H 9χρονη Μ. περνούσε το καλοκαίρι με τους παππούδες της. Την ημέρα ήταν όλα καλά, όμως το βράδυ της έλειπαν οι γονείς της και έβαζε τα κλάματα. Ο πατέρας της, που λατρεύει τις ηλεκτρονικές συσκευές, σκέφτηκε να της δώσει ένα παλιό κινητό που υπήρχε σε κάποιο συρτάρι. Έτσι, η μικρή θα μπορούσε να επικοινωνεί μαζί τους όποτε ήθελε, έχοντας την αίσθηση πως ήταν συνέχεια κοντά τους. Το παιδί δεν είχε εκφράσει ποτέ ανάλογη επιθυμία. Η μητέρα διαφωνούσε, αλλά η ιδέα του πατέρα εφαρμόστηκε.
Η μικρή δεν είχε καθόλου το μυαλό της στο κινητό που απέκτησε. Δεν έβλεπε άμεσα τα μηνύματα που της έστελναν οι γονείς. Δεν άκουγε τις κλήσεις τους και, όταν έφευγε για τη θάλασσα, άφηνε τη συσκευή στο σπίτι. Όταν της το ανέφεραν, όχι ως επίπληξη αλλά ως απλή παρατήρηση, η Μ. έβαλε τα κλάματα, γιατί αισθανόταν ότι έκανε κάτι λάθος.
«Καταλάβαμε ότι η επιλογή και η βιασύνη μας να της δώσουμε κινητό, ενώ δεν το είχε ζητήσει και δεν ήταν έτοιμη γι’ αυτό, της δημιούργησε μια επιπλέον έγνοια», λέει η μητέρα της. «Ήταν κάτι που δεν μπορούσε να διαχειριστεί και αυτό της προκαλούσε άγχος». Πότε, λοιπόν, είναι έτοιμο ένα παιδί να έχει κινητό τηλέφωνο και πότε το χρειάζεται πραγματικά;
«Ως κοινωνία, έχουμε πλέον εθιστεί στη δυνατότητα της άμεσης επικοινωνίας που μας προσφέρει το κινητό τηλέφωνο», διαπιστώνει η Δρ Γιούλα Λάμπρου, σύμβουλος εκπαιδευτικής ψυχολογίας.
ΠΟΛΛΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΔΙΝΟΥΝ ΚΙΝΗΤΟ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ ΑΠΟ ΑΓΧΟΣ Ή ΑΠΟ ΦΟΒΟ ΜΗΝ ΣΥΜΒΕΙ ΚΑΤΙ.
«Ακόμα και όσοι μεγαλώσαμε όταν δεν υπήρχαν, σήμερα δεν μπορούμε να διανοηθούμε το να μην έχουμε τη δυνατότητα να επικοινωνήσουμε με τον άλλο ανά πάσα στιγμή. Πολλοί γονείς δίνουν κινητό στα παιδιά τους από άγχος ή από φόβο, για να μπορούν να μιλάνε μαζί τους σε περίπτωση που χρειαστεί. Από τη στιγμή που το κινητό είναι μέρος της κουλτούρας των γονιών, φτάνει στα χέρια του παιδιού σχεδόν αυτόματα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για να γίνει κάτι τέτοιο».
Αν εστιάσουμε απλώς στη δυνατότητα τηλεφωνικής επικοινωνίας, τα πράγματα είναι σχετικά απλά. «Εφόσον ένα παιδί κινείται σε χώρους όπου υπάρχουν τηλέφωνα, όπως το σχολείο, ουσιαστικά δεν υπάρχει ανάγκη να έχει μαζί του κινητό», επισημαίνει η Δρ Λάμπρου.
«Αν προκύψει μια ανάγκη, ο γονιός μπορεί να επικοινωνήσει με το σχολείο ή αντίστροφα. Διαφορετικά, υπάρχει πάντα η επιλογή μιας απλής συσκευής, μόνο για κλήσεις και sms, χωρίς άλλες εφαρμογές».
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΥΝΗΘΩΣ ΖΗΤΑΝΕ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ SMARTPHONE Ή TABLET ΓΥΡΩ ΣΤΑ 10-12.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι τα σημερινά παιδιά που ζητούν επιτακτικά δικό τους κινητό από όλο και μικρότερη ηλικία «γιατί όλα τα άλλα παιδιά έχουν, μπαμπά» θέλουν μάλλον smartphone – και αυτό περιπλέκει το θέμα.
«Ένα παιδί κάτω των δέκα ετών δεν θα έπρεπε σε καμιά περίπτωση να έχει δικό του κινητό», τονίζει η κα Λάμπρου. «Δεν υπάρχει λόγος και δεν είναι υγιές. Από την εμπειρία μου, έχω διαπιστώσει ότι τα παιδιά αρχίζουν να ζητάνε ή ακόμα και να απαιτούν δικό τους smartphone ή tablet στις ηλικίες 10-12. Ωστόσο, o καθοριστικός παράγοντας για μια τέτοια απόφαση δεν είναι η απόλυτη ηλικία ενός παιδιού. Είναι να διακρίνουμε αν έχει ή όχι την ωριμότητα να διαχειριστεί μια τέτοια συσκευή. Αυτό οι γονείς συχνά δεν μπορούν να το καταλάβουν».
Στο περιβάλλον του σπιτιού, ενδεικτικό αυτής της ωριμότητας είναι να ξέρει το παιδί ότι έχει κάποιες ευθύνες και ότι οι πράξεις όλων έχουν συνέπειες. Σε ευρύτερο πλαίσιο, πρέπει να έχει στοιχειώδεις τρόπους ευγενείας και να έχει κατακτήσει ορισμένες κοινωνικές δεξιότητες. Για παράδειγμα, να επικοινωνεί και να συζητά με τους άλλους πρόσωπο με πρόσωπο.
ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ΠΟΤΕ ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ.
«Είναι πολύ σημαντικό ένα παιδί να αναγνωρίζει τα λεγόμενα social cues, δηλαδή τι είναι κοινωνικά αποδεκτό και κατάλληλο», διευκρινίζει η Δρ Λάμπρου. «Εφόσον μπορεί να το κατανοήσει στη διά ζώσης επικοινωνία, είναι σε θέση να κάνει μετά τη γενίκευση και να το μεταφέρει online. Διαφορετικά, μπορεί για παράδειγμα να στείλει ένα μήνυμα ώρα που δεν πρέπει, ή να γράψει κάποιο ακατάλληλο σχόλιο σε social media».
Ένα παιδί που έχει έντονη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) απαιτεί ακόμα περισσότερη προσοχή ως προς τη χρήση κινητού. Το ίδιο αν υπάρχουν προβλήματα συμπεριφοράς, όπως η δυσκολία να ελέγχει το ένστικτο και τον αυθορμητισμό του. Τέτοια στοιχεία πρέπει να λαμβάνονται οπωσδήποτε υπόψη πριν του εμπιστευτούμε δική του συσκευή.
Άπαξ και κρίνουμε ότι ένα παιδί είναι αρκετά ώριμο για να έχει δικό του smartphone, πρέπει να υπάρχουν κανόνες και όρια στο πώς το χρησιμοποιεί.
«Ένα παιδί δεν θα πρέπει να έχει ποτέ το κινητό στο τραπέζι του φαγητού, ούτε και στο δωμάτιο όπου κοιμάται», λέει η Δρ Λάμπρου.
«Τις καθημερινές, να επιτρέπεται να το χρησιμοποιεί μόνο αφού έχει ολοκληρώσει τη μελέτη για το σχολείο. Ως προς τον χρόνο χρήσης, κάποιοι επιτρέπουν μέχρι και 45 λεπτά. Προσωπικά, είμαι πιο αυστηρή. Θεωρώ ότι τις καθημερινές η χρήση κινητού ή tablet από τα παιδιά δεν πρέπει να υπερβαίνει το μισάωρο. Τα Σαββατοκύριακα, τη μία ώρα την ημέρα, εφόσον έχουν τελειώσει με τις υποχρεώσεις τους. Αυτό τουλάχιστον μέχρι τα 15-16, οπότε τα παιδιά αρχίζουν να έχουν διαφορετικές ανάγκες».
Η Δρ Γιούλα Λάμπρου είναι σύμβουλος εκπαιδευτικής ψυχολογίας, συνιδρύτρια του Learning and Wellness Center.
πηγή ow.gr
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο