Η αναπτυξιακή ανωριμότητα σε βρέφη και νήπια είναι ένας όρος που περιγράφει την αδυναμία του παιδιού να κατακτήσει τα αναπτυξιακά ορόσημα στην ώρα τους, ενώ δηλώνει ότι το παιδί μας παρουσιάζει μια μικρή καθυστέρηση στην ανάπτυξη.
Με τον όρο αναπτυξιακά ορόσημαεννοούμε τις ικανότητες που αναμένουμε ένα βρέφος να κατακτήσει ανάλογα με την ηλικία του. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι τα περισσότερα φυσιολογικά βρέφη μπορούν και ελέγχουν το κεφάλι τους στους 3 μήνες. Αν ένα βρέφος αντί στους 3 μήνες κατακτήσει αυτή τη δεξιότητα στους 6 μήνες, τότε λέμε ότι το παιδί παρουσιάζει μια ανωριμότητα στον κινητικό τομέα της ανάπτυξης και συγκεκριμένα στην αδρή κινητικότητα.
Η παρακολούθηση της ανάπτυξης γίνεται τόσο από τον παιδίατρο όσο και από τους γονείς. Συνήθως πραγματοποιείται κάθε τρίμηνο, αρχίζοντας από τον 1-2 μήνα και ολοκληρώνεται γύρω στα 9 έτη. Τα αναπτυξιακά ορόσημα καταγράφονται στο βιβλιάριο υγείας του παιδιού, απαντώντας στις σχετικές ερωτήσεις.
Η πιο κρίσιμη αναπτυξιακή περίοδος είναι από τη γέννηση μέχρι τα τρία πρώτα χρόνια. Αυτό συμβαίνει γιατί η ανωριμότητα που θα παρουσιαστεί τους πρώτους μήνες ή ακόμα και τον πρώτο χρόνο μπορεί να θεωρηθεί αρχικά ασήμαντη, αλλά, συμφώνα με επιστημονικές μελέτες, συνήθως παραμένει και σε αρκετές περιπτώσεις εξελίσσεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελεί κριτήρια κάποιας σοβαρής αναπτυξιακής διαταραχής όπως είναι ο αυτισμός, η αποδιοργανωτική διαταραχή κ.ά.
Όλες οι επιστημονικές μελέτες συμφωνούν ότι το να δώσουμε χρόνο στο παιδί να ωριμάσει, όπως λεγόταν πιο παλιά, σήμερα δεν αποτελεί ασφαλή αντιμετώπιση. Αντίθετα, όσο πιο νωρίς ανιχνευτούν και αντιμετωπιστούν ανησυχητικά σημάδια τόσο πιο αποτελεσματική θα είναι μια παρέμβαση. Για αυτό, ιδιαίτερα ωφέλιμα για τα παιδιά είναι τα προγράμματα πρώιμης παρέμβασης.
Αναπτυξιακή ανωριμότητα σημαίνει ότι το παιδί παρουσιάζει σε έναν τομέα της ανάπτυξης μια ήπια καθυστέρηση που δεν είναι μεγαλύτερη από 3-4 μήνες σε σχέση με τους συνομήλικους και η όποια μέσα σε λιγότερο από έναν χρόνο θα πρέπει να έχει εξομαλυνθεί, δηλαδή το παιδί θα πρέπει να έχει φτάσει τα άλλα παιδιά της ηλικίας του.
Η αναπτυξιακή καθυστέρηση συνήθως εντοπίζεται σε παραπάνω από έναν τομέα ανάπτυξης, δηλαδή ένα παιδί μπορεί να παρουσιάζει ανωριμότητα και στην επικοινωνία και στην αυτοεξυπηρέτηση και στους λεπτούς χειρισμούς. Έτσι, η ανωριμότητα σε πολλούς τομείς συνθέτει την αναπτυξιακή καθυστέρηση. Η αναπτυξιακή καθυστέρηση είναι παιδική διαταραχή, ενώ αντίθετα η αναπτυξιακή ανωριμότητα δεν αποτελεί διαταραχή. Για αυτόν τον λόγο, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να απευθυνθούμε σε ένα αναπτυξιακό κέντρο ώστε το παιδί να εξεταστεί από κάποιον ειδικό, ο οποίος θα διερευνήσει το είδος και τον βαθμό της ανωριμότητας.
Η νοητική υστέρηση οφείλεται σε βλάβες του εγκέφαλου προγεννητικά, σε μεταβολικά νοσήματα, σε αλλοιώσεις σε κάποιο χρωμόσωμα ή σε άλλο βλαπτικό παράγοντα. Αντίθετα, η αναπτυξιακή καθυστέρηση συνήθως δεν συνδέεται με οργανικές βλάβες.
Ο ασφαλέστερος και ο σωστότερος τρόπος για να μάθουμε αν το παιδί μας παρουσιάζει αναπτυξιακή καθυστέρηση ή αναπτυξιακή ανωριμότητα είναι να κάνουμε μια αναπτυξιακή εξέταση.
Συνήθως η αναπτυξιακή ανωριμότητα δεν χρειάζεται παρακολούθηση από ειδικό και αρκεί η συμβουλευτική προς τους γονείς. Ο ειδικός θα τους δώσει οδηγίες για το πώς μπορούν να βοηθήσουν το παιδί στο σπίτι. Στην περίπτωση της αναπτυξιακής καθυστέρησης πάντα συστήνεται η έναρξη προγράμματος πρώιμης παρέμβασης από ειδικό με συχνότητα 2-3 φορές την εβδομάδα. Η αναπτυξιακή θεραπεία είναι ένα πρόγραμμα πρώιμης παρέμβασης το οποίο προσφέρει πολύ θετικά αποτελέσματα.
Πηγή: onmed.gr
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο