Πόσο συχνά ακούτε πως το να κοιμάστε με το μωρό σας, να προτιμάτε τον μάρσιπο από το καρότσι, να θηλάζετε συχνά και να έρχεστε σε επαφή με το μωρό σας αμέσως μετά τη γέννα – είναι οι καλύτερες πρακτικές γονειϊκότητας επειδή μας θυμίζουν τις πρωτόγονες ανθρώπινες συμπεριφορές που υπάρχουν σε όλο τον κόσμο; Πως αυτές οι συνήθειες είναι ανώτερες επειδή μας φέρνουν πιο κοντά στη βιολογία μας και στην ιστορία της εξέλιξής μας;
Είναι δελεαστικό το πρότυπο της μαμάς των σπηλαίων. Φανταζόμαστε πως παλαιότερα οι άνθρωποι μεγάλωναν παιδιά χωρίς τη σύγχρονη τεχνολογία, με έναν ενστικτώδη τρόπο που διαμορφώθηκε από την εξέλιξη εκατοντάδων χιλιάδων ετών, και έτσι τελειοποιήθηκε. Όσο περισσότερο μιμούμαστε αυτούς τους τρόπους, τόσο το καλύτερο, σωστά;
Όχι ακριβώς. Πρώτον, αυτή η λογική βασίζεται σε σαθρές ιδέες σχετικά με το πώς λειτουργεί η εξέλιξη. Και δεύτερον, προκαλεί σύγχυση στους γονείς όταν καλούνται να αποφασίσουν τι είναι σημαντικό, τονίζοντας απλά τι είναι λάθος και δίνοντάς μας μία λίστα από λόγους να κρίνουμε ο ένας τον άλλον (που στην πραγματικότητα δεν έχουν να κάνουν με τη σωστή ανατροφή των παιδιών).
Ως συγγραφέας σε θέματα επιστήμης και παιδική ανάπτυξης, έχω χρησιμοποιήσει και γω τη λογική της εξέλιξης σε θέματα γονεϊκότητας. Προσφάτως, σε μία έκθεση σχετικά με το ότι η κόρη μου δεν μπουσουλάει, αναφέρθηκα σε ανθρωπολόγους που εισηγούνται πως το μπουσούλημα είναι μία σύγχρονη επινόηση (και άρα δεν είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη) και πως τα μωρά στην Παπούα-Νέα Γουινέα καταλήγουν από το να βρίσκονται συνεχώς στην αγκαλιά των μαμάδων τους στο να περπατούν – ίσως επειδή το μπουσούλημα στο χώμα δεν είναι έξυπνη εξελικτική στρατηγική.
Ο πατέρας μου, που είναι βιολόγος, διάβασε το άρθρο και επεσήμανε ένα πρόβλημα. Οι παραδοσιακές κουλτούρες όπως στην Παπούα-Νέα Γουινέα δεν βρίσκονται «κολλημένες στο παρελθόν» – εξελίσσονται και αυτές. (Ναι, χωρίς iPhones και ενδοεπικοινωνίες, αλλά αλλάζουν όσο αλλάζουμε και εμείς, οι αστικές οικογένειες). Δεν αποτελούν κάποια τέλεια απεικόνιση της εξελικτικής μας ιστορίας και επιπλέον, προσαρμόζονται στο δικό τους περιβάλλον (όχι το δικό μας), και ακολουθούν επίσης πρακτικές ανατροφής των παιδιών που ανταποκρίνονται στις δικές τους κουλτούρες. Παρατηρώντας πως μία ομάδα παιδιών καταλήγει κατευθείαν από την αγκαλιά στο να περπατούν όρθια, δε σημαίνει απαραίτητα πως αυτή είναι η πρότυπη συμπεριφορά των μωρών.
Για την ακρίβεια, η προσπάθειά μας να ακολουθήσουμε και μεις παραδοσιακές κουλτούρες ή πρακτικές από το παρελθόν, μπορεί να είναι γενικότερα προβληματική. Όπως η Marlene Zuc επισημαίνει στο βιβλίο της Paleofantasy, δεν υπήρξε κάποια στιγμή στην ανθρώπινη ιστορία όπου να υπήρξαμε βιολογικά ιδανικοί και να προσαρμοστήκαμε τέλεια στο περιβάλλον μας – η εξέλιξη δεν λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο. Δεν υπάρχει κάποιο σχέδιο, υπάρχει μία συνέχεια και πάντοτε γίνονται συμβιβασμοί – ένα χρήσιμο χαρακτηριστικό μας γνώρισμα μπορεί να συνοδεύεται από ένα λιγότερο επιθυμητό γνώρισμα. «Το σώμα μας φαντάζει ως ένα στημένο σύστημα», γράφει. «Το να θέλουμε να γίνουμε περισσότερο σαν τους προγόνους μας απλά σημαίνει πως θέλουμε να κάνουμε περισσότερους από τους ίδιους συμβιβασμούς». Ποια είδη λειτουργούν λοιπόν για μας ως πρότυπα; Αυτοί που ζούσαν ένα εκατομμύριο χρόνια πριν ή 100.000 χρόνια πριν; Οι συμπεριφορές και οι πρακτικές ποικίλλουν σημαντικά ανάλογα με το πότε και πού επιλέγει κανείς να εξετάσει. Ως άνθρωποι, λέει η Zuc, ένα κομμάτι του DNA μας είναι 600 εκατομμυρίων ετών (παλαιότερο ακόμη και από την εποχή των σπηλαίων), ενώ άλλα γονίδια άρχισαν να εμφανίζονται συχνότερα λιγότερο από 10000 χρόνια πριν. Ποιες συνήθειες και ποια γνωρίσματα (συμπεριλαμβανομένων και των επιλογών γονεϊκότητας) είναι τα καλύτερα εξαρτάται από το τωρινό περιβάλλον και όχι ένα μυθικό, ιδανικό ανθρώπινο παρελθόν.
Με άλλα λόγια, το να πιστεύει κανείς πως οι μαμάδες στην Πλειστόκαινο εποχή ήταν τέλειες δεν βγάζει νόημα. Και σε κάθε περίπτωση, θα δυσκολευόταν κανείς να βρει χρήσιμες συμβουλές από μαμάδες και μπαμπάδες των σπηλαίων: τα κόκκαλα και τα λίθινα εργαλεία αφήνουν πίσω τους συγκεκριμένα ίχνη, αλλά το αν οι πρόγονοί μας κοιμούνταν μαζί με τα μωρά ή τα μάθαιναν να κοιμούνται μόνα τους δεν είναι ακριβώς προφανές στα απολιθώματα.
Αυτό δε σημαίνει πως δεν αποδέχομαι τον «φυσικό» τρόπο στην ανατροφή των παιδιών – κάθε άλλο. Για την ακρίβεια, είμαι μια μαμά που έχει επιλέξει πολλές από αυτές τις πρακτικές η ίδια: Λατρεύω τον μάρσιπο, γέννησα χωρίς επισκληρίδιο και τώρα θηλάζω το 18 μηνών μωρό μου. Υποστηρίζω φυσικά κάθε επιλογή που φαίνεται να λειτουργεί για κάθε οικογένεια. Η ιδέα όμως πως οι πρακτικές αυτές είναι ανώτερες επειδή «καλούμαστε» να τις ακολουθήσουμε είναι παραπλανητική. Και συχνά χρησιμοποιείται ως λογική για να υποστηρίξει μια άποψη ή φιλοσοφία που ήδη έχουν ενστερνιστεί οι άνθρωποι. Όπως γράφει η Zuc, «Έχουμε δυστυχώς μια τάση να βλέπουμε ό,τι θέλουμε να βλέπουμε και να εκλογικεύουμε αυτό που ήδη έχουμε αποφασίσει πως θέλουμε να κάνουμε».
Είναι ξεκάθαρο πως η βιολογία διαμορφώνει την ανατοφή των παιδιών. Για παράδειγμα, ανάβει αμέσως ένα λαμπάκι στο μυαλό μας μόλις ακούσουμε το ανήσυχο κλάμα ενός μωρού. Και ορισμένες συμπεριφορές υπάρχουν τόσο σε ανθρώπους όσο και σε άλλα θηλαστικά: οι μαϊμούδες και οι χιμπατζήδες μένουν κοντά σε αυτόν που τους φροντίζει και τον χρησιμοποιούν ως ασφαλή βάση για εξερεύνηση – πράγμα που σημαίνει πως μοιραζόμαστε ένα σύστημα που μας έχει προγραμματίσει να προσκολλούμαστε. Όταν όμως κοιτάξουμε τις λεπτομέρειες, είναι δύσκολο να συγκριθούν μαζί μας τα άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά: υπάρχουν πολλές διαφορές στον τρόπο ανατροφής των παιδιών μας, και άλλωστε δεν εξελιχθήκαμε από τις μαϊμούδες και τους χιμπατζήδες – διαχωριστήκαμε εκατομμύρια χρόνια πριν από έναν κοινό απόγονο, και από τότε κάθε παρακλάδι άρχισε να εξελίσσεται ξεχωριστά.
Θα ήταν καλύτερο να εξετάσουμε τις σύγχρονες έρευνες, αντί να θεωρούμε πως ένας τρόπος γονεϊκότητας είναι καλύτερος επειδή είναι πιο κοντά σε αυτό για το οποίο σχεδιαστήκαμε να κάνουμε. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η επιστήμη μας συστήνει συγκεκριμένα πράγματα – για παράδειγμα, πως ο θηλασμός έχει πλεονεκτήματα για την υγεία και πως το να ταΐζεις το μωρό όποτε θέλει αυτό ή το να κοιμάται αρκετά είναι σημαντικό (σημειώστε επίσης πως έρευνες συστήνουν να κοιμάστε μαζί με το νεογέννητο). Ευτυχώς, όταν διαφωνούμε σε θέματα γονεϊκότητας, η επιστήμη μας λέει να χαλαρώσουμε – η ανάπτυξη των παιδιών και το πώς αναπτύσσουμε δεσμούς με άλλους ανθρώπους έχουν ευελιξία. Γνωρίζουμε πως τα μωρά και τα παιδιά χρειάζονται ανταπόκριση, επαφή, και αγάπη από αυτούς που τα φροντίζουν για να είναι υγιή και ευτυχισμένα – υπάρχουν πολλές έρευνες δεκαετιών που υποστηρίζουν αυτά τα βασικά στοιχεία γονεϊκότητας. Αλλά όταν αξιολογεί κανείς τα δεδομένα, δε θα βρει πολλά στοιχεία που υποστηρίζουν περισσότερο τον μάρσιπο από το καρότσι, το να γεννήσεις χωρίς αναισθησία ή το να κοιμάστε μαζί με τα παιδιά.
Αυτό συμβαίνει γιατί το να είσαι καλός γονιός έχει να κάνει με τον τρόπο, όχι με το τι κάνει κανείς. Υπάρχουν τρυφερές μαμάδες που είναι δεμένες με το παιδί τους και το ταΐζουν με μπιμπερό και άλλες πιο αποστασιοποιημένες που χρησιμοποιούν μάρσιπο. Είναι εύκολο να αξιολογήσουμε τον εαυτό μας σχετικά με το αν αυτό που κάνουμε είναι «σωστό», αλλά σημασία έχει το πόσο καλός είναι ο τρόπος που αλληλεπιδρούμε με τα παιδιά μας – όχι αν είμαστε πιο «φυσικοί», πιο προσκολλημένοι σε μία φιλοσοφία ή πιστοί στις ρίζες μας, εκείνες των μαμάδων των σπηλαίων.
πηγή: babble.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο