της Κωνσταντινής Δημοπούλου
1 bio 3 και αρχίζει η ιστορία!
Μια φορά κι έναν καιρό σε έναν τόπο μαγικό, ψηλά, πολύ ψηλά πάνω στο βουνό, δίπλα στο μεγάλο ποταμάκι και μέσα στην κουφάλα μιας γέρικης βελανιδιάς ζούσε ένα ζουζουνιάρικο μελίσσι. Οι μέλισσες έτρεχαν πέρα δώθε όλη μέρα να μαζέψουν γύρη από τα πολύχρωμα λουλούδια να την κάνουν μελάκι λαχταριστό! Κι εκεί, ανάμεσα στα χαμομήλια και τις παπαρούνες, να σου και η μικρούλα Μπέλλα με το όμορφο στεματάκι της – ήτανε βλέπετε πριγκίπισσα, κόρη της βασίλισσας!
Τριγύρω της όλες οι μέλισσες τρέχουν σαν τρελές να φέρουν μέλι και βουίζουν δυνατά, αλλά αυτή κρυμμένη πίσω από ένα μεγάλο κίτρινο κρίνο έχει ξαπλώσει φαρδιά πλατιά και κοιτάζει τον ουρανό μετρώντας συννεφάκια…
«Να, κι αυτό μοιάζει με το Κίμωνα τον κηφήνα, δεν συμφωνείς;» ρωτάει τη φίλη της Κική που φυλάει τσίλιες μην τυχόν και τους πάρει είδηση η βασίλισσα.
«Σε παρακαλώ φιλεναδίτσα μου καλή πάμε κι εμείς να δουλέψουμε λιγάκι, να βοηθήσουμε!» είπε κατσουφιασμένη η Κική.
– Ωωωω Κική – εργατική άσε με λίγο να ξεκουραστώ!
– Ναι Μπέλλα – τεμπέλα πότε όμως κουράστηκες για να ξεκουραστείς; Από το πρωί όλο ξάπλα μου είσαι και μετράμε συννεφάκια! Βαρέθηκα να φυλάω τσίλιες και αν μας πάρει πάλι είδηση η μαμά σου εγώ τιμωρία δεν ξανακάθομαι! Πάω για δουλειά!
– Αμάν πια με έπρηξες με την γκρίνια σου! Φύγε λοιπόν και άσε με να πάρω έναν υπνάκο! είπε η Μπέλλα και κουλουριάστηκε στο κοτσάνι του κίτρινου κρίνου γουργουρίζοντας.
Πέρασαν ώρες πολλές και κανείς δεν πήγε να ξυπνήσει την μικρούλα Μπέλλα, ούτε η Κική ούτε η μαμά της που την έβρισκε πάντα όπου κι αν κρυβόταν! Κόντευε να νυχτώσει και ένα αλλιώτικο ζουζούνισμα έφτασε στα αφτιά της, πιο βαρύ, πιο δυνατό…
«Μάλλον θα ονειρεύομαι πάλι» σκέφτηκε και τεντώθηκε ανοίγοντας σιγά σιγά τα βιολετί ματάκια της. Κι εκεί που ήταν έτοιμη να πετάξει ψηλά ακούει πάνω από τον κίτρινο κρίνο κάτι τρομακτικό! Ναι, ήταν σίγουρη, αυτές ήταν σφήκες! Από πολύ μικρή η μαμά της την είχε εκπαιδεύσει να αναγνωρίζει το ανατριχιαστικό τους βούισμα και να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορεί για να σωθεί, γιατί βλέπετε οι σφήκες τις κυνηγούν με μεγάλη μανία τις μέλισσες γιατί τους αρέσει πολύ το μέλι που έχουν στις μουσούδες τους. Σιγά-σιγά έβγαλε τα έξι χρυσά γοβάκια από τα έξι ποδαράκια της και στις μύτες των ποδιών της έφτασε ως την άκρη του τρυφερού φύλλου που κρυβόταν κάτω από τον κίτρινο κρίνο…
Τέντωσε τις κεραίες της για να ακούσει καλά τι μουρμούριζαν οι δυο σφήκες πάνω από το κεφαλάκι της:
– Ε, ναι είναι σίγουρο βεβαίως βεβαίως πως σε 2-3 ωρίτσες το πολύ θα φάμε νόστιμο μελάκι που το μάζεψαν με τόσο κόπο για μας οι χαζομελισσούλες! Χα χα χα! Είπε η μία σφήκα με την τσιριχτή φωνή της.
– Μάλιστα Πριγκίπισσα Σφήκα μου, άλλωστε πόσο θα αντέξουν κλεισμένες μέσα στο μελίσσι τους; Σύντομα θα διψάσουν και μια-μια θα βγουν και τότε… γιάμ- γιάμ –γιάμ! Απάντησε η άλλη σφήκα βουίζοντας δυνατά.
Η Μπέλλα τα έχασε! Ευτυχώς που η Κική της είχε μάθει τη γλώσσα των σφηκών –γιατί βλέπετε δεν μπορούσε να ξυπνήσει νωρίς να πάει στο μάθημά της κάθε Τρίτη πρωί, ίσα που προλάβαινε την ώρα της Μουσικής κι αυτό γιατί της άρεσε πολύ να ακούει όλη μαζί την τάξη να ζουζουνίζει!
«Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά, η μαμά μου, η γλυκιά μου η μαμούλα, η Κική, οι εργάτριες, οι κηφήνες, όλοι, όλοι είναι τώρα κλεισμένοι μέσα στο μελίσσι μας και κινδυνεύουν;» σκέφτηκε η Μπέλλα. Το κεντρί της ανασηκώθηκε από τον φόβο της και τα 4 διάφανα φτερά της τεντώθηκαν αφήνοντας έναν κρυστάλλινο ήχο που μόνο οι μέλισσες αντιλαμβάνονται Και τότε… το άκουσε: ήταν η φωνή της Βασίλισσας, της μαμούλας της
-Ζζζζζζζ Μπέεεεεεελλααααααα ζζζζζζζζ!!!! Της φώναξε με την μυστική τους γλώσσα. Ευτυχώς που οι σφήκες δεν μπορούν να την ακούσουν!
–Ζζζζζζ Μαμούλα μου είστε όλοι καλά ζζζζζζζ; Απάντησε με αγωνία η Μπέλλα.
–Ζζζζζζ Ναι αγάπη μου μην ανησυχείς όλοι καλά είμαστε, μόνο ο Κίμωνας ο κηφήνας χτύπησε λίγο την προβοσκίδα του προσπαθώντας να διώξει αυτές τις άθλιες σφήκες. Το νου σου να μην σε δουν! ζζζζζζ.
–Ζζζζζζ Τι θα κάνουμε μαμούλα ζζζζζζ;
–Ζζζζζζζ Τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς να ειδοποιήσεις τον καλό μας φίλο τον Μίκη το τζιτζίκι, αυτός κάτι θα σκεφτεί. Ζζζζζζ
Προτού καλά καλά το καταλάβει η Μπέλλα είχε κιόλας φορέσει τα 6 χρυσά γοβάκια της- βλέπετε είχε ξεχάσει τα αθλητικά της παπούτσια στο δωμάτιό της κάτω από το κέρινο εξάγωνο κομοδίνο της- και κάνοντας τσουλήθρα πάνω σε ένα φύλλο με 3 σταγόνες απογευματινής δροσιάς έφτασε αθόρυβα στη ρίζα του κρίνου. Από κει ήξερε καλά το δρόμο: Θα περπατούσε λιγουλάκι, μην τυχόν και τη δει καμιά σφήκα και μόλις απομακρυνόταν για τα καλά από τη γέρικη βελανιδιά που ήταν το μελίσσι τους θα πετούσε ψηλά πάνω από το μεγάλο ποταμάκι και τσουπ σε δυο λεπτάκια να σου μπροστά της η σκηνή του Μίκη, κάτω από τη σκυφτή ιτιά.
Ο Μίκης, όπως πάντα τέτοια ώρα, ήταν ξαπλωμένος στην κούνια που του είχε φτιάξει η φίλη του η Μαίρη το μυρμήγκι με κλαδιά ιτιάς και τραγουδούσε παίζοντας το βιολί του. Λαχανιασμένη η Μπέλλα έφτασε δίπλα του και του εξήγησε στα γρήγορα πως έχουν τα πράγματα.
–Αυτές οι σφήκες θέλουν ένα γερό μάθημα για να μην σας ενοχλήσουν ξανά! Είπε ο Μίκης και έβαλε το βιολί στη θήκη του.
– Τι έχεις στο μυαλό σου; Τον ρώτησε η Μπέλλα.
–Καλή μου Μπέλλα σκέψου: Τι είναι αυτό που φοβούνται πιο πολύ απ’όλα οι σφήκες;
–Εεεεε το τραγούδι σου βέβαια! Όταν τρίζεις τις ροκάνες σου φοβούνται τόσο πολύ που φτάνουν ως την άλλη άκρη του μεγάλου δάσους… Γι’ αυτό με έστειλε σε σένα η μαμούλα μου! Ήξερε…. Πρέπει όμως να βιαστούμε!
– Και που να δεις την μεγάλη ροκάνα που μου δώρισε στα γενέθλιά μου η Μάχη η αράχνη! Αλλά για μια στιγμή, εσύ πως τη γλίτωσες;
– Να μωρέ, αποκοιμήθηκα λιγουλάκι στο διάλειμμα…
–Α κατάλαβα! Πάλι τεμπέλιαζες Μπέλλα-τεμπέλα;
–Καλέ μου Μίκη αν με βοηθήσεις σου υπόσχομαι πως δεν θα ξανατεμπελιάσω ποτέ μου! Θα σηκώνομαι το πρωί πριν τις εργάτριες να τους φτιάξω γάλα με δημητριακά και μέλι που τους αρέσει πολύ και θα δουλεύω ως αργά το βράδυ. Ακόμη και τη μαμά μου τη βασίλισσα θα βοηθάω με τα μωρά μελισσάκια που όλο με παρακαλούσε κι εγώ ξέφευγα από δω κι από κει…
–Εντάξει λοιπόν, αφού είναι έτσι θα βάλω τα δυνατά μου! Φτάνει μόνο να τηρήσεις την υπόσχεσή σου, ε;
Ξεκίνησαν λοιπόν για έναν τόπο μαγικό, ψηλά, πολύ ψηλά πάνω στο βουνό, δίπλα στο μεγάλο ποταμάκι και μέσα στην κουφάλα μιας γέρικης βελανιδιάς όπου ζούσε ένα ζουζουνιάρικο μελίσσι, το σπίτι της Μπέλλας… Μόνο που τώρα οι μέλισσες δεν ζουζούνιζαν και είχαν λουφάξει μέσα στις κερήθρες τους φοβισμένες γιατί απέξω έκοβαν βόλτες οι σφήκες οι φοβερές και τρομερές! Κόντευε να ξημερώσει. Ο ουρανός ήταν βαμμένος μωβ- κίτρινο και το δροσερό αεράκι έδιωχνε μακριά τα λιγοστά σύννεφα.
Αφού πέρασαν πετώντας το μεγάλο ποτάμι ο Μίκης και η Μπέλλα και από μακριά φαινόταν ο ίσκιος της γέρικης βελανιδιάς, ο Μίκης σταμάτησε πάνω στο κλαδί ενός κέδρου και άρχισε να βγάζει από το σακίδιό του τις μαγικές του ροκάνες.
– Πρέπει να βιαστούμε για να τις τρομάξουμε μια και καλή τις κατεργάρες σφήκες! Είπε ο Μίκης. Σίγουρα τώρα θα κοιμούνται ακόμη. Άκου λοιπόν τι θα κάνουμε: Εγώ με τούτη την τεράστια ροκάνα θα πετάξω ψηλά στη βελανιδιά, πιο πάνω από το μελίσσι κι εσύ με αυτές εδώ τις δυο ροκάνες θα πας όσο πιο κοντά στη ρίζα του δέντρου μπορείς. Προσεκτικά να μην μας πάρουν χαμπάρι ε; Να κρύβεσαι πίσω από τις σκιές των δέντρων! Και όταν η πρώτη ακτίνα του ήλιου ακουμπήσει το πιο ψηλό κλωνάρι της βελανιδιάς θα πεταχτούμε μεμιάς κι οι δυο μαζί παίζοντας όσο πιο δυνατά μπορούμε τις ροκάνες μας να τρομάξουμε τις σφήκες να σηκωθούν να φύγουν μια για πάντα από το μαγικό μας δάσος. Σύμφωνοι;
– Σύμφωνοι! Είπε η Μπέλλα σφίγγοντας στα χέρια της τις δυο ροκάνες που της είχε δώσει ο Μίκης. Καλή μας επιτυχία!
Προχώρησε σιγά σιγά η μικρή μας μελισσούλα ανάμεσα στις σκιές των δέντρων και κάτω από την πρωινή πάχνη που τα έκανε όλα να μοιάζουν ονειρικά και λίγα βήματα πριν φτάσει στη ρίζα της βελανιδιάς το ένα της γοβάκι γλίστρησε πάνω στην πρωινή δροσιά και έσπασε ένα τόσο δα μικρό κλαράκι. Δυο σφήκες που πετούσαν από πάνω της σταμάτησαν να δουν τι είναι.
–Λες να είναι καμιά μέλισσα με λαχταριστό μελάκι; Είπε η μία σφήκα. Η Μπέλλα πάγωσε!
–Μπα κανένα σκαθάρι θα είναι που ψάχνει για κοπριά πάμε να φύγουμε. Είπε η άλλη σφήκα και πέταξαν μακριά.
Η Μπέλλα ξεφύσησε. «Παραλίγο» σκέφτηκε. Έφτασε λοιπόν σιγά σιγά στη ρίζα της γέρικης βελανιδιάς και έστρεψε το βλέμμα της στο πιο ψηλό κλαδί της περιμένοντας την πρώτη ακτίνα του ήλιου να γυαλίσει τις ασημένιες δροσοσταλίδες και να τις κάνει να μοιάζουν σαν μπάλες σε φωτεινό χριστουγεννιάτικο δέντρο… Ήταν ώρα. Μονομιάς πετάχτηκαν κι οι δυο μαζί η Μπέλλα και ο Μίκης παίζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσαν τις ροκάνες τους και πετώντας γρήγορα δεξιά αριστερά!
«Πωπω πόσο θόρυβο κάνει η μεγάλη ροκάνα που κρατάει ο Μίκης! » σκέφτηκε η Μπέλλα.
Οι κακόμοιρες οι σφήκες πετάχτηκαν από τον ύπνο τους χωρίς να καταλαβαίνουν καλά καλά τι τους συμβαίνει! Άλλες τυλιγμένες με τα κουβερτάκια τους, άλλες αχτένιστες, άλλες φορώντας μόνο τη μια τους παντόφλα κι άλλες φορώντας μόνο τη μισή τους πυτζάμα έτρεχαν πέρα δώθε αλαφιασμένες. Πότε έπεφταν πάνω στους κορμούς των δέντρων και πότε η μια πάνω στη άλλη γιατί βλέπετε οι περισσότερες είχαν μυωπία και δεν είχαν προλάβει να βάλουν τα γυαλιά τους!
–Υποχώρησηηηηη! Πάμε να φύγουμεεεεε! Φώναξε η αρχηγός τους, η πριγκίπισσα σφήκα.
Κουτρουβαλώντας από δω κι από κει άρχισαν να τρέχουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις, ενώ η Μπέλλα και ο Μίκης έπαιζαν όλο και πιο δυνατά τις ροκάνες τους κυνηγώντας τες.
–Να για να μάθετε τι παθαίνει κανείς όταν τα βάζει με την πριγκίπισσα Μπέλλα και τον Μίκη το τζιτζίκι! Φώναξε η Μπέλλα γελώντας δυνατά.
Μόλις εξαφανίστηκαν από τον ουρανό και οι τελευταίες σφήκες όλο το μελίσσι βγήκε από την κουφάλα της γέρικης βελανιδιάς χειροκροτώντας! Αμέσως δυο εργάτριες έτρεξαν κι έφτιαξαν δυο στεφάνια με χαμομήλια, παπαρούνες και χίλια δυο άλλα μυρωδάτα αγριολούλουδα και τους τα φόρεσαν στα κεφάλια τους!
–Ευχαριστούμε καλή μας πριγκίπισσα Μπέλλα! Ευχαριστούμε καλέ μας φίλε Μίκη! Φώναζαν όλοι μαζί, ενώ βροχή από ροζ πέταλα άγριου τριαντάφυλλου έπεφτε καθώς του πλησίασαν η Κική και η βασίλισσα.
–Μαμούλα μου! Κική! Νόμιζα πως δεν θα σας ξανάβλεπα ποτέ! Είπε η Μπέλλα και χάθηκε μέσα στις αγκαλιές τους!
–Μπέλλα! Από δω και στο εξής θα είσαι η ηρωίδα μου, είπε η Κική.
–Αγάπη μου! Τώρα είσαι μια πραγματική πριγκίπισσα, της είπε η βασίλισσα και την έσφιξε στην αγκαλιά της!
– Αυτό ήταν! Τέρμα οι τεμπελιές! Έχω υποσχεθεί στον καλό μας φίλο Μίκη πως από δω και πέρα θα είμαι πιο εργατική κι από την Κική! Είπε η Μπέλλα κι έδωσε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο του Μίκη.
– Εγώ πρέπει να πηγαίνω, με περιμένει η φίλη μου η Μάχη η αράχνη να πλέξουμε πουλόβερ για τον χειμώνα, ότι με χρειαστείτε στη διάθεσή σας φίλοι μου! Είπε ο Μίκης πετώντας ψηλά.
Από την επόμενη μέρα τίποτα δεν θύμιζε την περιπέτεια που πέρασε το μελίσσι Οι μέλισσες έτρεχαν πέρα δώθε όλη μέρα να μαζέψουν γύρη από τα πολύχρωμα λουλούδια να την κάνουν μελάκι λαχταριστό!
Αλλά για μια στιγμή… ποιά είναι αυτή η ζωηρή κι εργατική μελισσούλα που πότε τρέχει από λουλούδι σε λουλούδι ζουζουνίζοντας με χαρά και πότε βοηθάει τη βασίλισσα με τα μωρά μελισσάκια και πότε φτιάχνει πρωινό με μέλι στις εργάτριες; Μα ποια άλλη φυσικά: Η Μπέλλα!!! Που κάποτε ήταν τεμπέλα, αλλά τώρα είναι μες στην τρέλα!
Από μακριά ο Μίκης το τζιτζίκι με τη Μάχη την αράχνη πλέκοντας πουλόβερ την καμάρωναν γελαστοί… …και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!!!…
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Καλησπέρα σε όλες τις Μαμάδες! Φτιάξαμε με τον σύζυγο μου, μερικές καταπληκτικές συλλογές με Κλασσικά Παραμύθια και Μύθους του Αισώπου. Είναι ΔΩΡΕΑΝ εφαρμογές για android, με πλούσια εικονογράφηση και αφήγηση. Πόσες φορές δεν σας ζήτησε το παιδί σας να του διαβάσετε το ίδιο παραμύθι ξανά και ξανά ; Με αυτή την εφαρμογή, το παιδί σας έχει την δυνατότητα να βλέπει τις όμορφες εικόνες και να ακούει την κάθε ιστορία όσες φορές θέλει! Μπορείτε να διαβάζετε τα παραμύθια στα αγγελούδια σας. χωρίς να κουβαλάτε όλα τα βιβλία μαζί σας! Είναι ιδανικό για tablet και κινητά android. FB page : https://www.facebook.com/E-granny-527041264115931/ Site : http://www.e-granny.net/ Καλή Διασκέδαση!