Ο Adam Grant, καθηγητής μάνατζμεντ και ψυχολογίας στο Wharton School του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια και συγγραφέας του βιβλίου “Give and Take: Why Helping Others Drives Our Success” αναπτύσσει σε βάθος στο άρθρο του στους New York Times το πώς οι γονείς μπορούν να μεγαλώσουν ηθικά παιδιά. Πρέπει να επαινείτε το χαρακτήρα και όχι τις πράξεις των παιδιών σας όταν αυτά φέρονται καλά και να εκφράζετε ήρεμα την απογοήτευσή σας στην κακή συμπεριφορά. Και το πιο σημαντικό μάθημα απ’ όλα για τα παιδιά σας; Οι πράξεις σας. Ό,τι και να λέτε, το πρότυπο είναι τα όσα κάνετε.
[divider]
Τι πρέπει να κάνει κανείς για να θεωρηθεί καλός γονιός; Γνωρίζουμε ορισμένες συμβουλές σχετικά με το πώς να μάθουμε στα παιδιά να θέτουν και να πετυχαίνουν υψηλούς στόχους. Η έρευνα έχει δείξει πως όταν οι γονείς επαινούν την προσπάθεια παρά την ικανότητα, τα παιδιά αναπτύσσουν μία ισχυρότερη ηθική στάση απέναντι στην εργασία και παρακινούνται περισσότερο.
Παρόλο που ορισμένοι γονείς τρέφονται από τα κατορθώματα των παιδιών τους για να ζήσουν, η επιτυχία των παιδιών τους δεν αποτελεί την πρώτη προτεραιότητα των γονιών. Ενδιαφερόμαστε περισσότερο τα παιδιά μας να γίνουν ευγενικοί, συμπονετικοί άνθρωποι που βοηθούν τους άλλους. Οι έρευνες έχουν αποκαλύψει πως στην Αμερική, γονείς ευρωπαϊκής, ασιατικής, ισπανόφωνης και αφρικανικής καταγωγής δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στη συμπόνια παρά στα κατορθώματα. Αυτό το μοτίβο ισχύει και ανά τον κόσμο: Όταν ζητήθηκε από άτομα σε 50 χώρες του κόσμου να αναφέρουν τις αρχές με τις οποίες πορεύονται, η αξία που υπερίσχυσε δεν ήταν η επιτυχία, αλλά η συμπόνια.
Παρά τη σπουδαιότητα που δίνουμε σε αυτό στη ζωή μας, δεν είναι εύκολο να διδάξεις στα παιδιά να νοιάζονται για τους άλλους. Μία έρευνα από το Ισραήλ στην οποία συμμετείχαν 600 οικογένειες έδειξε πως οι γονείς οι οποίοι εκτιμούσαν την καλοσύνη και τη συμπόνια συχνά δεν κατάφερναν να μεγαλώσουν παιδιά που θα ενστερνίζονταν τις ίδιες αξίες.
Είναι άραγε κάποια παιδιά καλά από τη φύση τους; Ή μήπως όχι; Την τελευταία δεκαετία μελετώ την εντυπωσιακή επιτυχία που έχουν οι άνθρωποι που συχνά βοηθούν άλλους άνευ όρων. Ως πατέρας δύο κοριτσιών και ενός αγοριού, είμαι όλο και πιο περίεργος να καταλάβω πώς ανέπτυξαν αυτοί αυτή την τάση της προσφοράς.
Έρευνες σε δίδυμα αναφέρουν πως ένα 25%-50% της τάσης μας να προσφέρουμε και να νοιαζόμαστε κληρονομείται. Αυτό σημαίνει πως υπάρχει χώρος να επηρεαστεί το αποτέλεσμα από τον τρόπο που μεγαλώνουμε και τα στοιχεία για το πώς τελικά τα παιδιά μεγαλώνοντας αποκτούν καλοσύνη και συμπόνια φαίνεται να αντικρούουν το πώς αντιδρούν ακόμη και οι πιο καλοπροαίρετοι γονείς επαινώντας την καλή συμπεριφορά, αντιμετωπίζοντας την κακή συμπεριφορά και επικοινωνώντας τις αξίες τους.
Στην ηλικία των 2 ετών, τα παιδιά γνωρίζουν ορισμένα ηθικά συναισθήματα – συναισθήματα που προκαλούνται από τις έννοιες του σωστού και του λάθους. Για να ενισχυθεί ο ρόλος της συμπόνιας ως σωστή συμπεριφορά, οι έρευνες αναφέρουν πως ο έπαινος έχει μεγαλύτερο αποτέλεσμα από την επιβράβευση. Η επιβράβευση μπορεί να κάνει τα παιδιά να είναι ευγενικά μόνο όταν τους προσφέρεται κάτι, ενώ ο έπαινος μεταφέρει το μήνυμα πως το να μοιράζονται πράγματα με τους άλλους είναι στην ουσία του κάτι που αξίζει από μόνο του. Με ποιο τρόπο όμως μπορούμε να επαινέσουμε τα παιδιά μας όταν δείχνουν τα πρώτα σημάδια της γενναιοδωρίας;
Πολλοί γονείς θεωρούν πως είναι σημαντικό να επαινούν τη συμπεριφορά και όχι το παιδί – με αυτό τον τρόπο, το παιδί μαθαίνει να επαναλαμβάνει τη συμπεριφορά αυτή. Πράγματι, γνωρίζω ένα ζευγάρι που προσέχει πώς μιλάει στο παιδί τους, λέγοντας «Αυτή ήταν μία πολύ καλή πράξη» αντί «Είσαι ένα πολύ καλό παιδί».
Είναι όμως αυτή η σωστή προσέγγιση; Μέσω ενός πειράματος για τη μελέτη της ευφυΐας, οι ερευνήτριες Joan E. Grusec και Erica Redler επιχείρησαν να εξετάσουν τι συμβαίνει όταν επαινούμε τη γενναιόδωρη συμπεριφορά και όχι το γενναιόδωρο του χαρακτήρα. Αφού μία ομάδα 7χρονων και 8χρονων κέρδισαν βώλους και δώρισαν ορισμένους σε φτωχά παιδιά, η ερευνήτρια τους είπε «Πωπω, μοιραστήκατε αρκετούς βώλους με τα άλλα παιδιά».
Οι ερευνήτριες επαίνεσαν τυχαία παιδιά με διαφορετικό τρόπο. Σε κάποια, επαίνεσαν την πράξη τους: «Ήταν πολύ καλό το ότι έδωσες μερικούς από τους βώλους σου στα φτωχά παιδιά. Πράγματι, ήταν μία πολύ καλή και ευγενική πράξη». Σε άλλα παιδιά, επαίνεσαν τον χαρακτήρα που επέδειξαν, πίσω από την πράξη: «Φαντάζομαι είσαι ένα καλό παιδί που αρέσει να βοηθάει τους άλλους όποτε μπορεί. Πράγματι, είσαι ένα πολύ καλό και ευγενικό παιδί».
Ορισμένες εβδομάδες αργότερα, όταν τα παιδιά είχαν πάλι την ευκαιρία να μοιραστούν τους βώλους τους, ήταν πολύ πιο γενναιόδωρα αν είχαν λάβει έπαινο για το χαρακτήρα τους παρά για τις πράξεις τους. Επαινώντας τον χαρακτήρα τους, κατάφεραν να εσωτερικεύσουν το γεγονός αυτό ως κομμάτι της ταυτότητάς τους. Τα παιδιά μάθαιναν για το ποιόν τους παρατηρώντας τις πράξεις τους: Είμαι ένας ευγενικός άνθρωπος. Αυτό συνάδει και με μία νέα έρευνα με επικεφαλής τον ψυχολόγο Christopher J. Bryan, ο οποίος ανακάλυψε πως στην περίπτωση της ηθικής συμπεριφοράς, βοηθά να χρησιμοποιούμε στο λόγο μας ουσιαστικά και όχι ρήματα. Για να καταφέρει να κάνει παιδιά 3 έως 6 ετών να τον βοηθήσουν, αντί να τους ζητήσει «να βοηθήσουν», ήταν 22-29% πιο αποτελεσματικό να τους παροτρύνει να γίνουν «ο βοηθός του». Οι περιπτώσεις όπου τα παιδιά «έκλεβαν» στο πείραμα περιορίστηκαν στο μισό όταν οι συμμετέχοντες άκουγαν «Σε παρακαλώ, μην είσαι κλέφτης» παρά «Παρακαλώ, μην κλέβετε». Όταν οι πράξεις μας αντανακλούν τον χαρακτήρα μας, κλίνουμε περισσότερο σε πιο ηθικές και γενναιόδωρες επιλογές. Με τον καιρό, αυτό γίνεται κομμάτι του εαυτού μας.
Ο έπαινος φαίνεται να ασκεί σημαντικότερη επιρροή σε κρίσιμες περιόδους όπου τα παιδιά αναπτύσσουν πιο ισχυρά την αίσθηση της ταυτότητας. Όταν οι ερευνητές Joan E. Grusec και Erica Redler επαίνεσαν τον χαρακτήρα παιδιών ηλικίας 5 ετών, τα όποια θετικά αποτελέσματα παρουσιάστηκαν δεν έδειξαν να διαρκούν για πολύ: Ίσως να ήταν πολύ μικρά σε ηλικία για να εσωτερικεύσουν τις ηθικές αξίες ως κομμάτι μίας σταθερής αυτοαντίληψης. Όταν τα παιδιά έγιναν 10 ετών, η διαφορά σε περιπτώσεις όπου επαινούνταν ο χαρακτήρας ή οι πράξεις εξαφανίστηκε: Και τα δύο είχαν αποτέλεσμα. Το να συνδέει κανείς τη γενναιοδωρία με το χαρακτήρα φαίνεται να έχει μεγαλύτερη σημασία γύρω στην ηλικία των 8 ετών, όπου τα παιδιά αρχίζουν να αποκρυσταλλώνουν την ταυτότητά τους.
Βοηθά κατά μέρος να επαινούμε την καλή συμπεριφορά, αλλά το πώς απαντούμε στην κακή συμπεριφορά φέρει επίσης συνέπειες. Όταν τα παιδιά κάνουν κάτι κακό, συνήθως αισθάνονται ντροπή ή ενοχές. Παρά την πεποίθηση πως αυτά τα συναισθήματα είναι αλληλένδετα, έρευνα με επικεφαλής την ψυχολόγο June Price Tangney αποκαλύπτει πως έχουν διαφορετικές αιτίες και συνέπειες.
Η ντροπή είναι το συναίσθημα που αισθανόμαστε όταν νιώθουμε κακοί άνθρωποι, οι ενοχές είναι το συναίσθημα όταν νιώθουμε πως έχουμε κάνει κάτι κακό. Η ντροπή κατακρίνει τον χαρακτήρα, κάτι που είναι τρομερό: Η ντροπή κάνει τα παιδιά να αισθάνονται μικρά και ανάξια, κι έτσι αυτά αντιδρούν ξεσπώντας στον στόχο τους από εκνευρισμό ή προσπαθούν να αποδράσουν εντελώς από την κατάσταση. Αντιθέτως, οι ενοχές κατακρίνουν μία πράξη, κάτι που διορθώνεται με την καλή συμπεριφορά. Όταν τα παιδιά αισθάνονται ενοχές, αισθάνονται συνήθως τύψεις και στενοχώρια, συμπάσχουν με το άτομο που έβλαψαν και προσπαθούν να το διορθώσουν.
Σε μία έρευνα με επικεφαλής την ψυχολόγο Karen Caplovitz Barrett, οι γονείς έκριναν την τάση των νηπίων τους στο συναίσθημα της ντροπής και των ενοχών. Έδωσαν στα νήπια μία κούκλα, της οποίας το πόδι έπεφτε ενώ έπαιζαν μαζί της. Τα νήπια που αισθάνθηκαν ντροπή απέφυγαν την ερευνήτρια και δεν αποκάλυψαν πως εκείνα χάλασαν την κούκλα. Τα νήπια που αισθάνθηκαν ενοχές προσπαθούσαν να φτιάξουν την κούκλα και προσέγγισαν την ερευνήτρια, εξηγώντας τι είχε συμβεί. Τα νήπια που ντρέπονταν απέφευγαν την κατάσταση, ενώ αυτά που ένιωθαν ενοχές προσπάθησαν να τη διορθώσουν.
Αν θέλουμε τα παιδιά μας να νοιάζονται για τους άλλους, θα πρέπει να τους διδάξουμε να αισθάνονται ενοχές και όχι ντροπή όταν δεν φέρονται σωστά. Σε μία επισκόπηση της έρευνας στα συναισθήματα και την ανάπτυξη του ήθους, η ψυχολόγος Nancy Eisenberg σημειώνει πως η ντροπή εμφανίζεται όταν οι γονείς εκφράζουν θυμό, δεν εκφράζουν την αγάπη τους ή όταν χρησιμοποιούν απειλές ή τιμωρία, επιβεβαιώνοντας τη δύναμή τους. Τα παιδιά αρχίζουν να πιστεύουν πως είναι κακοί άνθρωποι. Από το φόβο τους μήπως συμβεί κάτι τέτοιο, ορισμένοι γονείς δεν εξασκούν καθόλου την πειθαρχία, κάτι που μπορεί να εμποδίσει την ανάπτυξη ισχυρών ηθικών προτύπων.
Η πιο αποτελεσματική αντίδραση στην κακή συμπεριφορά είναι το να εκφράσετε την απογοήτευσή σας. Σύμφωνα με ανεξάρτητες μελέτες των καθηγητών Eisenberg και David R. Schaffer, οι γονείς μεγαλώνουν παιδιά που νοιάζονται για τους άλλους όταν εκφράζουν την απογοήτευσή τους και εξηγούν γιατί αυτή η συμπεριφορά αυτή ήταν κακή, πώς επηρέασε τους άλλους και τι θα μπορούσαν να κάνουν για να διορθώσουν την κατάσταση. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στα παιδιά να αναπτύξουν πρότυπα με βάση τα οποία κρίνουν τις πράξεις τους και αισθάνονται συμπόνια και ευθύνη απέναντι στους άλλους, καθώς και μία αίσθηση ηθικής ταυτότητας, στοιχεία που οδηγούν στο να γίνει κανείς ένας ευγενικός άνθρωπος. Είναι ωραίο να εκφράζετε την απογοήτευσή σας γιατί αυτό μεταφέρει το μήνυμα της πως η κακή συμπεριφορά δεν είναι αποδεκτή, αλλά και πως υπάρχουν υψηλότερες προσδοκίες και η πιθανότητα βελτίωσης: «Είσαι καλός άνθρωπος, ακόμη και αν έκανες κάτι κακό, εγώ ξέρω πως μπορείς να φερθείς πολύ καλύτερα».
Όση ισχύ και να έχει η κριτική της κακής συμπεριφοράς και ο έπαινος του καλού χαρακτήρα, το να μεγαλώνει κανείς ένα γενναιόδωρο παιδί σημαίνει πως δεν επαναπαύεται στο να περιμένει να αντιδράσει στις πράξεις του παιδιού του. Ως γονείς, πρέπει να δρούμε προορατικά και να επικοινωνούμε τις αξίες μας στα παιδιά μας. Πολλοί όμως το χειρίζονται λανθασμένα.
Σε ένα κλασικό πείραμα, ο ψυχολόγος J. Philippe Rushton μοίρασε σε 140 μαθητές δημοτικού και γυμνασίου μάρκες, επειδή είχαν κερδίσει ένα παιχνίδι, τις οποίες θα μπορούσαν να κρατήσουν ή να δωρίσουν σε ένα φτωχό παιδί. Στην αρχή παρακολούθησαν έναν δάσκαλο να προσποιείται πως παίζει το παιχνίδι είτε εγωιστικά είτε γενναιόδωρα και στη συνέχεια να τους κηρύττει την αξία του να κερδίζεις, να χαρίζεις ή και καμία από τις δύο. Η επιρροή του ενήλικα ήταν σημαντική: Οι πράξεις μετρούσαν περισσότερο από τα λόγια. Όταν ο ενήλικος δρούσε εγωιστικά, τα παιδιά ακολουθούσαν το παράδειγμά του. Οι λέξεις δεν έκαναν τη διαφορά – τα παιδιά έδιναν λιγότερες μάρκες έχοντας δει τον ενήλικα να δρα εγωιστικά, είτε τους είχε μιλήσει υπέρ του εγωισμού είτε υπέρ της γενναιοδωρίας. Όταν ο ενήλικας ενήργησε γενναιόδωρα, οι μαθητές έδωσαν τις ίδιες μάρκες είτε είχαν ακούσει τον ενήλικα να υπερασπίζεται τη γενναιοδωρία είτε όχι – δώρισαν 85% περισσότερες μάρκες απ’ ό,τι συνήθως και στις δύο αυτές περιπτώσεις. Όταν ο ενήλικας υπερασπίστηκε τον εγωισμό, έχοντας πριν δράσει γενναιόδωρα, οι μαθητές και πάλι δώρισαν 49% περισσότερες μάρκες απ’ ότι συνήθως. Τα παιδιά μαθαίνουν τη γενναιοδωρία μέσα από τις πράξεις των ανθρώπων που έχουν ως πρότυπα, όχι μέσα από τα λόγια τους.
Για να εξετάσουν αν η επίδραση του προτύπου αυτού είχε διάρκεια στο χρόνο, οι ερευνητές μελέτησαν τα παιδιά στο ίδιο παιχνίδι και πάλι δύο μήνες αργότερα. Τι θα επηρέαζε το αν τα παιδιά θα δώριζαν τις μάρκες τους; Θα ήταν το πρότυπο της πράξης ή τα λόγια; Και θα θυμούνταν τι είχε συμβεί δύο μήνες νωρίτερα;
Τα παιδιά που είχαν φερθεί με περισσότερη γενναιοδωρία ήταν εκείνα που παρακολούθησαν τον δάσκαλο να είναι γενναιόδωρος χωρίς να λέει κάτι. Δύο μήνες αργότερα, τα παιδιά αυτά ήταν 31% πιο γενναιόδωρα από εκείνα που παρακολούθησαν την ίδια συμπεριφορά αλλά άκουσαν το δάσκαλο να επικροτεί τη γενναιοδωρία. Το μήνυμα της έρευνας είναι ξεκάθαρο: Πρέπει να γίνετε πρότυπο γενναιοδωρίας. Δεν αρκούν τα λόγια, καθώς αυτά δεν βοηθούν βραχυπρόθεσμα, ενώ μακροπρόθεσμα, τα λόγια είναι λιγότερο αποτελεσματικά από το να δίνετε και να μη λέτε τίποτα.
Ο κόσμος συχνά θεωρεί πως οι πράξεις πηγάζουν από τον χαρακτήρα, αλλά όταν μιλούμε για τη μετάδοση των ηθικών αξιών στα παιδιά, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι πράξεις επίσης έχουν τη δύναμη να μορφώσουν το χαρακτήρα. Όπως συνηθίζει να ρωτά ο ψυχολόγος Karl Weick «Πώς μπορώ να ξέρω ποιος είμαι μέχρι να δω τι μπορώ να κάνω; Πώς μπορώ να ξέρω τι εκτιμώ μέχρι να δω πού οδεύω;»
Ο Adam Grant ,στο άρθρο του αυτό στην πραγματικότητα μας λέει πως θα μάθουμε στα παιδιά μας μια "προτεσταντικού" τύπου ηθική. Να κάνουν το καλό για τον έπαινο των γονέων, της κοινωνίας, τον εσωτερικό έπαινο (είμαι καλός άνθρωπος) ίσως τον έπαινο του Θεού (να πάω στον παράδεισο. Σε αυτόν τον τόπο υπάρχει μια άλλη παράδοση. Για μας δεν υπάρχουν ηθικές και καλές πράξεις αλλά ανιδιοτελή αγάπη, δεν υπάρχει ηθική αλλά ασκητική. Στην παράδοση μας δεν υπάρχει ηθικός και ανήθικος άνθρωπος αλλά στάδια τελειότητος. Αγαπώ γιατί έτσι μόνο έτσι ζω. Ο άλλος είναι εγώ. Όλοι μαζί είμαστε ένα σώμα, ο άλλος είμαι το πόδι, το μάτι, το χέρι. Και όπως δεν σιχαίνομαι ποτέ , ούτε μισώ το χέρι μου όσο βρόμικο κι αν είναι έτσι αγαπώ , φροντίζω το κάθε άνθρωπο όσο κακός κι αν είναι. Στην παράδοση μας δεν συμπονώ μόνο όποιον έχει ανάγκη , αλλά φτάνω να αγαπώ και τον εχθρό μου. Δεν είμαι απλός ευγενικός , αλλά συχωρώ και τον αναιδή. Αυτό παιδαγωγικά μεταφράζεται. - Αυτός που θα πιστέψει ότι είναι καλός , σύντομα θα πάψει να είναι και καλός. Γιατί πιστεύει ότι έφτασε στο τέλος του δρόμου, το παίρνει πάνω του, περιφρονεί τους "κακούς" ,ζητάει ανταπόδοση για τις καλές του πράξεις, αισθάνεται θύμα όταν δεν λαμβάνει ευγνωμοσύνη, γίνεται μίζερος και αλαζόνας. -Στην παράδοση μας η πράξη δεν καθορίζει την προσωπικότητα του ανθρώπου. Άλλο το έκλεψα, κι άλλο το είμαι κλέφτης. Τα παιδιά μας πρέπει να μάθουν να διαχωρίζουν τους ανθρώπους από τις πράξεις τους. Μπορεί να διαφωνώ με την πράξη , αλλά κάθε προσωπικότητα είναι σεβαστή και αγαπητή ακόμα και του χειρότερου εγκληματία. Ποτέ δεν θα χαρακτήριζα ένα παιδί κλέφτη. -Κανένας δεν μπορεί να μάθει να αγαπά μόνος του και χωρίς να αλλάξει πρώτα τον ευατό του. -Συμφωνώ πάντως ότι τα παιδιά μας δεν μαθαίνουν από αυτά που λέμε αλλά από αυτό που είμαστε.