ΤΟ ΤΡΑΥΜΑ ΤΗΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗΣ ΣΕ ΥΙΟΘΕΤΗΜΕΝΟ ΠΑΙΔΙ
ΜΑΡΙΑΝΖ ΖΕΡΒΑΚΗ -WIDDERSHOVEN
Στην ψυχοθεραπεία παιδιών σε υιοθεσία, ο θεραπευτικός χώρος λειτουργεί ως μια «εστία» γι αυτά τα παιδιά μέσα στην οποία μπορούν να επεξεργαστούν τα συναισθήματα, τα άγχη, τις φαντασιώσεις και τα τραύματα απο την εγκατάλειψη της αρχικής εστίας.
Η χρήση του κουκλόσπιτου μέσα στην ψυχοθεραπεία γίνεται ο μεταβατικός χώρος, όπου σπίτι, σώμα, οικογένεια συναντιούνται σε ψυχικό επίπεδο.
Το κουκλόσπιτο χρησιμοποιείται στην ψυχοθεραπεία παιδιών σα θεραπευτικό εργαλείο. Περιλαμβάνει ένα ξύλινο σπίτι, έπιπλα, κουκλάκια και ζωάκια.
Το κουκλόσπιτο με τους τοίχους και την οροφή αντιπροσωπεύει τον εσωτερικό κόσμο του παιδιού και είναι η κατοικία της ψυχής του.
Ο τρόπος με τον οποίο το παιδί χρησιμοποιεί και στήνει το κουκλόσπιτο, μας αποκαλύπτει τα συναισθήματα του παιδιού γύρω από το σώμα του, από τον εσωτερικό και τον εξωτερικό του κόσμο και αποκαλύπτει επίσης πώς νιώθει για τον θεραπευτή του. Μέσα στο κουκλόσπιτο εκφράζει συμβολικά την αναπαραστατική και συναισθηματική του κατάσταση, και δυναμική και αποκαλύπτει προηγούμενες τραυματικές εμπειρίες του.
Ο θεραπευτικός χώρος γίνεται ένας εμπεριέχων χώρος, μια εξωτερική εστία όπου δημιουργούνται εσωτερικοί χώροι (May Nilsson 2000).
Το παιδί μαθαίνει για το χώρο της εστίας μέσα από το δικό του σώμα και το σώμα της μητέρας του και από πολύ μικρή ηλικία αντιλαμβάνεται τον εσωτερικό του χώρο και την εστία του.
Το υιοθετημένο παιδί που πέρασε ενδεχομένως τραυματικές εμπειρίες στην πρώτη του εστία, η οποία το εγκατάλειψε και δεν του έδωσε την ευκαιρία να χτίσει εσωτερικές αναπαραστάσεις, μπορεί να χρησιμοποιεί το θεραπευτικό χώρο συμβολικά σαν μια καινούρια εστία. Με τη χρήση του κουκλόσπιτου μπορεί να επενδύσει ψυχικά σε ένα πραγματικό σπίτι που του προσφέρει έναν τρόπο να αντιμετωπίσει την απώλειά του και να επενδύσει πραγματικά στην καινούργια του εστία και την καινούργια του οικογένεια.
Η θεά Εστία ήταν προστάτιδα του σπιτιού και της οικογένειας. Η Εστία είναι τοποθετημένη στο κέντρο του βωμού, στο κέντρο της κατοικίας, της πόλης, της αρχαίας Ελλάδος, στην φωτιά της γής, και στην ίδια την γη. Είναι σταθερή και αμετάβλητη.
Η Εστία, καθισμένη σε θρόνο ή όρθια είναι πάντοτε σε κατάσταση πλήρους ακινησίας η οποία ανταποκρίνεται στην ιδέα που υπήρχε για την θεότητα αυτή.
Σε ορισμένες περιπτώσεις υιοθεσίας όμως δεν υπάρχει σταθερότητα της εστίας. Το παδί παρουσιάζει διαταραχές στη συμπεριφορά και ψυχικά ελλείματα του τύπου της αστάθειας στη σχέση με τα αντικείμενα. Το παιδί αφήνει την μια οικογένεια και πρέπει να ενταχθεί σε μια άλλη οικογένεια όπου δεν ανήκει. Η μη- σταθερότητα και η εγκατάλειψη της αρχαικής εστίας μπορεί να λειτουργήσουν τραυματικά για το παιδί ενώ θα έχουν σα συνέπεια άγχος, ανασφάλεια και δυσκολία στο να επενδύσει ψυχικά στον καινούργιο χώρο της οικογένειας.
Για τα παιδιά αυτά, η ψυχοθεραπεία, ο θεραπευτικός χώρος και το θεραπευτικό υλικό μπορεί να λειτουργήσουν ως μεταβατικοί και εμπεριέχοντες χώροι που θα βοηθήσουν το παιδί να ενταχθεί στην καινούργια του οικογένεια και εστία.
Θα παρουσιάσω πλευρές από μια ψυχοθεραπεία ενός κοριτσιού σε υιοθεσία με έντονο άγχος αποχωρισμού, άγχος εγκατάλειψης και προβλήματα σεξουαλικότητας και επιθετικότητας.
Στο θεραπευτικό χώρο το κορίτσι χρησιμοποιούσε το κουκλόσπιτο για να επεξεργάζεται τις φαντασιώσεις και τα άγχη της για την αρχική και αρχαική της εστία, αλλά και για να ελπίζει για το μέλλον και την καινούργια εστία της.
Η Χαρά, 10 χρονών, παραπέμθηκε για ψυχοθεραπεία με κύριο σύμπτωμα ότι τα τελευταία 4 χρόνια συνήθιζε και επέμενε να συμπεριφέρεται σαν σκύλος : περπατούσε στα τέσσερα, προχωρούσε στα γόνατα, γάβγιζε, εξαφανιζόταν από το σπίτι παίζοντας η ίδια με αδέσποτα σκυλιά και γύριζε πίσω πολλές ώρες αργότερα χωρίς να δικαιολογείται. Ενδεχομένως, μέσα απ΄αυτή τη συμπεριφορά ήθελε να δείξει ότι ένιωθε αδέσποτη-εγκαταλελλειμένη.
Η υιοθεσία έγινε όταν το παιδί ήταν 7 ημερών και οι θετοί γονείς του 55 χρονών. Δεν υπήρχε άλλο παιδί στην οικογένεια.
Οι θετοί γονείς ανήκαν σε κατώτερη κοινωνικο –οικονομική τάξη και γνωρίστηκαν όταν ήταν 35 χρονών. Δεν μπορούσαν να κάνουν παιδιά και πήραν το παιδί μέσα απο διαδικασία ιδιωτικής υιοθεσίας. Είπαν ότι πάντα ήθελαν μόνο κορίτσι, ώστε να φροντίζει την εστία και τους εαυτούς τους όταν θα γεράσουν.
Κάποια στοιχεία απο το ιστορικό :
Η φυσική μητέρα ήταν παντρεμένη και η εγκυμοσύνη εξελίχθηκε κάτω από πολύ δύσκολες κοινωνικές και οικογενειακές συνθήκες, επειδή ο φυσικός πατέρας βρισκόταν στη φυλακή. Η εγκυμοσύνη ήταν απρογραμμάτιστη και μη-επιθυμητή. Στην οικογένεια υπήρχαν άλλα 2 παιδιά. Η υιοθεσία έγινε όταν το παιδί ήταν 7 ημερών και η ψυχοκινητική του εξέλιξη περιγράφεται φυσιολογική.
Στην οικογένεια η Χαρά μεγάλωσε με τους 2 γονείς και τη μικρότερη αδερφή της μητέρας τις ώρες που η μητέρα εργαζόταν. Παρουσίαζε έντονα συμπτώματα αποχωρισμού όταν προσπάθησαν να την στείλουν σε παιδικό σταθμό, σε ηλικία 2,5 χρονών και δεν πήγαινε .
Τα ίδια συμπτώματα είχε σε ηλικία 3 χρονών, όταν οι γονείς προσπάθησαν να διακόψουν το μπιμπερό και να τη βάλουν να κοιμηθεί μόνη της. Από 4 χρονών άρχισε να φοβάται τα σκυλιά. Σε ηλικία 7 χρονών ενημερώθηκε για την υιοθεσία, μετά από δική της ερώτηση προς στους γονείς της.
Λόγω των συμπτωμάτων και των δυσκολιών της στην σχέση με την μητέρα, την θεία, τον πατέρα και τα άλλα παιδιά είχε ήδη ξεκινήσει 2 φορές ψυχοθεραπεία. Οι γονείς σταμάτησαν τις 2 θεραπείες, την πρώτη μετά από 8 μήνες, τη δεύτερη μετά από 1 χρόνο επειδή δεν είδαν βελτίωση.
Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η Χαρά βίωσε το τραύμα της εγκατάλειψης όχι μόνο φεύγοντας από την πρώτη εστία ( φυσική ) αλλά και στη συνέχεια κατά τον αποχωρισμό απο τη θετή μητέρα, όπως επίσης φεύγοντας από τις 2 προηγούμενες θεραπείες και θεραπευτικούς χώρους- εστίες.
Οι θετοί γονείς είχαν αρκετά καλή σχέση μεταξύ τους. Σκέφτονταν ότι οι φυσικοί γονείς είχαν την ευθύνη για την τωρινή κατάσταση της κόρης τους και όχι οι ίδιοι. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν τα δικά τους απορριπτικά συναισθήματα προς τη Χαρά. Αισθάνθηκαν απογοητευμένοι, γιατί την είχαν φανταστεί ‘αλλιώς’, πιο ώριμη, πιο συνεργάσιμη, πιο φυσιολογική ,πιο ικανή να τους φροντίζει αργότερα.
Η θεραπεία:
Από την αρχή της θεραπείας η Χαρά αποφάσισε να παίξει με το θεραπευτικό υλικό και το κουκλόσπιτο. Το παιχνίδι της ειδικά με τα κουκλάκια –ζωάκια ήταν στην αρχή πάντα εξαιρετικά επιθετικό, σαδιστικό και καταστροφικό: τα μικρά ζωάκια είχαν πέος και μαστούς (τα έφτιαξε με πλαστελίνη) και δαγκώνονταν και χτυπιόντουσαν μεταξύ τους τόσο πολύ που έφτασαν συχνά σε ζωοφαγία και ανθρωποφαγία. Ταυτόχρονα πρόσεχε πάντα την αντίδρασή μου, μήπως την απορρίψω. Πολλές φορές έκανε και επιθέσεις προς εμένα. Ως αντικείμενο των ενορμήσεων και του άγχους της, το δικό μου άγχος μεγάλωσε. Ένιωθα αρκετά πιεσμένη, κατακλυσμένη από αυτές τις πρώτες συναντήσεις επειδή το περιεχόμενο του παιχνιδιού έδειχνε τόσο καθαρά την ένταση των ενορμήσεων της. Με φόβισε επίσης το γεγονός ότι η Χαρά εξέφρασε τόσο μαζικά τα συναισθήματα της.
Στην επόμενη συνεδρία κόλλησε ένα κομμάτι πλαστελίνη κάτω από την κοιλιά του αλόγου και το έβαλε επάνω σε άλλο άλογο. Μου είπε ότι κολλάνε, δηλαδή κάνουν έρωτα. Προσπάθησε μετά να μου επιτεθεί με το άλογο και να «κολλήσουμε» και εμείς. Προκλητικά μου έδειξε τα ρούχα της, την κοιλιά της και το στήθος της. Ένιωσα ότι εγώ ήμουν το αντικείμενο των σεξουαλικών και επιθετικών ενορμήσεών της και αισθάνθηκα την σύγχυση που υπήρχε μέσα της και συνακόλουθα ανάμεσά μας.
Μετά από την πρώτη διακοπή της θεραπείας λόγω των γιορτών, αντέδρασε με τον ίδιο τρόπο όπως στο παρελθόν. Το άγχος αποχωρισμού στη μεταβίβαση εκδηλώθηκε παριστάνοντας το σκύλο : περπατούσε στα τέσσερα, γάβγιζε, κρυβόταν κάτω από το τραπέζι, έγλειφε τα αντικείμενα, γρύλιζε και δάγκωνε το παπούτσι μου. Μέσα απ αυτή τη συμπεριφορά εξέφρασε τον θυμό της και το άγχος της μιας και δεν μπορούσε να μιλήσει γι αυτά ως άνθρωπος. Αντιμεταβιβαστικά ταράχτηκα αρκετά με την επιθετικότητά της αλλά και με την έντονη ανησυχία της μην με χάσει και ένιωσα πόσο ανασφαλής είναι. Αισθάνθηκα την εξάρτησή της και αυτό με τρόμαξε γιατί ήταν σαν να μην ήταν δυνατόν αυτή η θεραπεία να τελειώσει ποτέ.
Στην επόμενη συνεδρία άρχισε να αγγίζει το θέμα της υιοθεσίας και έπαιξε το εξής παιχνίδι : ξεχώρισε τα ζώα σε αδέσποτα και οικιακά. Στεναχωριόταν και ασχολιόταν με τα ζώα που δεν είχαν σπίτι-εστία και γονεική φροντίδα. Έπαιξε ότι η μαμά και ο μπαμπάς σκύλος είχαν μικρά κουταβάκια και τα άφησαν στον δρόμο. Προσπάθησε να σκεφτεί και να φανταστεί τι θα απογίνονταν, ποιός θα τα φρόντιζε, αλλά κυρίως γιατί είχαν εγκαταλειφθεί από την μητέρα τους και από τον πατέρα τους και πού θα έβρισκαν καινούργιο σπίτι-εστία.
Μετά οι γονείς αποφάσισαν να της πάρουν ένα σκυλάκι. Το σκυλάκι έπρεπε όμως να μείνει έξω την νύχτα και έκλαιγε πολύ γιατί ήταν μόνο του. Στη θεραπεία η Χαρά ταυτίστηκε με το σκυλάκι και προσπάθησε να αντιμετωπίσει το δικό της φόβο για το σκοτάδι, την μοναξιά και την εγκατάλειψη. Όταν οι γονείς αποφάσισαν να δώσουν το σκυλάκι αλλού, επειδή οι γείτονες κάνανε παράπονα για τη φασαρία τη νύχτα, η Χαρά ταυτίστηκε με τον κακό σκύλο που οι γονείς του δεν τον αντέχουν και τον δίνουν αλλού και άρχισε πάλι να παριστάνει το σκύλο.
Στη μεταβίβαση η Χαρά πάντα παρίστανε το σκύλο όταν ένιωθε την πιθανότητα εγκατάλειψης από εμένα, όπως π.χ.σε ακυρώσεις ή σε διακοπές. Η φαντασίωσή της ότι θα μπορούσε να χάσει την εστία της θεραπείας δημιούργησε τόσο άγχος, φόβο και θυμό, που παρίστανε το θυμωμένο και φοβισμένο σκυλάκι. Το παντοδύναμο παιχνίδι του σκύλου ήταν πάντα έντονο και αντιμεταβιβαστικά με έκανε να νιώθω αδύναμη, ανασφαλής και αγχωμένη σα να ήμουν ένα εγκαταλειμμένο σκυλί. Ταυτόχρονα όμως ένιωσα θαυμασμό για το πολύπλοκο και πλούσιο παιχνίδι της. Ήταν δύσκολο να αντέξω τις προβολές και τις ενορμήσεις της. Από την άλλη πλευρά ένιωσα την εξάρτησή της από μένα, κάτι που με τρόμαξε, ενώ με φόβισε η σκέψη μήπως μου ζητούσε να την υιοθετήσω εγώ.
Στο δεύτερο χρόνο της θεραπείας η Χαρά μπόρεσε να ασχοληθεί με πιο οργανωμένο τρόπο με το θέμα της υιοθεσίας. Εισήγαγε μια δεύτερη μαμά στη θεραπεία και εξέφρασε την επιθυμία η μαμά που την γέννησε να ήταν η ίδια με την μαμά που την μεγαλώνει. Έλεγε ότι η μια μαμά γεννάει τα παιδιά, ενώ η άλλη μαμά έχει σύζυγο και ξέρει να μεγαλώνει παιδιά. Στο παιχνίδι της έβαζε τις 2 μαμάδες να κάνουν τα ίδια πράγματα και υπήρχε η φαντασίωση ότι η μια μαμά φροντίζει την άλλη και έτσι οι 2 μαμάδες είναι ήσυχες και τακτοποιημένες.
Στην συνέχεια της θεραπείας, η Χαρά έστηνε σε κάθε συνεδρία 3 σπίτια. Το πρώτο το ονόμαζε ‘το παλιό σπίτι, η παλιά εστία ‘, όπου γεννήθηκε, το δεύτερο σπίτι το ονόμαζε ‘το καινούριο σπίτι’, όπου ζει τώρα και το τρίτο σπίτι το ονόμαζε ‘ το άλλο σπίτι’ , και ήταν ο χώρος, η εστία της θεραπείας.
Στις διακοπές προσπάθησε να επεξεργαστεί το άγχος αποχωρισμού με πιο ώριμο τρόπο δηλαδή με το να εκφράσει την επιθυμία να πάω εγώ στο σπίτι της το Πάσχα και να γνωριστώ με το φίλο της.
Στις διακοπές του καλοκαιριού προσπάθησε να με κλειδώσει στο γραφείο μου για να κρατάει μέσα της την εικόνα μου μέσα στο ‘άλλο σπίτι’ μέσα στην ‘άλλη εστία’. Αντιμεταβιβαστικά ένιωσα πιο ήρεμη με τον πιο ώριμο τρόπο που εξέφρασε το άγχος της και μου ήταν πιο εύκολο να χειριστώ την κατάσταση.
Σ΄ αυτή τη φάση δεν θέλησε πια μόνο να μιλήσει για το παρελθόν, αλλά ήθελε να σκεφτεί το παρόν και το μέλλον, όταν θα είχε μεγαλώσει και θα μπορούσε να φύγει από την εστία της και να σταθεί στα πόδια της.
Ήθελε να μιλάει για έργα που είχαν ως κεντρικό θέμα την υιοθεσία και άρχισε να ασχολείται με θέματα αποχωρισμού στη μεταβίβαση μέσα από εφηβικά τραγούδια.
Με αυτόν τον τρόπο άρχισε να σκέφτεται την τελική φάση του αποχωρισμού από το χώρο της θεραπείας (μετά από 2,5 χρόνια εντατικής θεραπείας).
Συμπέρασμα:
Το σύμπτωμα της Χαράς ξεκινάει όταν η ίδια ρωτάει και μαθαίνει για τη δική της προσωπική ιστορία της υιοθεσίας σε ηλικία 7 χρονών. Σ΄ αυτή την ηλικία έμαθε για την υιοθεσία. Υπήρχαν όμως νωρίτερα συμπτώματα που είχαν σχέση με την πρωταρχική σχέση με την μητέρα της και το τραύμα του αποχωρισμού. Φαίνεται πως η Χαρά βίωνε τον κάθε αποχωρισμό ή απώλεια, σαν επικύρωση της φαντασίωσης εγκατάλειψης και συνακόλουθα σαν τραύμα.
Στην υιοθεσία κόβεται η πρωταρχική σχέση μητέρας-παιδιού ενώ ο πρωταρχικός δεσμός με τη μητέρα εστία και η απώλεια των φυσικών γονέων και της πρωταρχικής εστίας μπορεί να βιώνεται σα γεγονός τραυματικό για το παιδί. Οι άνθρωποι που γίνονται γονείς του είναι άλλοι και ξένοι από τους φυσικούς γονείς.
Η σταθερότητα και η συνέχεια της θεάς Εστίας, με την έννοια σώμα-σπίτι-οικογένεια, κόβεται και καταστρέφεται και μπορεί να αφήσει πρωταρχικό άγχος στο παιδί.
Στην υιοθεσία, η διαδικασία της δημιουργίας μιας καινούριας σχέσης με τη θετή μητέρα και τη θετή οικογένεια, μπορεί να συνοδεύεται απο το συναίσθημα της απώλειας αλλά και της αποκατάστασης.
Το παιδί νιώθει ότι ανήκει στη μητέρα, στην οικογένεια, την εστία, όταν εκείνη μπορεί να το κρατάει και να το εμπεριέχει συναισθηματικά. Η μητέρα που νοιάζεται μπορεί να αντικαταστήσει τη μητέρα που λείπει.
Η Χαρά χρειάστηκε τον ενδιάμεσο χώρο της θεραπείας και το θεραπευτικό υλικό για να επεξεργαστεί, να επανορθώσει και να επουλώσει τα πρωταρχικά άγχη. Δεν μπορούσε να μιλήσει για αυτά, μπορούσε να τα εκφράσει μόνο μέσα από την κίνηση. Δεν υπήρχαν λέξεις, σκέψεις και αναπαραστάσεις. Η κίνηση και η συμπεριφορά της όμως τη βοήθησαν να εκφράσει τα πρωταρχικά άγχη και η θεραπευτική διαδικασία την έκανε να χτίσει μια εσωτερική αναπαράσταση μέσα από τις εμπειρίες με τον καινούργιο γονιό, τον καινούργιο χώρο και την καινούργια εστία. Έπρεπε να διαμορφώσει τα εσωτερικά της αντικείμενα μέσα από διαπραγμάτευση με τα αντικείμενα που τη φροντίζουν για να αποκτήσει ξανά την εμπιστοσύνη της στην μυθική μορφή της Θεάς Εστίας
πηγή inpsy.gr
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο