Από τις πιο συχνές αιτίες παραπομπής παιδιών σε ειδικούς ψυχικής υγείας, αποτελούν τα προβλήματα συμπεριφοράς. Αυτά εκδηλώνονται σε διαφορετικές ηλικίες και φάσεις ζωής του παιδιού και συνήθως είναι οι εκπαιδευτικοί εκείνοι που πρώτοι επισημαίνουν το πρόβλημα και προτρέπουν τους γονείς να λάβουν τη συμβουλή ενός ψυχολόγου, για να μπορέσουν να βοηθήσουν το παιδί τους. Στα διάφορα διαγνωστικά κέντρα και στα κέντρα ψυχικής υγείας όπου παραπέμπονται τα παιδιά αυτά, συχνά ακούμε τη διάγνωση της Διαταραχής Διαγωγής.
Η Διαταραχή Διαγωγής χαρακτηρίζεται από ένα επίμονο πρότυπο συμπεριφοράς σύμφωνα με το οποίο παραβιάζονται κοινωνικοί τύποι και κανόνες. Αυτό εκδηλώνεται κυρίως με επιθετικότητα σε ανθρώπους και ζώα και με άλλες παραβιάσεις όπως κλοπή ή καταστροφή ξένης περιουσίας. Πιο συγκεκριμένα, τα παιδιά με τη διαταραχή αυτή, μπορεί να εκφοβίζουν, να απειλούν, να κάνουν οπλοχρησία με οποιοδήποτε αντικείμενο θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν για το σκοπό αυτό, να προβαίνουν σε διαρρήξεις, κλοπές μικροαντικειμένων, ληστείες, σε βανδαλισμούς στο σχολείο, σε αυτοκίνητα ή άλλους δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους. Επιπλέον, τα παιδιά αυτά φαίνεται να είναι ανυπάκουα και να παραβιάζουν τους οικογενειακούς κανόνες, με πιο προσφιλή πράξη, αυτή της παραμονής πολλές ώρες, ακόμα και ολόκληρης νύχτας εκτός σπιτιού χωρίς τη γονική άδεια. Ταυτόχρονα συχνές είναι και οι απουσίες από το σχολείο. Αποφυγή υποχρεώσεων, συχνά ψεύδη και εξαπάτηση για την εξασφάλιση αγαθών ή εύνοιας είναι επίσης τυπικές συμπεριφορές των παιδιών με Διαταραχή Διαγωγής.
Η Διαταραχή Διαγωγής εμφανίζεται κυρίως μετά τα 10 χρόνια της ζωής του παιδιού, μπορεί όμως κάποια χαρακτηριστικά της να εμφανιστούν και νωρίτερα κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας και να συνεχιστούν και μετά την ενηλικίωση με σοβαρές παραβιάσεις του νόμου.
Ως προς τα αίτια της διαταραχής, οι ερευνητές καταλήγουν ότι βιολογικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν με οικογενειακούς και κοινωνικούς για την εμφάνιση των συμπτωμάτων, χωρίς όμως να μπορούν να προσδιορίσουν ή να συγκλίνουν στον ακριβή ρόλο των βιολογικών παραγόντων.
Φαίνεται επομένως, ότι την κυριότερη ευθύνη διατηρεί το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και αναπτύσσεται το παιδί και συγκεκριμένα το είδος της επικοινωνίας, της αλληλεπίδρασης και των σχέσεων με τους γονείς. Παιδιά τα οποία μεγαλώνουν σε ένα απορριπτικό και βίαιο περιβάλλον, όπου υπάρχει έντονη παραμέληση των συναισθηματικών αλλά και σωματικών αναγκών τους, φαίνεται να έχουν περισσότερες πιθανότητες για την εμφάνιση επιθετικής και παραβιαστικής συμπεριφοράς. Επιπλέον, οι κακές συζυγικές σχέσεις, η ασυνέπεια και ασυμφωνία στον τρόπο διαπαιδαγώγησης του παιδιού, η απουσία στενών συναισθηματικών δεσμών αλλά και άλλες τραυματικές εμπειρίες μπορεί να οδηγήσουν στην εκδήλωση της διαταραχής. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο το παιδί εκδηλώνει την αντίδραση του σε όσα συμβαίνουν, ανακουφίζει το άγχος του και διατηρεί μια σταθερότητα, όταν όλα τα υπόλοιπα γύρω του χαρακτηρίζονται από αστάθεια.
Για την αντιμετώπιση της Διαταραχής Διαγωγής απαιτείται άμεση παρέμβαση ειδικού, ιδιαίτερα στα πρώιμα στάδια εμφάνισης της. Η παρέμβαση αυτή περιλαμβάνει ατομική θεραπεία του παιδιού, μέσω της οποία στοχεύουμε στην εκμάθηση κοινωνικών δεξιοτήτων, στην τροποποίηση των λανθασμένων τρόπων ερμηνείας των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων και στην κατανόηση των συνεπειών των πράξεων. Εκτός όμως από την δουλειά με το ίδιο το παιδί ακόμα πιο αποτελεσματική αποδεικνύεται η οικογενειακή θεραπεία. Θεωρώντας όχι μόνο ότι η βασική πηγή του προβλήματος είναι το οικογενειακό πλαίσιο, αλλά και ότι οι γονείς αποτελούν τα σημαντικότερα πρόσωπα στη ζωή του παιδιού, μέσω της οικογενειακής θεραπείας, στοχεύουμε στην αλλαγή των δυσλειτουργικών τρόπων επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης, στην κατανόηση των αιτιών του προβλήματος και στην ενεργοποίηση όλων των μελών για την επαναφορά της καλής ισορροπίας στην οικογένεια.
Το πιο σημαντικό όμως από όλα είναι η αποφυγή της στοχοποίησης του παιδιού και της αντιμετώπισής του ως “πρόβλημα”. Η συμπεριφορά ενός παιδιού με Διαταραχή Διαγωγής συχνά φέρνει τους ενηλίκους στα όρια τους, με αποτέλεσμα ο θυμός να είναι διάχυτος στη σχέση τους με το παιδί. Εύκολα λοιπόν αποδίδουν σε εκείνο το ρόλο του “κακού”, που συνεχώς ενοχλεί και όλοι προσπαθούν να αποφύγουν. Η αντιμετώπιση αυτή αν και αναμενόμενη και ως ένα σημείο θα λέγαμε λογική, δυσχεραίνει το πρόβλημα καθώς λειτουργώντας ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, οδηγεί στα αντίθετα αποτελέσματα. Το παιδί εύκολα ανταποκρίνεται στο ρόλο του κακού και φροντίζει να εκπληρώσει τις προσδοκίες σε κάθε ευκαιρία. Για το λόγο αυτό, απαιτείται υπομονή και κατανόηση, αλλά κυρίως προσπάθεια να “δούμε” πίσω από τη συμπεριφορά του παιδιού, αυτό που εκείνο προσπαθεί να μας πει.
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο