Καθώς παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα στην υπόθεση της Πάτρας, η κοινωνία μας βιώνει στο πετσί της την απόλυτη τραγωδία. Σαν χορός στεκόμαστε θυμωμένοι, αγανακτισμένοι, τρομαγμένοι, σαστισμένοι απέναντι στα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν στην αγριότητα αυτή. Πολλές φορές, μάλιστα, γινόμαστε κι εμείς άγριοι.
Η τηλεόραση και τα κοινωνικά δίκτυα μας φέρνουν ευκολότερα πλέον αντιμέτωπους με μια πραγματικότητα που μας δείχνει ξεκάθαρα ότι ο κόσμος ούτε ηθικός είναι ούτε πολιτισμένος.
Ένα ερώτημα, ωστόσο, παραμένει και δεν έχει να κάνει με το κομμάτι της δικαιοσύνης που θα πάρει τον δρόμο της. Έχει να κάνει με εμάς, τη δύναμη ή την αδυναμία που έχουμε ως κοινωνία και ως πολιτεία να προστατέψουμε τα παιδιά και να στηρίξουμε τις μητέρες και τις οικογένειες που έχουν ανάγκη.
Συνομιλήσαμε με τη Δρ. Μερόπη Μιχαλέλη, ψυχαναλύτρια και δημιουργό της Κοιτίδας, ενός ινστιτούτου που στόχο έχει την προαγωγή της ψυχικής υγείας στην εγκυμοσύνη και στα πρώτα χρόνια της ζωής, προκειμένου να λάβουμε απαντήσεις.
Όσα τραγικά γεγονότα έχουμε δει τον τελευταίο καιρό δεν είναι κεραυνοί εν αιθρία. Είναι το αποτέλεσμα διαδικασιών που το περιβάλλον της μητέρας, οικογενειακό, φιλικό, κοινωνικό, δεν κατάφερε να αντιληφθεί. Είναι ο τελικός προορισμός μιας διαδρομής που έχει σημαδευτεί από επώδυνους σταθμούς. Κάποιοι από το περιβάλλον των ανθρώπων αυτών δεν είχαν την εγρήγορση, την ευαισθητοποίηση και τις γνώσεις που χρειάζονται για να υποψιαστούν –έστω– ότι κάτι συνέβαινε.
Στη χώρα μας, οι δημόσιες δομές υγείας που προσφέρουν υπηρεσίες ψυχικής συνοδείας και πρόληψης της ψυχοπαθολογίας στην περιγεννητική περίοδο είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Όσες υπάρχουν είναι υποστελεχωμένες και δύσκολα ανταπεξέρχονται στις αυξημένες ανάγκες για παροχή υπηρεσιών υγείας και πρόνοιας. Όλα τα παραπάνω έγιναν ακόμη πιο έντονα τα τελευταία δύο χρόνια της πανδημίας.
Η ανάγκη για τη δημιουργία και τη σωστή λειτουργία Κέντρων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, με βάση το μοντέλο της πρώιμης παρέμβασης, κρίνεται πλέον επιτακτική. Η λειτουργία τους θα ισχυροποιήσει τον ρόλο της πρόληψης και προαγωγής της δημόσιας υγείας εγκύων, βρεφών και νηπίων, αλλά και του γενικού πληθυσμού.
Ο θεσμός των Κέντρων Μητέρας-Παιδιού, στελεχωμένων από επισκέπτρια υγείας, κοινωνικό λειτουργό, παιδίατρο, μαία και ψυχολόγο, πρέπει να επανέλθει επειγόντως.
Επίσης, όταν μιλάμε για ψηφιακή διακυβέρνηση, θα όφειλε αυτή να περιλαμβάνει τον ενιαίο ηλεκτρονικό ιατρικό φάκελο παρακολούθησης από τη γέννηση μέχρι τον 18ο χρόνο ζωής. Σε αυτόν θα πρέπει να καταγράφεται κάθε ιατρική πράξη, επίσκεψη, παρέμβαση που πραγματοποιείται σε ένα παιδί από την ημέρα της γέννησης του, ακόμη και αν αυτές οι πράξεις γίνονται ιδιωτικά. Έτσι, υπάρχει μία συνοχή και συνέχεια στην παρακολούθηση της εξέλιξής του.
Όταν, επομένως, μία μητέρα επισκέπτεται κατ’ επανάληψη ένα νοσοκομείο για φαινομενικά ασύνδετες μεταξύ τους αιτίες νόσησης του παιδιού, οι επαγγελματίες υγείας θα μπορούν να συνδέσουν ιατρικά συμβάντα που έμοιαζαν ασύνδετα».
ΟΣΑ ΤΡΑΓΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΕΧΟΥΜΕ ΔΕΙ ΤΟΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΙΡΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΕΡΑΥΝΟΙ ΕΝ ΑΙΘΡΙΑ.
Βασική προϋπόθεση για την πρόληψη είναι η σε βάθος εκπαίδευση τόσο των επαγγελματιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας όσο και των παιδαγωγών στον εντοπισμό πρώιμων σημείων κακοποίησης και παραμέλησης ενός παιδιού.
Η κακοποίηση δεν αποτελεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, κεραυνό εν αιθρία. Υπάρχουν σημεία επικινδυνότητας και ψυχικής νοσηρότητας στην οικογένεια, τα οποία είναι κατεπείγον να εκπαιδευτούν οι λειτουργοί υγείας και προσχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας, ώστε να τα αναγνωρίζουν και να παρεμβαίνουν πρώιμα.
Ήδη από το τελευταίο τρίμηνο της εγκυμοσύνης ο/η μαιευτήρας και η μαία που παρακολουθούν την έγκυο οφείλουν να λαμβάνουν λεπτομερές ιστορικό, όχι μόνο ιατρικό αλλά και κοινωνικό. Προηγούμενα πένθη, απώλειες, κακοποίηση, πολλαπλές μετακινήσεις και αλλαγές πλαισίου διαβίωσης στην παιδική ηλικία των γονέων, αποτελούν δυσμενείς συνθήκες σε ό,τι αφορά την ανάληψη του γονεϊκού τους ρόλου.
Εκείνο που χρειάζονται αυτοί οι γονείς είναι συστηματική, συντονισμένη βοήθεια και συνοδεία από τους ειδικούς στη διαδρομή μεγαλώματος όχι μόνο του παιδιού τους, αλλά τελικά στην πορεία του να γίνουν γονείς. Τα προγράμματα κατ’ οίκον επισκέψεων από ειδικά εκπαιδευμένους επαγγελματίες έχουν παγκοσμίως αποδείξει την αποτελεσματικότητα τους στην μείωση της ψυχικής νοσηρότητας των γονέων και της κακοποίησης των παιδιών.
Αυτό που ονομάζαμε μητρικό ένστικτο είναι γενετικά προγραμματισμένο. Υπάρχουν γονίδια υπεύθυνα για τις εκδηλώσεις αυτής της πρωταρχικής σωματικής και ψυχικής φροντίδας.
Οι σχέσεις που αναπτύσσουμε με τους γονείς μας, από τις πολύ πρώιμες εμπειρίες φροντίδας που ξεκινούν από το τελευταίο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, είναι ο βασικότερος παράγοντας που μας διαμορφώνει. Η πρώιμη σχέση με τη μητέρα και το ψυχικό υπόβαθρό της εγγράφονται στο σώμα, τον εγκέφαλο και τον ψυχισμό του εμβρύου/νεογνού, συμβάλλοντας στη δόμησή τους.
Μεταφέρονται διαγενεαλογικά, μέσω νευρωνικών δικτύων που δημιουργούνται κατά τις πρώτες εμπειρίες φροντίδας. Όταν γίνουμε γονείς ενεργοποιούνται οι πρώιμες εμπειρίες μας. Επομένως, τι φροντίδα μπορεί να προσφέρει ένας γονέας, αν ο ίδιος είχε ελλιπή, τραυματική πορεία και στην πορεία δεν υπήρξε κανενός είδους θεραπευτική παρέμβαση, ώστε να επανορθώσει αυτές τις τραυματικές εγγραφές; Θα τις επαναλάβει αμεταβόλιστες με το παιδί του και ίσως και πολύ χειρότερα από ότι ο ίδιος τις υπέστη.
πηγή ow.gr
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο