της Ελπίδας Σόλου
1 bio 3 και αρχίζει η ιστορία!
Στην αγίας Αγνής 17 στον τρίτο όροφο, γεννήθηκε κάποτε ένας πρίγκιπας. Στο τέλος του διαδρόμου στήθηκαν τα ιδιαιτέρα διαμερίσματα, έβαψαν τους τοίχους, τοποθέτησαν σε υπεροπτική θέση το θρόνο, στόλισαν τα παράθυρα με αχνό φως, γυάλισαν και αποστείρωσαν οποιοδήποτε αντικείμενο έκανε την εμφάνιση του στο χώρο. Για αρκετούς μήνες, φρόντιζαν με κάθε λεπτομέρεια όλα όσα θα στέγαζαν την μεγαλειότητα του, προσπαθώντας να εκμηδενίσουν κάθε επικείμενη απώλεια, σε αγαθά.
Έφτασε στο παλάτι ένα Σάββατο απόγευμα. Οι υπήκοοι, έσπευσαν να τον κουβαλήσουν στο θρόνο με περίσσια φροντίδα, τοποθετώντας γύρω του τα πολύτιμα δώρα. Μια προσταγή και όλο το παλάτι ήταν ανάστατο. Η πολύτιμη μεγαλειότητα του δεν σήκωνε αναβολές, μέσα σε μερικούς μήνες όριζε τους πάντες γύρω του, ακόμα και τον μεγάλο βασιλιά που τον κρατούσε στα χεριά του κάπως αμήχανα.
Το ψιθυριστό τραγούδι της νεράιδας έκανε το χρόνο να κυλά γρήγορα και κείνος έστεκε πια όρθιος. Μπορούσε να κάνει τα πάντα μονός, μα ήταν τόσο γλυκό το άγγιγμα της. Η υγρασία στα ματιά του και οι κραυγές, ήταν απ’ τα σκήπτρα που είχε μάθει να τα ορίζει καλά. Μ’ αυτά όριζε την βασίλισσα και μπορούσε να την έχει κοντά του για ώρες. Εκείνο που δεν της συχωρούσε ήταν πως τον εγκατέλειπε τις νύχτες. Χρονιά μετά και ακόμα δεν είχε καταφέρει να την πείσει πως η θέση της, ήταν κοντά του. Τρόμος τον κυρίευε τις νύχτες καθώς ξυπνούσε και δεν την έβλεπε διπλά του. Έβαζε τις φωνές και σε λίγο εμφανιζόταν απ’ το βάθος του διαδρόμου τον έπαιρνε στα γόνατα της και έπρεπε να επιστρατεύσει όλη της τη γλυκά για να τον ηρεμίσει. Μόλις άρχιζε η ζεστασιά της να του απαλύνει την μοναξιά, έμπαινε στο δωμάτιο ο κυρίαρχος βασιλιάς. Έβαζε πάλι τα κλάματα, ήθελε τόσο να τον τρομάξει, διεκδικούσε τη νυχτερινή ζεστασιά της. Εκείνος όμως, τόσο βασιλιάς δεν τρόμαζε με τίποτα, έστεκε πάνω απ’ το κεφάλι του νικητής.
Τώρα ήταν αρκετά ψηλός ώστε έφτανε να κοιταχτεί στον μεγάλο καθρέφτη στη σάλα, κοίταζε τη μεγαλειότητα του και συχνά αναρωτιόταν.
Γιατί δεν φοράω στέμμα, έστω ένα χιτώνα, κάτι που να δείχνει σε όλους ποσό ξεχωριστός είμαι. Μα τι σημασία είχε, όλοι του φερόταν ξεχωριστά, δεν είχε ανάγκη τις αποδείξεις. Μόνο ο Γιαννάκης που έμενε στο γειτονικό βασίλειο έδειχνε ασέβεια. Τον επισκεπτόταν συχνά, άραζε στο μεγάλο σαλόνι και καταβρόχθιζε με απίστευτη γρηγοράδα ότι του σέρβιραν. Έπειτα κατευθυνόταν προς το δωμάτιο του και άρχιζε με μανία να χοροπηδά στο θρόνο του. Μάταια προσπαθούσε να τον κατεβάσει, κάποια στιγμή με θυμό του έβαζε τις φωνές κι εκείνος του τραβούσε δυνατά τα μαλλιά. Η συνεχεία γνωστή, οι βασίλισσες αποφασισμένες να τους συμφιλιώσουν, τους επέβαλαν την αγκαλιά της συγνώμης. Ήταν πανύψηλος και τόσο χοντρός που τα χεριά, δεν έφταναν να προσποιηθεί την αγκαλιά. Με τον καιρό, γινόταν όλο και πιο δυνατός, τον άρπαζε στα χέρια του και τον πετούσε στο πάτωμα. Kαλούσε σε βοήθεια, οι βασίλισσες δεν του έδιναν πια καμιά σημασία. «Είστε μεγάλα παιδιά» άκουσε μια μέρα που έτρεξε να διαμαρτυρηθεί, πως του σχίζει τα αριστουργήματα που έφτιαχνε όλο το προηγούμενο πρωί. Μεγάλα παιδιά; τι ‘ναι πάλι ετούτο, είμαι πρίγκιπας σκεφτόταν, κανείς δεν μπορεί να μου φέρεται έτσι.
Είχε σχεδόν ξεχάσει να διαμαρτύρεται μιας και η βασίλισσα, μέρα με τη μέρα γινόταν και πιο σκληρή μαζί του. Ξαγρυπνούσε στο θρόνο και νοσταλγούσε τις νύχτες που τον κρατούσε στην αγκαλιά της και τα ματιά του γέμιζαν δάκρια. Υστέρα χάζευε το κάδρο απέναντι του. Μια ξύλινη γέφυρα, οδηγούσε σε έναν πανύψηλο πύργο. Εκεί είχε μετακομίσει το βασίλειο του πια, και κάθε βραδύ στα όνειρα του συνέχιζε να ζει σαν πρίγκιπας. Φορούσε στέμμα και μεγαλόπρεπες φορεσιές, Κανείς δεν αμφισβητούσε τη θέση του, όλοι γύρω του ήταν σιωπηλοί δούλοι και είχε αποκλειστικά την φροντίδα, της βασίλισσας. Κατά καιρούς, το ήσυχο ποτάμι κάτω απ’ τη γέφυρα φούσκωνε και έστελνε στο βασίλειο του εχθρούς. Ήταν δυνατός στον ύπνο του και τους έστελνε από ‘ κει που ‘ρθαν. Σε έναν απ’ τους ήσυχους περιπάτους στην αυλή του, παλατιού είδε μπροστά του μια κατάξανθη νεράιδα. Τα ματιά της, του ακινητοποίησαν το βλέμμα και ένιωσε να απλώνεται στο σώμα ένα απίστευτο μούδιασμα, μέσα του είχαν ξεσηκώσει μια θύελλα που όμοια της δεν είχε ξανανιώσει. Δεν σάλευε, κρατούσε την ανάσα του και την κοίταζε. Εκείνη του χαμογέλασε και έπειτα χάθηκε. Θα ορκιζόταν πως δεν ανοιγόκλεισε τα ματιά ούτε στιγμή, κι όμως είχε εξαφανιστεί.
Οι μέρες κυλούσαν πια γρήγορα, έκανε μηχανικά όσα του ζητούσαν και με μεγάλη ανακούφιση, αποσύρονταν στη μοναξιά του. Κρατούσε την ανάσα, όπως τη στιγμή που την συνάντησε και μαγικά ορμούσε στο όνειρο. Περνούσε αργά την ξύλινη γέφυρα, έφτανε στην πύλη του παλατιού, που τον καλοδεχόταν. Φορουσε τα λαμπερα ρούχα και καθόταν απέναντι στις ίδιες εικόνες για αρκετή ώρα, έπειτα προσποιούνταν περίπατο χωρίς προσμονές, όμως παντα βαθιά μέσα του, σιγόκαιγε η ελπίδα πως θα την ξαναδεί. Όμως τα πρωινά έπαιρνε το βαρύ σώμα του και ακολουθούσε τον ρυθμό της μέρας. Ο κοιμισμένος πρίγκιπας ήταν ξύπνιος δούλος. Όλοι είχαν να πουν ένα καλό λόγο για το σταθερό και συνεχώς αυξανόμενο βηματισμό, που φρόντιζε να συνεχιστεί η υποδειγματική του πορεία. Τις σπάνιες φορές που δεν διάβαζε κοίταζε απ’ το παράθυρο. Όλα γύρω του έμοιαζαν πεντακάθαρα αληθινά. Κάθε βροχή, ήταν για να ξεπλύνει τη φαντασία, κάθε σύγνεφο, να κρύψει τον ήλιο και κάθε φύσημα του αγέρα, έσερνε μακριά τις ελπίδες.
Με τον καιρό άρχισε να διασχίζει τη ξύλινη γέφυρα με απίστευτη ταχύτητα, έριχνε μια γρήγορη ματιά απ’ τη μάντρα, μα δεν άντεχε να βλέπει τα χιλιάδες θηρία, να του κατατρώνε τα όνειρα. Επέστρεφε προσγειώνοντας το βαρύ του κεφάλι στο μαξιλάρι της απουσίας. Την τελευταία φορά που επισκέφτηκε την φαντασίωση του, θύμωσε απίστευτα, σταμάτησε στο δεξιό μέρος της γεφύρας και με μια κίνηση, την γκρέμισε. Κοίταζε τον πύργο του να απομακρύνεται σαν να τον έσερναν μακριά. Για την ξανασυναντήσω θα πρέπει να μάθω να πετώ σκέφτηκε.
Το ένα πέμπτο του σπιτιού που μεγάλωσε και το ένα εκατοστό του παλατιού που ονειρεύτηκε, νοικιάζει πια, στην «Αγγέλου 4» στον τέταρτο όροφο. Τριτοετής φοιτητής της νομικής, περήφανος κατακτητής της πρωτιάς ελάχιστα επένδυε πια στο χώρο. Της πρώτες πρωινές ώρες έγερνε το σώμα του στο στρώμα διπλά στο ρολόι, που φύλαγε σκοπιά στα καθορισμένα δευτερόλεπτα. Μονό τις Κυριακές είχε λίγο χρόνο να ξεχάσει το ρυθμό του. Έστεκε αρκετή ώρα μπροστά στο μικρό παράθυρο σαν υπνωτισμένος, ριχνόταν στην καρεκλά και ξεκούραζε το κεφάλι ανάμεσα στα χεριά, για μια στιγμή έμοιαζε να κρατά πάλι την ανάσα του. Έπειτα σήκωνε τα ματιά στη φωτογραφία που έστεκε πάνω απ το γραφείο. Ήταν η Ελπίδα, πρωτοετής στη σχολή, τη γνώρισε κάποια μέρα σε μια φιλική συνάντηση. Ήταν κατάξανθη και μάλλον αρκετά πιο ψηλή από κείνον. Έγιναν ζευγάρι σχεδόν αμέσως και μετρούσαν αρκετές κοινές νύχτες και μέρες. Κάθε φορά που τον κοίταζε, ήταν σχεδόν σίγουρη πως τον είχε ξαναδεί. Κάθε φορά που την κοίταζε, ήταν σχεδόν σίγουρος πως δεν ήξερε να πετά.
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
:-)