Παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1876.
Το σπίτι μας είχε γεμίσει από παιγνίδια. Και ήτανε δικά μου όλα, γιατί ήμουν το μοναχοπαίδι της φαμίλιας. Είχα όμως θείους και θείες και ξαδέρφια, που, κάθε Πρωτοχρονιά, έφταναν στο σπίτι μας, φορτωμένοι με μεγάλα πακέτα. Και, επειδή τους περισσότερους απ’ αυτούς τους έβλεπα μια φορά το χρόνο και πάντα φορτωμένους με πακέτα, είχα την ιδέα πως ο Θεός τους είχε πλάσει για να μου φέρνουν εμένα παιγνίδια και πως αυτή ήτανε η δουλειά τους στον κόσμο. Αν τους έβλεπα να κάνουν και καμιά άλλη δουλειά, θα μου φαινότανε παράξενο.
Το απόγευμα εκείνο, ως το βράδυ, είχαν έρθει όλοι. Τους ήξερα και τους θυμόμουν ένα-έναν και τους περίμενα με τη σειρά τους. Μερικοί αργήσανε να ‘ρθουν, μα ήρθανε κι αυτοί με το άναμμα των φώτων. Αν είχα κατάλογο να τους φωνάζω με το όνομά τους, όπως έκανε ο δάσκαλός μας στο σχολείο, όλοι θα δίνανε το «παρών». Τέλος πάντων, δεν έλειψε κανένας κι εκείνη την παραμονή, όπως πάντα.
Ψέματα λέω. Δεν είχε έρθει ακόμα ο θείος ο Νικόλας. Αυτός ήτανε ένας φτωχός συγγενής, που ο πατέρας μου τον βοηθούσε πότε-πότε, δίνοντάς του λίγα χρήματα και πολλές συμβουλές.
-Μονάχα ο Νικόλας δε φάνηκε σήμερα… είπε η μητέρα μου, όταν νύχτωσε καλά. Αυτός έλειψε μονάχα.
-Τι να ‘ρθει να κάνει ο γρουσούζης; της είπε ο πατέρας μου. Ποιος ξέρει σε τι χάλια βρίσκεται πάλι ο κακομοίρης. Και είναι και ψωροφιλότιμος, βλέπεις. Κάτι θα ήθελε να φέρει στο παιδί ο κακομοίρης. Για να μη φανεί ως τώρα δε θα κατάφερε ν’ αγοράσει ούτε μια σφυρίχτρα απ’ τα καροτσάκια του δρόμου. Και ντράπηκε, φαίνεται, να φανερωθεί μ’ αδειανά τα χέρια. Καλύτερα. Ας λείπει κι αυτός και το καλό του.
Ο πατέρας μιλούσε σκληρά για το θείο το Νικολάκη, γιατί είχε την ιδέα, πως ό, τι τραβούσε το τραβούσε απ’ την κακοκεφαλιά του. Μα περισσότερο μου φαίνεται πως δεν τον χώνευε ο πατέρας μου, γιατί του γινότανε κάθε τόσο φόρτωμα με την κλάψα του και τη ζητιανιά του. Εγώ όμως τον αγαπούσα περισσότερο απ’ τους άλλους συγγενείς που μου ‘φερναν τα πλούσια δώρα. Και μ’ αγαπούσε κι αυτός, σα να ήμουνα παιδί του. Ντρεπόμουνα να του πω πως μου είχε λείψει εκείνη την ημέρα, μα να πω την αλήθεια, μου ‘λειπε πολύ. Έπαιζα με τα καινούργια μου παιχνίδια, που τα είχα αραδιάσει όλα στο μεγάλο τραπέζι της τραπεζαρίας, μα ο νους μου ήτανε στην πόρτα να τον ακούσω να ‘ρχεται. Και ήξερα το χτύπημά του στην πόρτα. Δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Ήτανε ένα χτύπημα δειλό και ξεψυχισμένο, όπως ήτανε κι ο ίδιος ο καημένος ο θείος. Νόμιζες πως ήτανε αυγό η πόρτα και φοβότανε να την σπάσει. Αυτό μου φαινότανε παράξενο. Ο πατέρας μου τον έλεγε καμιά φορά ζητιάνο. Και όμως, οι ζητιάνοι χτυπούσανε δυνατότερα απ’ όλους την πόρτα. Πήγαιναν να την γκρεμίσουν. Ας είναι. Ο θείος ο Νικόλας δε φάνηκε εκείνο το βράδυ.
Μα δεν έλειψε ούτε κείνη τη χρονιά. Πρωί πρωί, ανήμερα την Πρωτοχρονιά, να σου τον!
Τον είδα από το παράθυρο να μπαίνει στην πόρτα του κήπου. Ο ερχομός του έμοιαζε με θρίαμβο. Κρατούσε, μ’ ένα σπάγκο, ένα μεγάλο, κόκκινο μπαλόνι που πάλευε απάνω απ’ το κεφάλι του και τέντωνε πότε-πότε το σπάγκο του, σα να ήθελε να τιναχτεί στα μισούρανα και να συνεπάρει μαζί του στα σύννεφα τον θείο Νικόλα, που ήτανε αλαφρός σαν πούπουλο. Αυτό θα με διασκέδαζε πολύ, μα πάλι λυπόμουνα τον καημένο το θείο.
Έτρεξα στον κήπο να τον δεχτώ. Μ’ αγκάλιασε, με φίλησε και μου ‘δωκε το μπαλόνι. Η χαρά μου ήτανε μεγάλη. Ανεβήκαμε μαζί στο σπίτι. Ο πατέρας μου τον αποπήρε:
-Τι τα ‘θελες, χριστιανέ μου, τα δώρα; Εσύ είσαι άνθρωπος της ανάγκης. Δε σε παρεξηγεί κανένας. Γιατί πετάς τα λεφτά σου γι’ αυτές τις αηδίες; Το παιδί, δόξα τω θεώ, έχει του κόσμου τα παιχνίδια. Μπορούσε να του λείψει το μπαλόνι σου.
Ο πατέρας μου έκανε λάθος. Άδικα είχε ντροπιάσει τον καημένο το θείο Νικόλα με τα σκληρά του λόγια. Το κόκκινο εκείνο μπαλόνι, που τέντωνε το σπάγκο του και ήθελε να πετάξει στα μισούρανα, είχε μπει στην καρδιά μου. Δε θ’ άλλαζα μ’ εκείνο όλα μου τα άλλα πλούσια παιχνίδια, τους σιδηρόδρομους, τα στρατιωτάκια, τα κανόνια, τα ωραία παράξενα ζώα. Από τη στιγμή που το ‘πιασα στα χέρια μου, τα ξέχασα όλα. Πήρα το μπαλόνι μου και κατέβηκα στο περιβόλι να παίξω. Δεν το άφηνα στιγμή απ’ το χέρι μου.
Μια στιγμή ξέφυγε ο σπάγκος απ’ το δάχτυλό μου και το μπαλόνι πέταξε. Το είδα ν’ αγγίζει τα κλαδιά των δέντρων, να γλιστράει ανάμεσά τους και να φεύγει βιαστικά, σα να ήθελε κάπου να φτάσει. Έκανε ένα γύρο απάνω απ’ το κεφάλι μου και ύστερα το ‘χασα. Βγήκα απ’ το περιβόλι να το κυνηγήσω στη γειτονιά, μήπως κουραζότανε κι έπεφτε κάπου. Δεν έπεσε πουθενά. Τραβούσε το δρόμο του ψηλά. Και του κυνηγούσα τώρα με τα μάτια μου, ως που το ‘χασα ολότελα.
Μα δεν το ξέχασα ποτέ το μπαλόνι του φτωχού θείου Νικόλα. Πολλές φορές μου φαίνεται πω το κυνηγώ ακόμα στα μισούρανα.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ
πηγή enakeimenomiaeikona.blogspot.com
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο