Αναστασία Χατζηγιαννακού, Ειδική παιδαγωγός
Η διαφορετικότητα αποτελεί έναν όρο που χρησιμοποιείται ιδιαίτερα στις μέρες μας. Έναν όρο γνωστό σε όλους μας που χρησιμοποιείται σε διαφημίσεις, καμπάνιες ισότητας, ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι όμως ο όρος αυτός πραγματικά ένας όρος που τον αποδεχόμαστε, ένας όρος με τον οποίο μπορούμε να ζήσουμε μαζί του; Οι κοινωνίες οι σημερινές σφύζουν από διαφορετικότητα και εμείς καλούμαστε να ζήσουμε αποτελεσματικά και ουσιαστικά μέσα σε αυτές. Ο βαθμός ετοιμότητας του καθενός μας όμως στη διαβίωση σε μια τέτοια κοινωνία αναμφίβολα δεν είναι ο ίδιος.
Η γνωστή Γαλλίδα σχεδιάστρια μόδας Coco Chanel έχει δηλώσει “για να είναι κανείς αναντικατάστατος πρέπει να είναι πάντα διαφορετικός”. Από την άλλη η Maya Angelou, γνωστή Αφροαμερικανίδα ποιήτρια, έχει πει «θα πρέπει να ξέρουμε όλοι ότι η διαφορετικότητα κεντάει ένα πλούσιο χαλί και πρέπει να καταλάβουμε πως όλοι οι κόμποι του χαλιού έχουν ισότιμη αξία ανεξάρτητα από το χρώμα τους».
Μορφές διαφορετικότητας
Όλες οι μορφές διαφορετικότητας δεν είναι εξίσου ορατές. Ο όρος που έχει εισαχθεί από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Άλκηστις, 2008) είναι ο όρος ορατή διαφορετικότητα και αφορά το φαινόμενο της διαρκούς διαφοροποίησης του ατόμου που είναι εμφανώς διαφορετικό όσον αφορά τη σωματική του κατασκευή. Η ορατή διαφορετικότητα αποτελεί ένα συνεχές εμπόδιο στην προσπάθεια του ατόμου να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο. Το αντίστροφο φαινόμενο η μη ορατή διαφορετικότητα αποτελεί πάλι μια δυσκολία, μια και σε αυτή την περίπτωση το άτομο δεν υφίσταται στιγματισμό ή περιθωριοποίηση, εφόσον το πρόβλημα δεν είναι εμφανές στους υπόλοιπους. Το ίδιο το άτομο όμως βιώνει από μόνο του τη διαφορετικότητά του σαν κάτι που το ξεχωρίζει, δημιουργώντας αβάσταχτη πίεση να είναι σαν τους άλλους. Για παράδειγμα ο σεξουαλικός προσανατολισμός αποτελεί μια μη ορατή μορφή διαφορετικότητας στην τάξη. Επομένως, η ευαισθητοποίηση στη διαφορετικότητα πρέπει να περιλαμβάνει όχι μόνο τη διαφορά στο χρώμα του δέρματος, αλλά και στις πιο ήπιες εθνικές διαφοροποιήσεις, καθώς και τις μη ορατές διαφορές.
Το διαφορετικό υπάρχει γύρω μας σε πολλές μορφές. Η διαφορετικότητα ξεκινά από τη διαφορά που έχουμε μεταξύ μας στον τομέα της εξωτερικής μας εμφάνισης. Είμαστε διαφορετικοί, γιατί μπορεί να είμαστε πιο ψηλοί, πιο χαμηλοί, πιο κοντοί, πιο χοντροί. Είμαστε διαφορετικοί, γιατί μπορεί να έχουμε διαφορετικό χρώμα και στυλ στα μαλλιά μας, μπορεί να έχουμε πολλά τατουάζ, μπορεί να έχουμε πολλά σκουλαρίκια στο σώμα μας. Μπορεί να είμαστε διαφορετικοί, γιατί ντυνόμαστε διαφορετικά, ντυνόμαστε εναλλακτικά.
Κάποιοι από εμάς μαθαίνουν διαφορετικά, με διαφορετικούς ρυθμούς, διαφορετικές τεχνικές, κάποιοι είναι πολύ καλοί μαθητές στο γνωστικο-ακαδημαϊκό κομμάτι, κάποιοι άλλοι δεν είναι τόσο καλοί στον τομέα αυτό και μπορεί να είναι και αδιάφοροι απέναντι στη μάθηση. Υπάρχει και η ομάδα των ατόμων που μπορεί να έχει διαγνωστεί με μαθησιακές δυσκολίες, διαταραχή αυτιστικού φάσματος, διαταραχή ελλειμματικής προσοχής με ή χωρίς υπερκινητικότητα, εγκεφαλική παράλυση, σύνδρομο Down, σπάνια γενετική πάθηση, νοητική καθυστέρηση. Όλοι αυτοί είναι διαφορετικοί.
Η ποικιλομορφία της διαφορετικότητας δεν τελειώνει εδώ, αλλά συνεχίζεται.
Υπάρχουν τα παιδιά που μπορεί να προέρχονται από κάποια μειονότητα ή να είναι παιδιά μεταναστών. Τα παιδιά που μπορεί να προέρχονται από χαμηλά, μέτρια ή ψηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα. Τα παιδιά που μεγαλώνουν και με τους δυο γονείς τους, τα παιδιά που μεγαλώνουν με τον έναν γονιό ή τα παιδιά που προέρχονται από μονογονεϊκές οικογένειες. Παιδιά από διαφορετικά θρησκεύματα και παιδιά με διαφορετικό χρώμα δέρματος.
Όλα αυτά όμως είναι παιδιά και όλα τα παιδιά αυτά καλούνται σήμερα να συνυπάρξουν σε μια κοινωνία και σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα. Και δεν καλούνται απλά να συνυπάρξουν, αλλά να δημιουργήσουν και να είναι παραγωγικά μέλη της κοινωνίας αυτής. Είναι άραγε η κοινωνία της Κύπρου έτοιμη να δεχτεί αυτά τα παιδιά, να τα αγκαλιάσει, για να τα κάνει να νιώσουν την ασφάλεια να ζήσουν και να δημιουργήσουν;
Είναι πολύ ενδιαφέρον, αν μπει κανείς σε μια τάξη νηπιαγωγείου. Θα παρατηρήσει ότι όσο πιο μικρά είναι τα παιδιά τόσο πιο μεγάλη είναι η αποδοχή την οποία επειδυκνύουν στη διαφορετικότητα που μπορεί να παρουσιάζει ο καθένας. Είναι απίστευτο να βλέπεις μικρά παιδιά να αποδέχονται πλήρως ένα παιδί που δε μιλά ή από την άλλη ένα παιδί το οποίο έχει κάποια κινητική αναπηρία. Για τα παιδιά δεν έχει διαφορά, αν το παιδί αυτό έχει λειτουργικά πόδια ή μπορεί να επικοινωνήσει λεκτικά τις ανάγκες του, αν είναι άσπρο ή μαύρο, αν είναι Χριστιανός ή έχει κάποιο άλλο θρήσκευμα. Η λέξη και μόνο ότι είναι παιδί είναι αρκετή, για να κάνει τα παιδιά να αναφωνήσουν τόσο απλά και όμορφα τη φράση «είναι φίλος μου».
Όσο μεγαλώνουν τα παιδιά όμως η κατάσταση αυτή δεν παραμένει η ίδια, αλλά διαφοροποιείται. Ο λόγος εξαιτίας του οποίου διαφοροποιείται αυτό είναι γιατί έρχονται οι αντιλήψεις των ενηλίκων, είτε αυτές είναι των γονέων των παιδιών ή των εκπαιδευτικών και γενικότερα της ευρύτερης κοινωνίας, να αλλάξουν την πραγματικότητα αυτή και να αρχίσει σταδιακά να δημιουργείται η διάκριση. Η διάκριση δεν είναι τίποτα άλλο από τις προβολές των ενηλίκων, οι οποίες υποβάλλονται άλλοτε με εμφανή και άλλοτε με έναν πιο κρυφό τρόπο στα παιδιά. Κανένα παιδί δεν έχει πρόβλημα με το διαφορετικό. Εμείς όμως οι ενήλικες ξεκινούμε να τους δημιουργούμε την αντίληψη αυτή. Γιατί εμείς έχουμε την ανάγκη να έχουμε ένα δικό μας παιδί που θα είναι το ξεχωριστό, το ιδεατό παιδί. Ένα παιδί που θα καταφέρει όλα όσα εμείς δεν καταφέραμε. Ένα παιδί που θα αποτελέσει το μέσο να βγούμε και εμείς από το ανώνυμο στο οποίο ζούμε. Τότε ξεκινά και διαφοροποιείται και ο όρος διαφορετικότητα και παίρνει μια αρνητική συνυποδήλωση.
Αν πάρουμε το παράδειγμα των ίδιων των ατόμων με αναπηρίες, θα δούμε ξεκάθαρα ότι τα ίδια τα άτομα δε θεωρούν τους εαυτούς τους ανάπηρους, τους θεωρούν απλά διαφορετικούς. Η ίδια η κοινωνία όμως στην οποία ζουν έρχεται σήμερα να τους δημιουργήσει την αναπηρία, γιατί ακριβώς έτσι τους αντικρίζει. Η αναπηρία δηλαδή είναι ένα δημιούργημα μιας κοινωνικής αντίληψης. Έτσι και η διαφορετικότητα αποκτά την αρνητική διάσταση.
Σκεφτείται πόσο όμορφη είναι η φύση γύρω μας, πόσο διαφορετικές εικόνες μας προσφέρει. Όλες αυτές οι εναλλαγές κάνουν τη ζωή μας όμορφη και την εμπλουτίζουν, δεν της στερούν κάτι. Έτσι ακριβώς είναι και η διαφορετικότητα, η οποία ομορφαίνει τη ζωή μας και την κάνει να είναι μοναδικά όμορφη.
Διαχείριση κατάστασης
Το εκπαιδευτικό σύστημα καλείται σήμερα να ανταποκριθεί στη διαφορετικότητα αυτή. Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν πραγματικά είναι σε θέση το παρόν σύστημα να μπορέσει να αφομοιώσει τη διαφορετικότητα αυτή και να την κάνει γιορτή. Για το λόγο αυτό πρέπει να δούμε πώς από τη μια οι εκπαιδευτικοί και πώς από την άλλη οι γονείς καλούνται σήμερα να αντιμετωπίσουν και να διαχειριστούν αποτελεσματικά την διαφορετικότητα αυτή.
Οι εκπαιδευτικοί καλούνται σήμερα να διαχειριστούν αποτελεσματικά την κατάσταση αυτή και πρέπει να είναι κάτοχοι τόσο γνώσεων ψυχολογίας, όσο και γνώσεων ειδικής εκπαίδευσης, κοινωνιολογίας και ανθρωπολογίας, για να μπορούν να εντάξουν αποτελεσματικά και ουσιαστικά τη διαφορετικότητα στην τάξη τους.
Η αντιρατσιστική εκπαίδευση στοχεύει όχι μόνο στην αποδοχή της διαφορετικότητας, αλλά και στη δράση και την απάλειψη των διακρίσεων, καθώς και τη δημιουργία κοινωνικών συνθηκών ισοτιμίας και δικαιοσύνης (Ευαγγέλου και Κάντζου, 2005). Η αντιρατσιστική εκπαίδευση στοχεύει σε όλες τις μορφές ρατσισμού και της κοινωνικής ανισότητας που αφορούν το φύλο, τη σεξουαλικότητα, τη θρησκεία, την αναπηρία και την κοινωνική τάξη. Βασική παραδοχή της αντιρατσιστικής εκπαίδευσης δεν είναι πως κανένας δεν είναι ουδέτερος. Αντίθετα οι μαθητές, οι εκπαιδευτικοί, οι γονείς και οι κοινότητες χρειάζεται να αναγνωρίσουν τη διαφορετική τους θέση στη ζωή, μια θέση που είναι απόρροια των διαφορετικών εμπειριών τους (Bennet and Keating, 2009).
Εισηγήσεις για εκπαιδευτικούς
Όλοι οι εκπαιδευτικοί που εμπλέκονται σε προγράμματα ευαισθητοποίησης για τη διαφορετικότητα τόνισαν τη σημασία του να φτάσει το παιδί στο σημείο «να μπει στη θέση του άλλου», να κατανοήσει ότι υπάρχουν πολλαπλές οπτικές για το ίδιο θέμα και να αναπτύξει την ικανότητα της ενσυναίσθησης, την ικανότητα δηλαδή να αισθάνεται και το ίδιο το πρόβλημα του άλλου ως δικό του. Όταν γίνει αυτό, τα παιδιά είναι σε πραγματική θέση να κατανοήσουν βάζοντας στην άκρη το πρίσμα της φιλανθρωπίας. Γενικά, οι εκπαιδευτικοί πρέπει:
Εισηγήσεις για γονείς
Οι γονείς διαδραματίζουν έναν τεράστιο ρόλο στον αγώνα της διαφορετικότητας. Οι γονείς αποτελούν τον καθρέφτη, οπόταν, αν αυτοί είναι θετικοί, φυσικά και το παιδί τους θα είναι. Αν όμως και αυτοί τη φοβούνται τότε αναμφίβολα και το παιδί τους θα τη φοβάται. Οι γονείς πρέπει:
Εν κατακλείδι
Η αποδοχή της διαφορετικότητας δεν είναι ένα απλό εγχείρημα το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί εύκολα τόσο στο χώρο του σχολείου όσο και στον χώρο της οικογένειας. Οι εποχές δε συστήνουν την επαφή των παιδιών με τη διαφορετικότητα, αλλά την ένταξη των παιδιών στη διαφορετικότητα, μια και η διαφορετικότητα αποτελεί πλέον ένα βίωμα. Ο στόχος μας σήμερα δεν είναι να αυξήσουμε τις γνώσεις ή απλά να ευαισθητοποιήσουμε τους μαθητές για τα ζητήματα της διαφορετικότητας. Ο στόχος μας είναι να αλλάξουμε τη συμπεριφορά των μαθητών, των γονέων και της κοινωνίας απέναντι στο ζήτημα αυτό.
Οι αντιρατσιστικές στρατηγικές ξεκινούν από τα πολύ μικρά παιδιά του νηπιαγωγείου και συνεχίζονται σε όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης. Γιατί μόνο έτσι θα μπορέσει η διαφορετικότητα να γίνει πραγματικότητα. Η σημερινή κοινωνία επιβάλει στον αυριανό πολίτη να είναι διαφορετικός και να γιορτάζει τη διαφορετικότητα τόσο τη δική του όσο και των γύρω του. Είναι ευθύνη όλων μας να μετακινήσουμε τις στάσεις μας απέναντι στο διαφορετικό και να αντιληφθούμε τον πραγματικό πλούτο που μας χαρίζει.
πηγή www.paidiatros.com
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο