του Αναστάσιου Βαλμά
1 bio 3 και αρχίζει η ιστορία!
Μια φορά και έναν καιρό σε ένα δάσος επάνω σε ένα ψηλό βουνό ζούσε μια οικογένεια σπουργιτιών που περίμενε να γεννηθεί το πρώτο τους πουλάκι. Όλα κυλούσαν ήρεμα στην ζωή τους, μια μέρα όμως εμφανίστηκαν στο δάσος δυο άνθρωποι με όπλα, οι κυνηγοί. Μόλις είδαν τα πουλάκια τα πυροβόλησαν με τα τεράστια ντουφέκια τους και κατέστρεψαν την φωλίτσα τους πάνω στο γέρικο έλατο. Ευτυχώς δεν τα πέτυχαν, όμως τρόμαξαν τόσο πολύ που πέταξαν πάρα πολύ μακριά και μέχρι να συνέλθουν και να επιστρέψουν στην φωλιά τους το αβγουλάκι τους είχε χαθεί. Η μαμά έκλαιγε ασταμάτητα και ήταν απαρηγόρητη που το πρώτο της πουλάκι χάθηκε τόσο άδικα.
Το αβγουλάκι είχε σωθεί και ήταν καλά, όμως οι νεαροί γονείς του δεν μπόρεσαν να το βρουν και πίστεψαν ότι πέθανε. Έτσι πέταξαν λυπημένοι πέρα από τα βουνά σε ολάνθιστους όμορφους τόπους για να ξεχάσουν το κακό που τους έκαναν οι κυνηγοί. Το αβγουλάκι είχε κατρακυλήσει από την φωλιά ανάμεσα στα μεγάλα κλαδιά του δέντρου που το προστάτευσαν να μην σπάσει μέχρι να βρεθεί στο χώμα, δίπλα σε ένα ρυάκι με κρυστάλλινα νερά. Εκεί για καλή του τύχη το αβγουλάκι χώθηκε μέσα στα χορταράκια που το κράτησαν ζεστό μερικές μέρες…… μέχρι που τσακ, τσακ, τσακ πρόβαλε δειλά δειλά μέσα από το αβγουλάκι του.
Το νεογέννητο πουλάκι έτρωγε μικρά χορταράκια και σποράκια που έβρισκε δίπλα του στο έδαφος. Ήταν ένα θαύμα που έζησε έτσι μοναχό του. Σιγά – σιγά το πουλάκι άρχισε να μεγαλώνει και μετά από κόπο και πολλές προσπάθειες μπόρεσε να πετάξει. Αλλά ήταν ένα νεαρό πουλάκι μόνο του, χωρίς γονείς να του μάθουν πώς να πετάει σωστά και να βρίσκει την τροφή του. Ο χειμώνας πλησίαζε απειλητικός και ο καιρός είχε γίνει πολύ κρύος επάνω στα βουνά που δεν αστειεύονται τέτοια εποχή. Ευτυχώς το μικρό πουλάκι είχε βρει ένα θεόρατο έλατο με τεράστια πυκνά κλαδιά και κούρνιαζε μέσα τους για να ζεσταθεί από τον παγωμένο βοριά.
Οι μέρες περνούσαν και οι πρώτες νιφάδες ήταν έτοιμες να πέσουν στην γη, ψηλά από τα παγωμένα σύννεφα. Το πουλάκι μόλις τις είδε να πέφτουν ανάμεσα στα κλαδιά χάρηκε γιατί νόμιζε πως ήταν μικρά λευκά έντομα που ήρθαν να του κάνουν παρέα. Όσο όμως και να τις ρωτούσε αυτές παρέμεναν ακίνητες δίχως να του απαντούν. Όταν τις είδε να σκεπάζουν τα πάντα με τα παγωμένα σώματα τους, τότε κατάλαβε πως δεν είναι καλή παρέα όσο τα χορταράκια και τα κλαδιά που τον ζέσταιναν.
Οι φτερούγες του είχαν παγώσει και όσο περνούσε η ώρα ένοιωθε να μουδιάζει το λεπτό κορμάκι του. Φοβόταν τώρα πως σε λίγο θα έμοιαζε και αυτός με τα ακίνητα παγωμένα έντομα.
«Πρέπει να πετάξω πριν παγώσω» σκέφτηκε.
Άνοιξε τα φτερά του και έγειρε το σώμα του πέφτοντας από το κλαδί έτοιμος να πετάξει. Τα φτερά του όμως ήταν τόσο παγωμένα που μεμιάς έπεσε στην χιονισμένη γη.
Το πουλάκι ήταν τόσο λυπημένο, κρύωνε, πεινούσε ήταν πολύ στεναχωρημένο. Τι θα έκανε τώρα εδώ μόνο τουq Τα χορταράκια είχαν χαθεί μέσα στο πυκνό χιόνι και δεν μπορούσε ούτε καν να πετάξει.
Η ώρα περνούσε και το φως άρχισε να λιγοστεύει. Τότε έγινε ένα ακόμα θαύμα.
– Ε, δεν με ακούς σε εσένα μιλάω.
– Ναι, ποιος ποιός είναι; απάντησε το πουλάκι απορημένο αφού δεν είδε κάποιον
– Να εδώ κάτω, τώρα με βλέπεις;
– Ναι, ναι τώρα σε βλέπω, είπε το πουλάκι αφού έψαξε αρκετά.
Ένα μυρμήγκι φορτωμένο με σπόρους στέκονταν επάνω σε ένα βουναλάκι από χιόνι.
– Πως σε λένε;
– Δεν ξέρω, ε δηλαδή δεν έχω όνομα απάντησε το πουλάκι.
– Δεν έχεις όνομα; Πολύ περίεργο αυτό είπε απορημένο το μυρμήγκι.
– Δεν έχω όνομα γιατί μεγάλωσα μόνος μου, δεν έχω γονείς.
– Σε παράτησαν οι γονείς σου; Kαι δεν μου λες πως έμαθες να μιλάς; ρώτησε πάλι με απορία το μυρμήγκι.
– Δεν με παράτησαν. Άκουγα τα έντομα και από αυτά έμαθα και εγώ να μιλώ. Αυτά μου είπαν πως ο άνθρωπος χάλασε την φωλιά μας και έδιωξε τους γονείς μου μακριά. Δεν έχω δει ποτέ άνθρωπο αλλά είναι τρομερό τέρας μου έχουν πει τα έντομα.
– Ναι έχουν δίκιο όχι όμως πάντα, σίγουρα όμως είναι τρομακτικοί οι άνθρωποι. Έρχονται στην φύση και μας σκοτώνουν με τα όπλα τους, έτσι για διασκέδαση αλλά ακόμα και με τα σκουπίδια που πετούν χωρίς ντροπή δηλητηριάζουν όλη την φύση και εμάς.
– Ναι έχω δει πολλά τέτοια και μυρίζουν απαίσια συμφώνησε το πουλάκι.
– Εντάξει όλα αυτά, αλλά τώρα τι κάνεις εδώ κάτω μέσα στο χιόνι;
– Πάγωσα και δεν μπορώ να πετάξω, έχω και μια πείνα.
– Πουλιά σου λέει ύστερα. Όλο το καλοκαίρι πετάνε, κελαηδάνε συνέχεια γλέντι και το χειμώνα προσπαθούν να φύγουν μακριά. Ενώ εγώ βλέπεις, είμαι τόσο εργατικός. Τώρα πάω στην φωλιά μου τα τελευταία εφόδια για τον χειμώνα και μετά θα μείνω εκεί ασφαλής μέχρι την άνοιξη. Ενώ εσύ κινδυνεύεις να πεθάνεις.
– Ίσως έχεις δίκιο αλλά δεν φταίω εγώ, μακάρι να σε γνώριζα ποιο πριν. Τότε δεν θα πετούσα μόνο ψηλά πάνω από την όμορφη γη αλλά θα μάζευα και μερικά τρόφιμα αν ήξερα τι θα πάθαινα τώρα.
– Δεν μου λες είναι όμορφα εκεί πάνω; είπε το μυρμήγκι σχεδόν σαν να ονειρεύονταν.
– Πάρα πολύ ωραία, από εκεί ψηλά όλα είναι τόσο όμορφα. Βλέπεις το βουνό, το δάσος, τις λίμνες είναι φανταστικά.
– Λάκη θα σε φωνάζω είπε το μυρμήγκι
– Πως με είπες;
– Θα σε φωνάζω Λάκη, σπουργιτάκι.
– Είναι ωραίο και εύκολο όνομα, μου αρέσει είπε ενθουσιασμένος.
– Εμένα με λένε Τοσοδούλα, Λάκη.
– Χαίρομαι πολύ που σε γνώρισα Τοσοδούλα.
– Λάκη πεινάς εεε;;;
– Πολύ Τοσοδούλα, το στομαχάκι μου γουργουρίζει.
– Κοίτα τι έχω εδώ, νόστιμους σπόρους τους βρήκα εδώ πιο κάτω θέλεις;
– Ναι θέλω είπε τρέμοντας ο Λάκης.
– Λοιπόν γρήγορα έλα μαζί μου, τώρα θυμήθηκα πως από την άλλη πλευρά του το δέντρο έχει μια μικρή κουφάλα και σε χωράει άνετα. Θα γίνει υπέροχη φωλιά.
Ο Λάκης ακολούθησε την Τοσοδούλα και αυτή τον οδήγησε σε μια ευρύχωρη κουφάλα στον κορμό του τεράστιου έλατου. Σε λίγη ώρα με την βοήθεια της Τοσοδούλας είχε μαζέψει σπασμένα κλαδάκια και με αυτά έφτιαξε ένα ωραίο κρεβατάκι και μια πόρτα για να μην κρυώνει.
Εκείνο το βράδυ το καλοσυνάτο μυρμηγκάκι του άφησε τους σπόρους του και κάποιες μέρες όταν ο καιρός δεν ήταν καλός του έφερνε τροφή για να το βοηθήσει. Όταν ο καιρός το επέτρεπε προσπαθούσε και ο ίδιος να βρει την τροφή του. Έτσι με την παρέα και την βοήθεια της Τοσοδούλα οι μεγάλες νύκτες του χειμώνα περνούσαν πιο εύκολα.
Ένα πρωινό όμως τα ολόλευκα σύννεφα κατέβηκαν πολύ χαμηλά και χιόνιζε χιόνιζε δεν σταματούσε να χιονίζει για ημέρες. Η φωλίτσα του Λάκη σκεπάστηκε από το χιόνι και ούτε εκείνος αλλά ούτε και η Τοσοδούλα μπορούσαν να βγουν έξω. Του έλειπε πολύ η παρέα της. Ο Λάκης τότε θυμήθηκε τα λόγια της όταν μια μέρα του είπε «Λάκη όταν δεν πεινάς πολύ να αφήνεις λίγη τροφή στην άκρη. Αυτό εμείς τα μυρμήγκια το λέμε αποταμίευση. Να το κάνεις γιατί πάντα πρέπει να έχεις φαγητό στην φωλιά σου ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου συμβεί«
«Πόσο δίκιο είχες σοφή Τοσοδούλα, τώρα τι θα έκανα που τόσες μέρες δεν μπορώ να βγω έξω;»
Έτσι σώθηκε ο Λάκης από εκείνον τον πρώτο βαρύ χειμώνα της ζωής του. Μόλις ήρθε η άνοιξη όλα άλλαξαν. Το νεαρό πουλάκι μεγάλωσε και δυνάμωσε πολύ. Ο καιρός έγινε μαλακός, τα χιόνια σιγά σιγά έλιωναν και τα πρώτα μπουμπούκια ξεπετάχτηκαν στα πανέμορφα λουλουδάκια. Η φύση φανταστική, πανέμορφη, ο πιο όμορφος πίνακας που κάθε άνοιξη ο μεγάλος καλλιτέχνης παρουσίαζε στα πλάσματα της. Ο Λάκης ήταν τόσο χαρούμενος αυτήν την ημέρα. Είχε ετοιμαστεί από νωρίς. Αφού πρώτα πλύθηκε, χτενίστηκε και έπλυνε τα δόντια του έφαγε ένα καλό πρωινό για να έχει μπόλικες δυνάμεις και περίμενε την ώρα.
– Γεια σου Τοσοδούλα.
– Γεια σου Λάκη.
– Είσαι έτοιμη;
– Για ποιο πράγμα Λάκη.
– Σου έχω μια έκπληξη.
– Έκπληξη; Ρώτησε η Τοσοδούλα.
– Ναι μια πολύ ωραία έκπληξη. Τώρα κλείσε τα μάτια σου.
– Μα γιατί; Ρώτησε πάλι.
– Κάνε ότι σου λέω, επέμενε ο Λάκης
– Εντάξει τότε, είπε και τα έκλεισε.
Με μια αστραπιαία κίνηση ο Λάκης έπιασε την φίλη του με το ράμφος του.
– Ε τι κάνεις εκεί, μην με φας σε παρακαλώ, στρίγκλισε φοβισμένα το μυρμήγκι.
Ο Λάκης δεν απάντησε, την ακούμπησε με προσοχή στα δυνατά φτερά του και είπε
– Και τώρα κρατήσου καλά, το όνειρο σου θα γίνει πραγματικότητα. Τοσοδούλα ίσως να μην μπορώ να σου δώσω φτερά αλλά σίγουρα μπορώ να σε βοηθήσω να πετάξεις. Άκουσες; Θα πετάξουμε ψηλά, αυτό είναι το δώρο μου σε εσένα την καλύτερη μου φίλη που μου έσωσε την ζωή.
Η Τοσοδούλα δεν μπορούσε να μιλήσει από την συγκίνηση αλλά και την χαρά της.
Ο Λάκης φώναξε
– Έτοιμηηηηη, πετάμεεεεε και με μεμιάς τίναξε απότομα τις φτερούγες του.
– Ναιιιιιιιι φώναξε η Τοσοδούλα τρελή από χαρά που το όνειρο της έγινε πραγματικότητα, πετάωωωωωωωωωωω, Λάκηηηη είναι υπέροχααααααααααα σ’ ευχαριστώωωωωωωωωω.
Το σπουργίτι πέταξε πιο ψηλά από τις κορυφές των δέντρων, έκανε μεγάλους κύκλους και βουτιές πάνω από τις γαλαζοπράσινες λίμνες, έφτασε μέχρι τις αιώνια παγωμένες βουνοκορφές, τα ταξιδιάρικα σύννεφα και αγνάντευαν μαζί, πέρα μακριά τον μαγικό γαλάζιο ορίζοντα.
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Ευχαριστώ πολύ Νατάσα. Ελπίζω να αρέσει στην μικρούλα σου. Αν και μου αρέσει να γράφω διηγήματα και παραμύθια για μεγαλύτερα "παιδιά" τελικά αυτό ταιριάζει πολύ στην εποχή μας γιατί μόνο σαν τα μυρμηγκάκια θα επιβιώσουμε τελικά, δυστυχώς εκεί που μας πάνε.
Πάρα πολύ καλό Τάσο!Σϊγουρα θα το λέω κι εγώ στην κόρη μου!
Σας ευχαριστώ για τα σχόλια σας. Το παραμύθι αυτό το σκαρφίστηκα ένα Σάββατο μεσημέρι όταν τάιζα την μικρή μου που τότε ήταν στα νήπια - σήμερα στην Γ δημοτικού - και ήθελα να της τονίσω την σημασία της φιλίας αλλά και άλλα ζητήματα. Μου φάνηκε ωραίο και το έγραψα χωρίς να το κτενίσω ιδιαίτερα όπως κάνω με τα άλλα πεζά μου. Έπειτα το ανέβασα στο ιστολόγιο μου και το έδωσα και στην νηπιαγωγό της μικρής η οποία αφού το διάβασε το τύπωσε και το έβαλε στην βιβλιοθήκη μαζί με τα άλλα παιδικά για να το δανείζονται τα παιδάκια. Ένοιωσα πολύ ευτυχισμένος. Εύχομαι και από εδώ να το αγαπήσετε και να το πείτε και στα δικά σας παιδάκια.
Zέτα,διαφωνούμε.Το τέλος μου άρεσε πάρα πολύ! Πολύ όμορφο παραμύθι,ωραίες και ζωντανές οι περιγραφές και πολλά τα μαθήματα,που μας δίνει! Από τα πιο ξεχωριστά!!!!
Γλυκούλι! Και διδακτικό! Το τέλος το ήθελα λίγο πιο ευφάνταστο!