Ο όρος συμβουλευτική υποδηλώνει ότι «κάποιος δέχεται ή δίνει συμβουλή». Στην πραγματικότητα όμως η συμβουλευτική δε χρησιμοποιείται με αυτόν τον τρόπο και δεν έχει ως στόχο την παροχή συμβουλών σε κάποιον. Η συμβουλευτική είναι μια διαδικασία αλληλοεπικοινωνίας που σκοπός της είναι η παροχή βοήθειας σε ένα άτομο ή σε μια ομάδα ατόμων που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και προβλήματα που δεν μπορούν να διαχειριστούν μόνοι τους.
Τα προβλήματα αυτά μπορεί να αφορούν τις διαπροσωπικές τους σχέσεις, τη σχέση τους με τον ίδιο τους τον εαυτό, την επαγγελματική τους ζωή, την προσαρμοστικότητα τους σε δύσκολες καταστάσεις. Επίσης, μπορεί να λειτουργεί σε επίπεδο πρόληψης, ως μια προσπάθεια πληροφόρησης, ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης των ανθρώπων.
Η συμβουλευτική βασίζεται κυρίως στις θεωρίες προσωπικότητας. Η κυριότερη ίσως θεωρία από την οποία έχει επηρεαστεί είναι η προσωποκεντρική θεωρία του Carl Rogers, ο οποίος θεωρείται από πολλούς ως ο «πατέρας» της συμβουλευτικής. Όλες αυτές οι θεωρίες έχουν ως στόχο να βοηθήσουν τον άνθρωπο στην αντιμετώπιση των δυσκολιών του.
Ένας βασικός διαχωρισμός που πρέπει να γίνει είναι αυτός της συμβουλευτικής από την ψυχοθεραπεία. Αν και υπάρχουν κάποιες ομοιότητες μεταξύ τους, ωστόσο υπάρχουν και αρκετές διαφορές που τις καθιστούν δύο διαφορετικές διαδικασίες. Η συμβουλευτική στοχεύει περισσότερο στο «εδώ και τώρα», στα αποτελέσματα των ενεργειών των ανθρώπων στην καθημερινή τους ζωή, ενώ η ψυχοθεραπεία προσπαθεί να εμβαθύνει περισσότερο στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου και να πετύχει μια μεγαλύτερη αναδόμηση της προσωπικότητας του.
Μια άλλη διαφορά είναι ότι η ψυχοθεραπεία μπορεί να πραγματοποιηθεί και σε κλινικά πλαίσια ενώ η συμβουλευτική λειτουργεί κυρίως σε σχολεία, πανεπιστήμια, εργασιακούς χώρους, κοινωνικές υπηρεσίες, κέντρα υγείας. Ως προς τις ομοιότητες τους, αυτές αφορούν τη σημασία που δίνουν και οι δύο στη σχέση ανάμεσα στον ειδικό και τον πελάτη και στους στόχους τους που δεν είναι άλλοι από την προσωπική ανάπτυξη του ατόμου.
Ως προς τη διαδικασία και τη μεθοδολογία που χρησιμοποιείται μπορεί να διακριθεί σε ατομική και ομαδική. Η ατομική συμβουλευτική πραγματοποιείται ανάμεσα στον σύμβουλο και το συμβουλευόμενο και έχει ως στόχο την παροχή βοήθειας στο συμβουλευόμενο. Η ομαδική συμβουλευτική γίνεται μεταξύ του συμβούλου και δύο ή περισσοτέρων ατόμων και ο στόχος είναι να δει το κάθε άτομο ξεχωριστά τον εαυτό του μέσα στα πλαίσια μιας ομάδας και μέσω της αλληλεπίδρασης με τα άλλα μέλη να οδηγηθεί σε προσωπική ανάπτυξη.
Επιπλέον, ως προς το είδος της βοήθειας που προσφέρει και ως προς τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ανθρώπων προς τους οποίους απευθύνεται αυτή η βοήθεια, μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Έτσι έχουμε την προληπτική συμβουλευτική, την εκπαιδευτική συμβουλευτική, την εργασιακή συμβουλευτική, την συμβουλευτική γονέων, τη συμβουλευτική ζεύγους οικογένειας, τη συμβουλευτική για την αντιμετώπιση κρίσιμων καταστάσεων, τη συμβουλευτική τρίτης ηλικίας κ.α.
Αυτό που ιδιαίτερα τονίζεται και θεωρείται εξέχουσας σημασίας είναι η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο σύμβουλο και το συμβουλευόμενο. Η σχέση αυτή περιλαμβάνει όλα εκείνα τα συναισθήματα και τις στάσεις που έχουν τα δύο άτομα που παίρνουν μέρος στη συμβουλευτική ο ένας για τον άλλο. Η σχέση πρέπει να χτίζεται από τις πρώτες κιόλας συνεδρίες, έτσι ώστε να κάνει τον συμβουλευόμενο να νιώσει άνετα και να επιθυμεί να επιστρέψει σε επόμενες συναντήσεις αν αυτό κρίνεται απαραίτητο.
Όσον αφορά στις βασικές δεξιότητες του συμβούλου που οι περισσότερες θεωρίες αναγνωρίζουν ως σημαντικές για την πορεία και την έκβαση της συμβουλευτικής αυτές είναι η ενσυναίσθηση, η άνευ όρων αποδοχή και η αυθεντικότητα.
Ο όρος ενσυναίσθηση αναφέρεται στην ικανότητα του συμβούλου να αναγνωρίσει τα συναισθήματα και τις εμπειρίες του πελάτη και το νόημα που αυτά έχουν για εκείνον.
Άνευ όρων αποδοχή σημαίνει ότι ο σύμβουλος οφείλει να είναι απεριόριστα δεκτικός και θετικά προδιατεθειμένος απέναντι στον πελάτη του, ενώ αυθεντικότητα είναι η ικανότητα του συμβούλου να είναι ο εαυτός του, να συμπεριφέρεται φυσικά και αβίαστα. Άλλες σημαντικές δεξιότητες θεωρούνται η αυτογνωσία και η αποδοχή του εαυτού του, η ευφυΐα, ο σεβασμός και το ενδιαφέρον για τους ανθρώπους.
Οι παράγοντες εκείνοι που μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά την διαδικασία ή ακόμα και να την καταστήσουν αδύνατη είναι η απροθυμία του πελάτη, η εχθρότητα και ο ανταγωνισμός μεταξύ του συμβούλου και του συμβουλευόμενου καθώς και οι αντίθετες μεταξύ τους στάσεις και αξίες. Επίσης αρνητική επίδραση έχει η προσπάθεια επιβολής από την πλευρά του συμβούλου των προσωπικών του πεποιθήσεων.
Η συμβουλευτική είναι μια διαδικασία με αρχή και τέλος. Τελειώνει τη στιγμή που από κοινού ο σύμβουλος και ο συμβουλευόμενος κρίνουν ότι οι στόχοι έχουν επιτευχθεί. Βεβαίως, υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο τερματισμός της συμβουλευτικής επιβάλλεται από εξωτερικούς παράγοντες. Μια τέτοια είδους διακοπή μπορεί να έχει σοβαρή συναισθηματική επίπτωση στον πελάτη.
Σε κάθε περίπτωση όμως, πριν τερματιστεί μια συμβουλευτική σχέση θα πρέπει να γίνει ανασκόπηση των όσων έχουν επιτευχθεί μέσα από αυτή, να εκφραστούν τα συναισθήματα και των δύο πλευρών και να ενθαρρυνθεί ο συμβουλευόμενος να αντιμετωπίσει μόνος του τη ζωή του. Επίσης, σημαντικό είναι ο σύμβουλος να τονίσει τη δυνατότητα του πελάτη να απευθυνθεί ξανά σε αυτόν αν το κρίνει αναγκαίο.
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο