Μια γυναίκα που βυθιζόταν στον συναισθηματικό της πλούτο, λάτρευε το σουρεάλ χιούμορ, διέθετε οργή και πάθος.
Τη ζωή της, παρότι διήρκεσε λίγο, θα τη ζήλευαν πολλοί, αφού ξεχείλιζε από εμπειρίες και πρόσωπα, στοχασμούς και συναντήσεις.
Όπως της άρεσε να λέει:
«Εγώ γλίτωσα και δεν είμαι πλέον σαν κι εσάς. Και χόρτασα. Και λεφτά. Και οικογένεια κι αγάπη. Κυρίως αγάπη. Εγώ, που μέχρι πέρυσι, αν με άγγιζες ακόμα και εξ αποστάσεως, ούρλιαζα «πίσω μου σ’ έχω σατανά». Εγώ χόρτασα. Έναν χειμώνα αγάπη. Μια άνοιξη ελπίδα. Κι ένα καλοκαίρι προοπτική. Ολόκληρο προοπτικές. Εγώ, η ξεγραμμένη. Χρειάστηκε να ξεγραφτώ για να μπορέσω και να συμμορφωθώ και να αγαπήσω και να αγγίξω και να ανταποδώσω και τα πάντα».
Ας θυμηθούμε τη Μαλβίνα που αγαπήσαμε μέσα από τα δικά της λόγια:
«Αυτοί οι τύποι, οι μικροαστοί, δεν σκέφτονται ποτέ τους να αυτοκτονήσουν, γιατί η ζωή τους ανήκει στον Θεό, αλλά στην ουσία επειδή δεν αποφασίζουν ούτε για τη ζωή τους ούτε για τον θάνατό τους. Είναι αμνήμονες εκεί που τους συμφέρει, αλλά, οραματιζόμενοι το μέλλον, δεν ζουν ποτέ ένα παρόν της προκοπής. Κάνουν μακροπρόθεσμα όνειρα που, κατά κανόνα, τα προφταίνει ο θάνατος. Χτίζουν ντουβάρια. Αγοράζουν οικοπεδάκια. Δεν ψάχνουν τσάντες, γιατί σπάνια ερωτεύονται και, όπως όλοι οι βλάκες, ποτέ δεν νιώθουν ανίσχυροι. Τρέμουν τις υποχρεώσεις, αλλά τελικά παντρεύονται μια υπομονετικιά, αφού την πρήξαν επί χρόνια τόσο, που δεν θέλει πια ούτε να τους χέσει. Κάνουν δύο μόγγολα, γιατί «ένα ίσον κανένα». Ή τρία, αν τα δύο πρώτα είναι κορίτσια. Και, βέβαια, τους αρέσουνε πολύ οι βιζιτούδες, τις οποίες πάντα ρωτάνε μετά το πήδημα: «Πώς ξέπεσες έτσι;»».
«Υποπτεύομαι βαθύτατα όσους διαφημίζουν την ευτυχία τους, ακόμη κι εμένα, όποτε το έχω κάνει. Η απάντησή μου είναι: είμαι σχετικά καλά και είμαι ευγνώμων…».
«Ταξίδι σημαίνει ο κάθε δρόμος να σε πηγαίνει στην άκρη του εαυτού σου. Μέσα από το ταξίδι μπορεί ο καθένας να μάθει ποιος είναι. Ή, καλύτερα, ποιον ρόλο αντιπροσωπεύει στη ζωή του. Ποιος είναι ο ρόλος που του ταιριάζει. Μπορεί να είναι πολλοί. Διαλέγεις και παίρνεις. Ονειρεύομαι να ταξιδέψω παντού».
«Εγώ τον έρωτα τον αντιλαμβάνομαι σαν την πιο φοβερή χειραψία προς τη ζωή». «Όλα συγχωρούνται, αλλά το να θέλεις να μεταλλάξεις το κατεξοχήν απρόβλεπτο πράγμα, τον έρωτα, σε κάτι προβλεπόμενο είναι η μεγαλύτερη ύβρις».
«Στα σίγουρα γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος, αλλά για μεγαλύτερη σιγουριά: το πιο ωραίο γέλιο ανήκει στα προσωπάκια που φτιάχτηκαν από πίκρες και από δάκρυα, από ξεφτίλες και στριμώγματα».
«Ο ταλαντούχος άνθρωπος, ό,τι κι αν κάνει, το κάνει εμπνευσμένα. Και η Κόλαση να σε περιμένει μαζί του, θα είναι μια παραδεισένια Κόλαση. Ενώ από τον ατάλαντο άνθρωπο να μην περιμένεις τίποτα καλό. Και ο Παράδεισός του ανούσιος».
«Μπορεί να πέτυχα μόνο για να τη βγω στη μάνα μου. Επειδή ήθελα μόνο τη δική της αναγνώριση (…). Με τη μάνα μου ήταν κάτι τρομακτικό αυτό που συνέβαινε. Ήταν μια πολύ ωραία γυναίκα, η οποία είχε κάνει το σώμα της μια ανώνυμη εταιρεία και όλος της ο αισθησιασμός ήταν διαπραγματεύσιμος με βάση αυτό που έκανε για το σώμα της. Ευτυχώς, πέθανε νωρίς, πριν από τη φυσική φθορά της».
«Δεν μ’ αρέσουν τα σούπερ μάρκετ, ψωνίζω σε παντοπωλείο. Απ’ όταν γεννήθηκα, έτρωγα πάντα πολύ καλά. Η γιαγιά μου είχε μέσα της τη χαρά της ζωής. Δεν θα σερβίριζε ποτέ ένα ολόκληρο μπούτι αρνίσιο στο τραπέζι – αυτό το πράγμα έχει τη θέση του μόνο στο βουνό. Μου έλεγε: «Δεν γεννήθηκες για να τρως τυρόπιτες. Αν πεινάς στο σχολείο, πάρε ψωμί και τυρί. Και το τυρί να είναι τέτοιο που να μην ιδρώνει». Αγαπώ την καλή κουζίνα και τη φιλοσοφία της».
«Πέρασαν διαμάντια απ’ τη ζωή μου που δεν πρόλαβα να εκτιμήσω. Σε μερικούς ανθρώπους βγάζουμε από μέσα τους ό,τι καλύτερο έχουν, ενώ δεν μπορούμε να γίνουμε ένα μ’ αυτούς και εκ των υστέρων καταλαβαίνουμε την αξία τους. Ήμουν βιαστική, τσαλαβουτούσα. Είναι πολύ φυσικό. Τα τελευταία 5-6 χρόνια αρχίζω να εκτιμώ τους ανθρώπους και να αποδίδω ουσιαστικές τιμές».
«Ζούσα ας πούμε περίτεχνες σχέσεις, σμιλευμένες και εξωραϊσμένες, και έψαχνα να βρω τον μικροαστό πίσω από τα βουαλάζ παράθυρα, πίσω από τις κουρτίνες. Αυτό ήτανε μια νεύρωση χρόνων. Kοίταγα αυτές τις άθλιες νάιλον κουρτίνες και έλεγα τουλάχιστον ζουν εδώ, εδώ ανάβει ένα φως, ζουν ευτυχισμένοι άνθρωποι; Είχα μια εμμονή για την ευτυχία των ανθρώπων κάτω από τις κουρτίνες».
«Το «σ’ αγαπάω» των περισσότερων ανθρώπων σημαίνει: επενδύω σ’ ένα άτομο, αγωνίζομαι να το μετατρέψω σε Σύντροφο, να το επιβιβάσω σώνει και καλά στην ίδια Σχεδία μ’ εμένα… Άρα, αγαπάω θα πει: επιθυμία εγκατάστασης του άλλου στον τόπο που ορίζω και καθορίζω εγώ. Συμπέρασμα: Επειδή αγαπάω, δικαιούμαι να εξουδετερώνω κάθε αλλιώτικη διάθεση του άλλου, κάθε στοιχείο της δύναμής του που δεν εγκρίνω, κάθε επιθυμία του που είναι αλλιώτικη από τη δική μου, με δυο λόγια τον ξεδοντιάζω».
Γ. Πανταζόπουλος
Πηγή: www.lifo.gr
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο