γράφει η Τίνα Κωνσταντάτου
Είσαι χοτ. Τόσο χοτ δηλαδή που περισσότερο καίγεσαι.
Κι αυτός είναι χοτ. Τόσο χοτ δηλαδή που περισσότερο καίγεται.
ΑΑΑΑΑχ!
Δεν βλέπετε την ώρα να φύγετε από την παραλία, όπου τρέχετε ο ένας προς τον άλλο σε αργή κίνηση, με τον ήλιο στον ορίζοντα να βουτά πορτοκαλοκόκκινος στη θάλασσα και στο ράδιο να ακούγεται το τραγούδι «Ένα πρωινό η Παναγιά μου θα ‘ρθει να με βρει στην ακρογιαλιά».
Μέχρι να φτάσετε στο σπίτι, δεν υπάρχει δέντρο και κολώνα που να μην σταθείτε για να ανταλλάξετε καυτά φιλιά. Δεν υπάρχει λακούβα που να μην πέσετε μέσα.
Με το που μπαίνετε στο ασανσέρ το παιχνίδι χοντραίνει.
Τα ρούχα αποδεικνύονται μια άχρηστη και αντιδραστική εφεύρεση που το μόνο που καταφέρνει είναι να μπαίνει ανάμεσα στο ζευγάρι –κάτι σαν κάποιες πεθερές, ονόματα δεν λέμε, οικογένειες δεν θίγουμε.
Η διαδρομή του ασανσέρ μέχρι τον όροφό σας μοιάζει με την επιστροφή του Οδυσσέα στην Ιθάκη, με τη διαφορά πως η Καλυψώ, η Πηνελόπη, η Κίρκη, η Αθηνά, η Ναυσικά κλπ είστε εσείς.
Κι αυτός, ο Οδυσσέας, είναι κι οι μνηστήρες ούλοι κι ο Τηλέμαχος, ο Νέστορας, ο Ποσειδώνας –εντάξει, είπαμε, όχι κι ο Πολύφημος…
Φτάνετε λοιπόν στον όροφό σας και η τελευταία πράξη παίζεται μπροστά στην κλειδαριά, την οποία όταν βιάζεσαι να την ανοίξεις πάντα κάτι συμβαίνει και μπλοκάρει, σπάει το κλειδί κλπ ή έστω δεν μπαίνει με τίποτα στην τρύπα, σας ακούει όλη η πολυκατοικία μα σκέφτεται «α, εντάξει, δεν τρέχει τίποτα –επέστρεψαν οι νιόπαντροι».
Άντε κι άνοιξε η πόρτα… ανοίξαμε και σας περιμένουμε και το μόνο χρήσιμο πράγμα γύρω σας είναι το Κρεβάτι –σπουδαία ανακάλυψη!
Σε κοιτά με λαγνεία, τον κοιτάς με πόθο και σε χρόνο ρεκόρ τα πατώματα γεμίζουν από ρούχα, εσώρουχα κι αξεσουάρ (τσάντες, μπανάνες, ζώνες, καδένες, ρολόγια, κινητά, τάμπλετ, ακουστικά, κλειδιά, χοντρά δαχτυλίδια κλπ –τι κουβαλάμε απάνω μας, βρε παιδιά).
Σύντομα αρχίζουν να τρίζουν (τα πατώματα) και όλη η πολυκατοικία ζηλεύει, εκτός από τον πανταχού παρόντα γρουσούζη που φθονεί, με αποτέλεσμα αραιά και πού (κοντά στα ξημερώματα και λίγο πριν να φέξει) να κολλά στον καθρέφτη του ασανσέρ ένα ιδιόχειρο σημείωμα του στυλ «παρακαλούνται τα ζώα του 4ου να μην θυμούνται τόσο συχνά την καταγωγή τους» ή «κι εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάναμε έτσι, για εσάς του 4ου το λέω»
Είσαι χοτ. Τόσο χοτ δηλαδή που περισσότερο καίγεσαι (αυτή η μαστίτιδα δεν λέει να περάσει).
Κι αυτός είναι χοτ. Τόσο χοτ δηλαδή που περισσότερο καίγεται (αυτή η μαστίτιδα δεν λέεει να περάσει).
ΑΑΑΑΑΑχ!
Δεν βλέπετε την ώρα να φύγετε από την παραλία, όπου ο ήλιος βουτά πορτοκαλοκόκκινος στον ορίζοντα, στο ράδιο παίζει «ένα πρωινό η πεθερά μου (ωχ συγγνώμη, η παναγιά μου) θα ‘ρθει να με βρει στην ακρογιαλιά» και σεις περπατάτε αργά αργά, πιασμένοι χεράκι χεράκι.
Με το άλλο χέρι εσείς μιλάτε συνέχεια στο κινητό ρωτώντας: «Ξύπνησε;»
Εκείνος, με το άλλο χέρι καθαρίζει αφηρημένα ένα ξεραμένο λεκέ από εμετό στο παντελόνι του και σας ρωτά με νοήματα «Ξύπνησε;».
Μέχρι να φτάσετε στο σπίτι, δεν υπάρχει δέντρο και κολώνα που να μην σταθείτε για να ξαποστάσετε, δεν υπάρχει λακούβα που να μην πέσετε μέσα, δεν υπάρχει ρούχο πάνω σας χωρίς «παράσημα» (μεγάλη εφεύρεση το Πλυντήριο!) – για τρεις μήνες άυπνοι, και πάλι καλά!
Η διαδρομή του ασανσέρ μέχρι τον όροφό σας για κείνον μοιάζει με την επιστροφή του Νίκου Ξανθόπουλου στα πάτρια εδάφη στην «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου», ενώ για σας με το «Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα», της Μάρθας Βούρτση.
Διαβάζετε με απάθεια το κολλημένο στον καθρέφτη σημείωμα του γρουσούζη «τα ασανσέρ δεν είναι για καροτσάκια» και μάλλον χαμογελάσατε στο γείτονα που σας καλησπέρισε θερμά, αλλά δεν είστε σίγουροι (αν χαμογελάσατε).
Φτάνετε λοιπόν στον όροφό σας και η τελευταία πράξη παίζεται μπροστά στην κλειδαριά, όπου μόλις εκείνος βγάλει με προσοχή από την τσέπη τα κλειδιά του και σκύβει να σου δώσει ένα φιλί, ανοίγει ξαφνικά η πόρτα.
Είναι η μαμά (η δική σου ή εκείνου, δεν έχει σημασία) που αφού βγάλει ένα μακρόσυρτο «σσσσσς», σας υποδέχεται ρωτώντας «ήρθατε;»
Δεν έχετε καμία διάθεση να της απαντήσετε «όχι» (ώστε να στήσετε καυγά περί του ποια θυσία ποια θυσία έχει κάνει αυτή για σένα), γιατί το μόνο πράγμα γύρω σας είναι ένα μικρό κρεβατάκι σ’ ένα χρωματιστό δωμάτιο, λίγο πιο κει.
Κοιταζόσαστε συνωμοτικά, βγάζετε παπούτσια και άπαντα τα πιθανόν κουδουνίζοντα αντικείμενα και, περπατώντας στις μύτες των ποδιών, μπαίνετε στο χρωματιστό δωμάτιο και πλησιάζετε τα κάγκελα του μικρού κρεβατιού.
Το μικρό πλασματάκι που βρίσκεται εκεί μέσα μάλλον σας μυρίζει και ξυπνά. Σας κοιτά προσεκτικά και μόλις σας σκάσει το πρώτο του χαμόγελο κουνώντας χεράκια και ποδαράκια, όλα τα άλλα είναι απλώς ιστορία.
Αλλά, αλλά (αλλά!) μια ιστορία που σέβεται τον εαυτό της πάντα συνεχίζεται με νέα επεισόδια.
Επίσης δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι ένα από τα καλά αυτής της υπέροχης εφεύρεσης που προαναφέραμε (το κρεβάτι) είναι πως βρίσκεται πάντα εκεί και περιμένει και σήμερα και αύριο και παραμεθαύριο να δοξαστεί, με διάφορους τρόπους και σε πολλές στάσεις.
Μια από αυτές είναι η παρακάτω:
ο άντρας σου, η κόρη σας, ο γιος σας και η μισή εσύ -η άλλη μισή αιωρείσαι στο κενό.
Ή ο δεξιός αγκώνας του τσαχπίνη μικρού χωμένος στην σπονδυλική στήλη του πατέρα του και οι πατούσες της χαριτωμένης κόρης στο στόμα σου κλπ κλπ κλπ –η φαντασία στην Εξουσία, δε λένε;
Το μόνο σίγουρο είναι πως οι γείτονες μεν θα πάψουν για λίγο καιρό να ζηλεύουν συχνά, ο γυναικολόγος σας μεν όσα χοντρά πήρε από σας, πήρε, αλλά αλλά (αλλά!) εσείς δεν ξεχνάτε ποτέ πως πίσω έχει η αχλάδα την ουρά!…
Χοτ δεν γεννιέσαι, γίνεσαι! 😉
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
νταξ! σαν να ημουν εκει μπροστα................... ουπς ή μηπως ημουν;;;;;;;;;
Άκρως περιγραφικό!Μπράβο!
Με συγκίνησες πρωί πρωί που σε διάβασα! Καλημέρα!
Τελειο το κειμενο σου.
ΣΟΥΠΕΡ!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Πες τα και ξαναπες τα!!!!!! Ομορφο κείμενο!
Υπέροχο!!!!!!!!!!!!!
Πολύ ωραίο κείμενο!!! :-)
Κάτι μου θυμίζει..κάτι μου θυμίζει,,,,
Απλα τελειο!!!!! Θα ηθελα σιγουρα να διαβασω και αλλα επεισοδια της καθημερινοτητας μου γραμμενα με χιουμορ.
Παρα πολυ ωραιο κειμενο