Αν συμφωνούμε ότι ο κύριος σκοπός του σχολείου είναι να βοηθήσει τα παιδιά να γίνουν αύριο δημιουργικοί, ελεύθεροι και ενεργοί πολίτες τότε θα πρέπει και να αποδεχτούμε ως παράδοξο το γεγονός ότι τους δίνουμε τόσο παθητικούς ρόλους να ενσαρκώνουν.
Η σχέση εκπαιδευτικού και μαθητή είναι το κλειδί της μάθησης
Προσωπικά, δεν θα βγάλω την ουρά μου απ’ έξω . Και εγώ μέρος αυτού του συστήματος εκπαίδευσης είμαι. Και εγώ το δασκαλοκεντρικό μοντέλο κατά κύριο λόγο εφαρμόζω. Κάποιες φορές όμως αποφασίζω να βγαίνω από την «ζώνη ασφαλείας» μου, να αφήνω στην άκρη τις «ευκολίες» μου και να δοκιμάζω. Πλέον είμαι βαθύτατα πεπεισμένος ότι οι μέθοδοι διδασκαλίας που χρησιμοποιούμε πρέπει να αλλάξουν. Ότι η μέθοδος εκπαίδευσης που στηρίζεται σε τιμωρίες και βαθμούς δεν είναι τίποτα άλλο από χειρισμός των μαθητών με τη χρήση του «μαστίγιου και του καρότου» δηλαδή μέσω του φόβου και της αναζήτησης κέρδους. Ότι το σχολείο που αντιμετωπίζει τον εκπαιδευτικό ως απλό κομιστή της γνώσης αναπόφευκτα καταλήγει να είναι ένας γραφειοκρατικός και συντηρητικός μηχανισμός. Ότι οι εκπαιδευτικοί δεν έχουν την μονοσήμαντη αποστολή της σχολικής επίδοσης και ότι δεν μπορούν να μεταλαμπαδεύσουν τη γνώση στους μαθητές τους. Ότι οι μαθητές μαθαίνουν μόνο άμα συγκινηθούν και κινητοποιηθούν οι ίδιοι. Ότι οι μαθητές μαθαίνουν όχι μόνο από το δάσκαλο αλλά και από τον εαυτό τους και από τους άλλους μαθητές. Σαφώς το βασικότερο κλειδί της μάθησης εξακολουθεί να είναι η σχέση του εκπαιδευτικού και του μαθητή, η οποία όμως είναι καταδικασμένη να αποτυγχάνει όταν πρόκειται απλά για σχέση εξουσίας και υπηκόου.
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο