Ένας γονέας που υιοθετεί τις συμπεριφορές που προτείνει η συγκεκριμένη τάση οδηγείται και ο ίδιος σταδιακά στην απώλεια της αυτοδιάθεσής του. Παύει να λειτουργεί με το ένστικτο, αλλά και με τη λογική. Οι όποιες απόψεις και πρακτικές χρειάζεται να περνούν από το φίλτρο του κάθε γονιού, γιατί μόνο ο ίδιος γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα το παιδί του και γιατί η κάθε σχέση γονέα-παιδιού είναι μοναδική.
Γράφει η Βασιλική Παππά Συμβουλευτική Ψυχολόγος PhD
Ο όρος υπεργονεϊκότητα (over-parenting, helicopter parenting) υποδηλώνει την υπερβολική εμπλοκή των γονιών στην ανατροφή των παιδιών τους, καθώς και την εφαρμογή ακατάλληλων τακτικών ως προς το αναπτυξιακό στάδιο των παιδιών (Segrin και συν., 2014). Η χρησιμοποίηση των τακτικών αυτών από τους γονείς φυσικά αποσκοπεί στο να προστατεύσει τα παιδιά από τυχόν αρνητικά αποτελέσματα και να τα οδηγήσει στην επιτυχία. Οι γονείς αυτοί είναι οι υπερπροστατευτικοί γονείς, οι οποίοι δεν αφήνουν τα παιδιά να κάνουν τις επιλογές τους και να αναλάβουν την ευθύνη αυτών των επιλογών τους.
Ο όρος «γονείς-ελικόπτερα» (helicopter parenting) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Haim Ginott στο βιβλίο του «Between Parent and Teenager». (Ginott, 1965). Οι γονείς αυτοί καθοδηγούν υπερβολικά το παιδί τους, χωρίς να του αναθέτουν πρωτοβουλίες και να του προσφέρουν τη δυνατότητα για αυτενέργεια. Για παράδειγμα, παρέχουν υπερβολικές οδηγίες στο παιδί τους σχετικά με το πώς θα παίξει ή θα εργαστεί για το σχολείο, ή μπορεί να κάνουν πράγματα για το ίδιο, όπως να του βουρτσίζουν τα δόντια, να το ταΐζουν ή να του κάνουν μπάνιο ακόμα και όταν αυτό μπορεί κάλλιστα να τα κάνει αυτά μόνο του.
Ρόλος κάθε γονιού είναι να παρέχει καθοδήγηση στο παιδί του, να εμπλέκεται στη ζωή του και να επιδεικνύει ενδιαφέρον. Το πρόβλημα με τους «γονείς-ελικόπτερα» ή τους υπεργονείς, τους υπερπροστατευτικούς γονείς, είναι ότι αυτό το πράττουν σε υπερβολικό βαθμό.
Από το 1950 και μετά δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στην προσωπικότητα του παιδιού, με αποτέλεσμα η σύγχρονη οικογένεια να χαρακτηρίζεται ως «παιδοκεντρική». Η συμβολή των γονέων στην ανάπτυξη του παιδιού θεωρήθηκε καθοριστική. Επιπλέον, αξίζει να σημειώσουμε ότι ως το 1960 επικρατούσε η αντίληψη ότι η συμπεριφορά του παιδιού είναι αποτέλεσμα της συμπεριφοράς των γονιών. Μετά το 1960 δόθηκε έμφαση αφενός στον αμφίδρομο χαρακτήρα των σχέσεων των μελών της οικογένειας και αφετέρου σε άλλους «περιφερειακούς» παράγοντες, ενδο- ή εξω-προσωπικούς, που επηρεάζουν αυτές τις σχέσεις (συνομήλικοι, άλλοι ενήλικοι, κληρονομικές καταβολές, ΜΜΕ). Η τάση της υπερ-γονεϊκότητας προήλθε από τη μεγέθυνση του λεγόμενου «παιδοκεντρικού» μοντέλου. Από την παιδοκεντρική οικογένεια («ό,τι θέλει το παιδί»), η οποία προέκυψε από τη γονεοκεντρική οικογένεια («ό,τι θέλει ο γονιός»), θα έπρεπε λογικά να περάσουμε σε ένα μοντέλο που να συνταιριάζει τις ανάγκες τόσο των παιδιών όσο και των γονιών, και αυτό είναι το δημοκρατικό μοντέλο (Παππά, 2017). Ωστόσο, αντί να συμβεί αυτό, οδηγούμαστε στην τάση της υπερ-γονεϊκότητας, η οποία χαρακτηρίζεται από λανθασμένες πρακτικές και αντιλήψεις. Η βιομηχανία των ΜΜΕ αντιλήφθηκε ότι οι γονείς αποτελούν μια πληθυσμιακή ομάδα που εύκολα μπορεί να χειραγωγηθεί και, δυστυχώς, πολλοί ειδικοί συναίνεσαν σε αυτό. Ο βιομηχανοκεντρικός πολιτισμός προτείνει ό,τι είναι καλύτερο στα υλικά αγαθά, στα προϊόντα, αλλά και στις υπηρεσίες που οδηγούν στην ανατροφή ενός ιδανικού παιδιού από έναν ιδανικό γονέα, δίχως να καλύπτει ουσιαστικά τις ανάγκες τόσο των παιδιών όσο και των γονιών, αλλά δημιουργώντας συνεχώς νέες (Παππά, 2008).
Όπως προαναφέρθηκε, η υπερβολική εμπλοκή των γονιών μπορεί να συμβαίνει για πολλούς λόγους. Συχνά οι γονείς θέλουν να εκπληρώσει το παιδί τους τις δικές τους ανεκπλήρωτες προσδοκίες, τα δικά τους «απωθημένα». Πρόκειται για το κλασικό παράδειγμα της μητέρας που, επειδή δεν έκανε μπαλέτο στην παιδική της ηλικία, θέλει να κάνει μπαλέτο η κόρη της, ανεξαρτήτως αν το μπαλέτο αρέσει στο παιδί της ή όχι. Σήμερα δε βλέπουμε όμως μόνο αυτό. Ο γονιός θέλει για το παιδί του το καλύτερο και τα θέλει όλα. Φυσικά, δεν υπάρχει κάτι μεμπτό σε αυτό. Κάθε γονιός θέλει το παιδί του να μεγαλώνει με ασφάλεια και με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το πρόβλημα ξεκινά εκεί που αρχίζει η έλλειψη του μέτρου. Το μεγάλωμα ενός παιδιού σήμερα αποτελεί ένα ιδιαιτέρως φιλόδοξο «project», που χαρακτηρίζεται από τελειοθηρία: όχι μόνο να είναι ο γονιός τέλειος στον ρόλο του (στον ρόλο του μεγαλώματος ενός τέλειου παιδιού), αλλά και να παρέχει τα πάντα σε ένα παιδί, σε ένα παιδί που νομίζει ότι μπορεί τα πάντα (Παππά, 2017).
Οι μη λειτουργικές συμπεριφορές των γονιών είναι οι συμπεριφορές που δεν αποδεικνύονται ωφέλιμες ούτε για τους ίδιους ούτε για το παιδί τους. Η υπερβολή αγγίζει όλους τους τομείς ανατροφής: τον βιοσωματικό, τον γνωστικό, τον κοινωνικό και τον συναισθηματικό τομέα, τον ύπνο, τη διατροφή, το παιχνίδι, την ψυχαγωγία του παιδιού και τη διαχείριση του κοινού χρόνου γονιών-παιδιών, με κύριο θέμα αιχμής την οριοθέτηση. Από την πλευρά των γονέων παρατηρούμε μια υπέρμετρη ενασχόληση όσον αφορά όλα τα θέματα που έχουν να κάνουν με το παιδί, βάζοντας στο μικροσκόπιο τόσο το ίδιο το παιδί όσο και τη σχέση τους μαζί του. Θέλουν να ξέρουν όλα όσα σκέφτεται το παιδί και να ελέγχουν τα πάντα. Επίσης, παρατηρούμε έντονα την τάση τους να «αξιοποιούν» υπερβολικά τον χρόνο του παιδιού με πολλές δομημένες δραστηριότητες, συρρικνώνοντας δραματικά τον χρόνο του παιδιού για ελεύθερο παιχνίδι. Ο υπερβολικός έλεγχος –πέρα από το γεγονός ότι καταργεί το δικαίωμα του παιδιού στην αυτοδιάθεση και στη δημιουργική έκφραση– διαμορφώνει παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση.
Τα αποτελέσματα δεν είναι καθόλου θετικά, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα. Βραχυπρόθεσμα, τόσο οι γονείς όσο και τα παιδιά κουράζονται και έχουν το αίσθημα του ανικανοποίητου. Συνεχώς παρατηρούμε γονείς κουρασμένους, μονίμως «στο τρέξιμο». Αλλά και τα παιδιά είναι κουρασμένα, δεν έχουν όρεξη, ενθουσιασμό, επινοητικότητα, δημιουργική σκέψη, αισιοδοξία, αυθορμητισμό, χαρά. Μακροπρόθεσμα, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να αρρωστήσουμε ψυχικά και σωματικά. Τα παιδιά διαμορφώνουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, αμφιβάλλουν συνεχώς, γίνονται εξαρτημένα από τους άλλους, δεν αποκτούν υπευθυνότητα και δεν έχουν το θάρρος της γνώμης τους. Επειδή ανατράφηκαν με έναν τρόπο που τα λάθη δεν επιτρέπονται, τα παιδιά μαθαίνουν να κρύβονται, να υπεκφεύγουν και να μη διεκδικούν τα δικαιώματά τους. Στην προσπάθειά τους οι γονείς να κάνουν το καλύτερο για τα παιδιά τους, μεγαλώνουν παιδιά δίχως ανθεκτικότητα και με πολύ λίγη ανοχή στη ματαίωση (Παππά, 2017).
Πολλές μελέτες έχουν διεξαχθεί διεθνώς σχετικά με το αν η υπεργονεϊκότητα επηρεάζει τη συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών και την ικανότητά τους να αναλαμβάνουν την ευθύνη των επιλογών τους. Έχει βρεθεί ότι υπάρχει θετική συσχέτιση ανάμεσα στην υπεργονεϊκότητα και σε προβλήματα εσωτερίκευσης (άγχος, κατάθλιψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση) σε παιδιά προσχολικής ηλικίας (Bayer και συν., 2006), ενώ σε νεαρούς ενήλικες έχει βρεθεί θετική συσχέτιση ανάμεσα στην υπεργονεϊκότητα και τη νευρωτική συμπεριφορά, την όχι ανοικτή συμπεριφορά σε νέες εμπειρίες και τις συμπεριφορές εξάρτησης (Montgomery, 2010).
Πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν ότι η υπερβολική εμπλοκή των γονέων στη ζωή του παιδιού παράγει άγχος και αυτό διαπιστώνεται από την ηλικία των 4 χρόνων ως την ενήλικη ζωή. Επιπλέον, τα παιδιά αυτά χαρακτηρίζονται από έλλειψη αυτοπεποίθησης σχετικά με τις δεξιότητές τους, κάτι που είναι αναμενόμενο, εφόσον τα παιδιά αυτά έχουν μάθει να μην αυτενεργούν και να προσπαθούν, αλλά να βρίσκουν πολλά πράγματα έτοιμα από τους γονείς τους και συνεπώς να νιώθουν ανεπαρκή (Hudson & Dodd, 2012. Schiffrin και συν., 2013) . Το μήνυμα που οι γονείς αυτοί δίνουν στα παιδιά τους είναι ότι ο κόσμος είναι επικίνδυνος και ότι το να δοκιμάζει κάποιος καινούργια πράγματα και να βιώνει νέες εμπειρίες ενέχει επίσης επικινδυνότητα. Αν τα παιδιά νιώσουν ελεύθερα να δοκιμάζουν νέες εμπειρίες, ανάλογα με το αναπτυξιακό τους στάδιο, θα έχουν την ευκαιρία να μάθουν, να αυτονομηθούν και να αντικρίσουν τον κόσμο με θετική διάθεση και αισιοδοξία.
Ένας γονέας που υιοθετεί τις συμπεριφορές που προτείνει η συγκεκριμένη τάση οδηγείται και ο ίδιος σταδιακά στην απώλεια της αυτοδιάθεσής του. Παύει να λειτουργεί με το ένστικτο, αλλά και με τη λογική. Οι όποιες απόψεις και πρακτικές χρειάζεται να περνούν από το φίλτρο του κάθε γονιού, γιατί μόνο ο ίδιος γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα το παιδί του και γιατί η κάθε σχέση γονέα-παιδιού είναι μοναδική. Οι γονείς χρειάζεται να εμπιστευτούν πρωτίστως τον εαυτό τους και να μην εξαρτώνται ούτε από την κρατούσα αντίληψη ούτε από την καθοδήγηση των όποιων ειδικών. Ο ρόλος των ειδικών είναι –ή θα έπρεπε να είναι– να ενδυναμώσουν τους γονείς, να τους βοηθήσουν να αξιοποιήσουν το δυναμικό και τις γνώσεις τους.
πηγή www.psychologynow.gr
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο