Ανέβηκα στο τρόλεϊ με φούρια, χαρούμενος που βρήκα να καθίσω. Συνήθως προσπαθώ να πιάσω τις θέσεις στο παράθυρο, ώστε να μην ενοχλώ και να μη με ενοχλούν. Φοράω τα ακουστικά από το mp3 που κουβαλώ πάντα στην τσέπη και περνάω τη διαδρομή ανέμελα, ακούγοντας μουσική, παρατηρώντας διακριτικά τον κόσμο.
Προστατευμένος από τις νότες και τις μελωδίες, αισθάνομαι αόρατος. Τα ακουστικά με κάνουν να νιώθω μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και με προστατεύουν παράλληλα από όλα όσα συμβαίνουν γύρω μου. Κι εκεί που φορούσα άλλη μια φορά τον αόρατο αυτό μανδύα μου, ξαφνικά η μουσική σταμάτησε. «Πάλι τέλειωσε η μπαταρία», σκέφτηκα, μα δεν έβγαλα τα ακουστικά απ’ τα αυτιά μου. Η κυρία που καθόταν δίπλα μου, γύρω στα 60, είχε ένα αυστηρό παρουσιαστικό και το βαρύ, χειμωνιάτικο ταγιέρ της, όσο πολυφορεμένο κι αν έμοιαζε, την έκανε να φαίνεται ακόμη πιο αυστηρή. Την έπιασα να μιλάει στο τηλέφωνο, ενώ ξεφύλλιζε κάτι χαρτιά. «Ρίχνω μια τελευταία ματιά στο βιβλίο και θα είναι έτοιμο να τυπωθεί την επόμενη βδομάδα». Προσπαθούσα να ρίξω κλεφτές ματιές στο βιβλίο αυτό, όταν το τρόλεϊ έκανε στάση.
«Καισαριανή πάει αυτό, έτσι;» ρώτησε μια επίσης φουριόζα πριν καλά-καλά καθίσει στη θέση της, δίπλα σε μία νεαρή γυναίκα, ούτε 30, που μόλις τότε παρατηρούσα κι ας ήταν ακριβώς απέναντί μου. Είχα απορροφηθεί από τις σελίδες του βιβλίου στα δεξιά μου. Ανάμεσα στα πόδια της, η γυναίκα είχε ένα ψηλόλιγνο κοριτσάκι με μακριά μαλλιά, όρθιο, να χορεύει και να της χαμογελά. Ασυναίσθητα, χαμογέλασα και γω, γιατί η σκηνή της μαμάς με την κόρη έμοιαζε πολύ γλυκιά. «Νομίζω πως ναι», απάντησε η νεαρή γυναίκα.
Είχα ξεχάσει τη φουριόζα, μέχρι να ανοίξει και πάλι το δικό της στόμα. «Αχ, πάλι καλά». Είχε από εκείνες τις φωνές τις δυνατές και τσιριχτές που υψώνονταν ακόμη περισσότερο κάθε που έμενε έκπληκτη, κάτι που την έκανε να ακούγεται πιο μεγάλη από τα 40 περίπου της χρόνια. «Δικιά σας η μικρή; Κορούλα σας; Πολύ όμορφη», είπε με μια ανάσα, μη δίνοντας την παραμικρή σημασία στο κορίτσι που είχε αρχίσει να κουράζεται από τον χορό και ακουμπούσε στην αγκαλιά της μαμάς της σιγοψιθυρίζοντας. «Ναι, σας ευχαριστώ», της απάντησε η γυναίκα. Δυστυχώς, δεν μπορούσε να αποφύγει τη συζήτηση. Στο πρόσωπο είχε το βλέμμα μιας παραδομένης γυναίκας. Ίσως ήταν μια δύσκολη μέρα, ίσως ήταν πολύ κουρασμένη, ίσως σκεφτόταν τα χίλια μύρια όσα προβλήματα την ταλαιπωρούσαν αυτό το διάστημα. Κι όμως, κάθε φορά που τα μάτια της συναντούσαν τα μάτια της μικρής, έβλεπες μια λάμψη.
«Πόσο είναι; Τυχερή που έχετε κορίτσι, τα κοριτσάκια είναι πιο χαριτωμένα από τα αγοράκια» είπε η φουριόζα χασκογελώντας. «Τεσσάρων». Οι απαντήσεις της νεαρής γυναίκας ήταν μονολεκτικές, σύντομες, κοφτές, αλλά ακόμη ευγενικές, ήθελε όμως τη συζήτηση να σταματήσει, καταλάβαινε… Ο διάλογος συνέχιζε:
-Ολόκληρη γυναίκα! Φαίνεται μεγάλη, πάει σχολείο;
-Όχι ακόμη.
-Ακόμη δεν πάει σχολείο;;!
-Τη διαβάζω στο σπίτι.
-Να πάει σχολείο, πρέπει, θα κοινωνικοποιηθεί.
Σ’ εκείνο το σημείο ήθελα να πεταχτώ, να τραβήξω τα ακουστικά να δει πως την ακούω τόση ώρα και να της φωνάξω κατάμουτρα «ΔΕ ΣΕ ΡΩΤΗΣΕ ΚΑΝΕΙΣ! Σταμάτα να την ενοχλείς και κοίτα τη δουλειά σου. Μεγάλωσε τα δικά σου παιδιά όπως θες εσύ!»
Γενικά δεν είμαι άνθρωπος που συμπαθεί εύκολα κόσμο, μα η συμπεριφορά της, ο τρόπος που μιλούσε και η υπέρμετρη –στα δικά μου μάτια- περιέργειά της με είχε ενοχλήσει. Περισσότερο με εκνεύριζε το ότι η φουριόζα, όσο κι αν ακολουθούσε την πεπατημένη του «πιάνω συζήτηση με έναν άγνωστο για να σκοτώσω τον χρόνο μου», ήταν ιδιαίτερα πιεστική και φορτική, σε μία γυναίκα που είχε τα δικά της θέματα, τα άγχη και τις φοβίες που αντιμετωπίζει ο καθένας μας και πάνω απ’ όλα είχε και να μεγαλώσει ένα παιδί. Είχα για τα καλά παρατήσει το βιβλίο στα δεξιά μου και είχα συγκεντρωθεί, περίεργος και γω, στη στιχομυθία τους.
Η νεαρή γυναίκα έμοιαζε κι αυτή ενοχλημένη, άρχισε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο, να παίζει περισσότερο με την κόρη της, να μην ακούει. Η κυρία με το βιβλίο μάζεψε τα χαρτιά της, σηκώθηκε όρθια και κατέβηκε γρήγορα. Είχα μείνει χωρίς αντιπερισπασμό.
-Μένετε Καισαριανή;
-Κυψέλη.
-Κυψέλη;!; Αχ, δύσκολα, τα σχολεία στην Κυψέλη δεν είναι καλά. Δύσκολο ε; Δύσκολο.
-Δεν πειράζει, κάτι θα βρούμε.
Κάπως ανακουφίστηκα, η απάντηση της γυναίκας με κάλυπτε. Ο τόνος της, απότομος, έδωσε νέα ψυχή στο πρόσωπό της και νεύρο στη συζήτηση. Τη χειροκροτούσα από μέσα μου. Η φουριόζα, ή καλύτερα, η ξερόλα, όμως, απτόητη.
-Αχ μωρέ είναι και ακριβά τα ιδιωτικά.
-Αν υπάρχουν χρήματα για ιδιωτικά, καλά είναι κι αυτά.
-Βέβαια, πάνω απ’ όλα η οικογένεια μετράει. Να πείτε να σας βοηθήσουν.
Κάπου εκεί, ήταν η σειρά μου να κατέβω από το τρόλεϊ. Δεν ξέρω πώς άντεξα και δε μίλησα. Ίσως επειδή δεν ήταν η θέση μου και δε χρειαζόταν να μιλήσω. Μπορεί να έκανα τη νεαρή γυναίκα να αισθανθεί ακόμη πιο άβολα. Ήθελα όμως να την υπερασπιστώ. Κοίταξα την ξερόλα με το πιο βλοσυρό και επικριτικό ύφος που μπορούσα να πάρω λίγο πριν σταματήσω στη στάση μου, κοιτώντας την έντονα στα μάτια, λες και έτσι θα μπορούσα να την κάνω να σταματήσει.
«Προς Θεού, λατρεύω να με συμβουλεύουν αγνώστοι για το πώς θα μεγαλώσω τα παιδιά μου. Παρακαλώ, συνεχίστε».
Δεν ξέρω πώς συνεχίστηκε η μέρα της γυναίκας. Εύχομαι να έκανε μια μεγάλη αγκαλιά στην κόρη της και να μην έδωσε σημασία σε τίποτα απ’ όλα όσα άκουσε. Μπορεί ο μόνος που επηρεάστηκε από αυτή τη συζήτηση να ήμουν εγώ. Όλοι μας έχουμε τα προβλήματά μας. Δεν είναι πιο συνετό να μην επιβαρύνουμε τους γύρω μας με επιπλέον άγχη; Να μην ενοχλούμε και να μη μας ενοχλούν. Αυτό δε θέλουμε όλοι; Ας μην αφήνουμε τις γλώσσες μας να ξετυλιχθούν περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε. Κάποιες φορές, οι γλώσσες αυτές τυλίγονται γύρω μας και μας πνίγουν.
Εμένα με νευριαζει απίστευτα όταν κάτι τέτοιοι/τέτοιες απλώνουν χέρι να χαιδεψουν το παιδί μου. Μπορεί να ακούγεται σούπερ αντικοινωνικό σε κάποιον (μου είναι σούπερ αδιάφορο) αλλά γίνομαι έξαλλη. Και ναι, ούτε κι εγώ κάνω κέφι να μιλάω με τον κάθε άγνωστο που έχει όρεξη να με εξομολογήσει για να περάσει ευχάριστα την ώρα του και να ικανοποιήσει μια φαιδρή περιέργεια. Δε ζούμε σε χωριό 100 κατοίκων που γνωρίζονται όλοι μεταξύ τους. Ζούμε σε πόλη 4 εκατομυρίων και ναι δεν είναι ανάγκη να γνωρίζουμε ντε και καλά ούτε 200 από αυτούς!! Ελεος πια με τη νοοτροπία του χωριού που όλοι τα ξέρουν όλα κι αν δε μιλάς στον καθένα θεωρείσαι αντικοινωνικός!!!
Η αντίδραση κάποιου χωρίς παιδιά. Λογικό είναι. Καλά θα ήτανε να σταματούσε ο κόσμος να δίνει ΤΟΟΟΟΟΟΟΣΗ βάση πια σε βλακείες... μια βλαμμένη με μοτεράκι στο στόμα στο αυτόματο, υπάρχουν και χειρότερα. Και που να αρχίσει να μιλάει ή να κλαίει το παιδί, και που να σκάσεις πάνω σε μουφλούζα να κάθεται δίπλα του, και πάει λέγοντας... Δεν είναι καμία μαμά υποχρεωμένη να ανταποκριθεί αν δεν θέλει. Εγώ π.χ. τις περισσότερες φορές δεν απαντάω καν μετά το πρώτο, δεύτερο μονολεκτικό. Και οι περισσότεροι είναι πολύ φιλικοί, ούτως ή άλλως. Η καλύτερη απάντηση σε κάτι τέτοια είναι να συμφωνείς πάντα μαζί τους "Ναι, έχετε δίκιο." Τέλος μετά, θα πρέπει να σκεφτεί κάτι να πει, και με τη σκέψη μπλοκάρει το μοτεράκι ;)
Κ εγώ θυμώνω Θωμά... Απεριόριστα θυμώνω με κάτι τέτοιες - ους που έχουν το αλάνθαστο του Πάπα, τις γνώσεις πυρηνικού φυσικού, τις ικανότητες του Ναπολέοντα κ έχουν γράψει 43 και μισό εγκυκλοπαίδειες με θέμα "πως να γίνετε τέλειοι γονείς σαν κ εμένα" με εξώφυλλο την αφεντομουτσουναρα τους... Δεν είναι "πολύ κακό για το τίποτα"... Ίσα ίσα!! Το αντίθετο... Αν όλοι μας είχαμε λίγο περισσότερο τακτ, δεν θα χαλουσαμε τη μέρα, το δεκάλεπτο ή έστω τη στιγμή κανενός με την παπατζα (ποσο Λαϊκιά είμαι Ε??? Τστστστσ!!!) που θα πετουσαμε μόνο κ μόνο "για να αλλάξουμε καμία κουβεντούλα"... Τακτ λοιπόν... Κανέναν δεν έβλαψε!!!
Πολύ κακό για το τίποτα το άρθρο. Εχουμε όλοι κλειστεί στο καβούκι μας, δεν θέλουμε να ακούμε τους γύρω μας, ούτε να τους αισθανόμαστε και προτιμάμε να φοράμε τα ακουστικά μας για "προστασία"!!! Παλιά ο κόσμος έψαχνε απλά αφορμή και μόνο να μιλήσει, να πει καλημέρα, έστω και μια χαζαμάρα να περάσει η ώρα!!! Πρώτη φορά έχετε ακούσει τέτοια στιχομυθεία από μια γυναίκα γύρω στα 40 ή και παραπάνω (συχνότερα το παραπάνω ίσως) που να ανοίγει κουβέντα με αφορμή το παιδάκι που κρατάει η μανούλα δίπλα της? Δεν έγινε και τίποτα το τρομερό!!! ούτε την έθιξε! το αντίθετο θα έλεγα, της παίνεψε και το παιδί και προσπάθησε να πάρει κάτι παραπάνω από μια κοφτή λέξη. Δεν της είπε ούτε πώς να το ταϊζει, ούτε πώς να το διαβάσει, ούτε πώς να το μεγαλώσει. Εχουμε τα άγχη μας και έχουμε κλειστεί στο καβούκι μας, ούτε χαμόγελο δε σκάμε, έχουμε γίνει μια κοινωνία μουτρωμένη που όταν ακούει να της απευθύνουν το λόγο σκέφτεται αρνητικά και μόνο. Ναι, μου έχει συμβεί να μου πουν ΑΚΡΙΒΩΣ τα ίδια και κοπέλες 30 και 40 και μεγαλύτερες... Ε, δε χάθηκε και ο κόσμος! Φοράω το χαμόγελό μου και λέω και εγώ καμιά κουβεντούλα, αλλάζουμε θέμα και ξεχνάμε τα προβλήματα χωρίς να φοράμε ακουστικά :)
και εγώ περίμενα κάτι πιο hard. Δεν ξέρω αν χάνει στην περιγραφή αλλά μου φάνηκε κάπως περίεργο το κείμενο. Και εγώ φοράω το όμορφο χαμόγελό της crest και προσπαθώ να είμαι ευγενική πάντα. Είμαι η χαρά των ηλικιωμένων που ψάχνουν για κουβέντα. Εκτός αν είναι κάποιος που υπάρχει περίπτωση να κινδυνέψω απο την συμπεριφορά του. Αλλιώς δεν έχω πρόβλημα. Εμένα ίσως να με τσάτιζε η στάση της κοπέλας με το παιδί και όχι της γυναίκας. Αλλά και πάλι αφου δεν ήμουν εκεί δεν μπορώ να κρίνω.