της Βίλης Αντώναρου
Άρχισε να σουρουπώνει όταν ο κόσμος άρχισε να μαζεύεται σιγά-σιγά στην πλατεία με το μαύρο άγαλμα. Μικροί, μεγάλοι, επίσημοι, αλλά και περαστικοί, που κοντοστάθηκαν να δουν τι συμβαίνει.
–Μαμά γιατί με πήρες νωρίτερα από τα Αγγλικά, τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ; Και γιατί η μπάντα του Δήμου παίζει πένθιμο εμβατήριο;
–Αγάπη μου, καμιά φορά στη ζωή μας, πρέπει να σταματάμε λίγο τους ρυθμούς μας, να αφήνουμε ότι νομίζουμε ότι κάνουμε σοβαρό και σημαντικό, για να θυμηθούμε και να αναλογιστούμε. Σήμερα θέλω να καθαρίσεις το μυαλουδάκι σου από τα μαθήματα. Να μάθεις την ιστορία αυτού του αγάλματος που προσπερνάγαμε πάντα βιαστικά πηγαίνοντας στις διπλανές κούνιες.
–Τι τους συνέβη, γιατί είναι μαύροι;
Σφίγγοντας το χέρι του παιδιού, όπως σφιγγόταν η καρδιά της εκείνη τη στιγμή, προσπάθησε να βρει μαμαδίσιο τρόπο και λέξεις, να πει την ιστορία ως έχει, αλλά χωρίς να πληγώσει την παιδική τρυφερότητα της μικρής και των φίλων της που άκουγαν προσεκτικά με ορθάνοιχτα μάτια.
–Το άγαλμα δείχνει μια οικογένεια, σε μια μακρινή περιοχή, αλλά όχι πολύ μακρινή. Και σε μία μακρινή εποχή, αλλά όχι πολύ μακρινή. Πριν από 100 ακριβώς χρόνια. Πάνω από τη χώρα μας υπήρχε μία θάλασσα που τη λένε Εύξεινο Πόντο. Και γύρω της ζούσαν άνθρωποι, οι Έλληνες του Πόντου, με τις οικογένειές τους, όμορφα και ειρηνικά. Ήταν έξυπνοι έμποροι, πολυμήχανοι, αγαπούσαν τις τέχνες και τα γράμματα. Όμως ζούσαν σε εδάφη εχθρικά που τα είχε ένα κράτος που δεν πήγαινε καλά τότε. Και νόμιζε ότι του έφταιγαν εκείνοι. Και για αυτό τους έδιωξε από τα σπίτια τους. Και δυστυχώς δεν τους έδιωξε με ήρεμο τρόπο. Κάηκαν χωριά, χάθηκαν άνθρωποι. Έγιναν άγρια πράγματα, τα οποία δεν μπορεί να τα χωρέσει και να τα συγχωρέσει καμία ψυχή.
–Και πού πήγαν;
– Όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν, με πολλές ταλαιπωρίες, έφτασαν σε εμάς. Πολλοί ήρθαν και στην πόλη μας, εδώ. Έχουμε πολλούς εδώ, ακόμη. Τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους. Γι’ αυτό υπάρχει και αυτό το άγαλμα, για να τους θυμόμαστε.
Το μαύρο άγαλμα άρχισε να παίρνει χρώμα στα μάτια της μικρής. Να ζωντανεύει.
– Φαίνονται πολύ κουρασμένοι και λυπημένοι. Ευτυχώς τα παιδάκια τους φαίνονται καλά. Ελπίζω να έκαναν φίλους εδώ.
Είναι αλήθεια. Τα παιδιά έχουν άλλη δύναμη να προχωρούν μπροστά. Να τους έρχεται λαχτάρα για κούνια και παγωτό, την ίδια στιγμή που ακούν για πόλεμο και καταστροφή. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το μαύρο δεν φωλιάζει μέσα τους…
Ο Δήμος μοίραζε φαναράκια στον κόσμο. Τα μικρά ήθελαν να πάνε στις κούνιες. Δεν πρόλαβαν να πάρουν φαναράκι. Η πομπή ξεκίνησε να περιδιαβαίνει τους δρόμους της πόλης, για να καταλήξει και πάλι στο άγαλμα να εναποθέσει τα κεριά. Τα παιδάκια ήταν ήδη νυσταγμένα, ακόμη και για να παίξουν. Μαζεύτηκαν σπίτι.
Νύχτωνε και άρχισε να φυσάει δυνατά. Αύριο θα ξημέρωνε 19 Μαΐου. Σε λίγο άρχισε να βρέχει.
–Μαμά, θα σβήσουν τα φαναράκια που βάλαμε στο άγαλμα. Η φωτίτσα τους είναι τόσο δα μικρή, δεν θα αντέξει…
–Κράτα τη φλόγα της μνήμης μέσα στην καρδούλα σου παιδί μου. Το φαναράκι αυτό δεν θα σβήσει ποτέ. Γι’ αυτό κάναμε όλα αυτά σήμερα.
–Καληνύχτα μαμά.
–Καληνύχτα, κορτσόπον μου…
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο