Όταν έγραψα για το coming out μου, πολλοί με προέτρεψαν να πω στη μαμά μου πόσο την αγαπώ. Μία γνωστή μου που διάβασε το άρθρο, μου έστειλε την ιστορία της Mary H K Choi, μίας γυναίκας καριέρας από την Κορέα που ζει στην Αμερική. Στο κείμενό της, είναι εμφανής η λατρεία της για τον άνθρωπο που τη γέννησε, κι ας ένιωθε άβολα που η νοοτροπία της μητέρας της ήταν τόσο ξένη για αυτήν και για τους φίλους της στην Αμερική. Η Mary δεν μπορεί να της πει το «σ’ αγαπώ». Κανείς δεν μπορεί να μπει στην ψυχολογία κάποιου άλλου, μα διαβάζοντάς το, με έπιασαν τα κλάματα.
Είναι πολύ δύσκολο να βγάλεις από μέσα σου το συναίσθημα. Πηγαίο συναίσθημα κι ειλικρινές. Πιστεύω πως σε κάνει απλά να νιώθεις τελείως γυμνός και απροστάτευτος. Προς τα έξω, όσο και μέσα σου. Ακόμη και αν ο άνθρωπος που έχεις απέναντί σου είναι η μητέρα σου.
Κάποια μέρα υπόσχομαι πως θα γράψω και τη δική μου ιστορία. Προς το παρόν, διαβάστε και σεις την ιστορία της Mary:
________________________________________
Η μαμά μου τρέχει γρήγορα για τα 65 της χρόνια. Είναι μικροκαμωμένη – ούτε 1,53 – και ζυγίζει λιγάκι παραπάνω από 45 κιλά. Το σκαρί της θα έκανε θραύση στα τμήμα με τα παιδικά ρούχα των καταστημάτων της Αμερικής. Τη βλέπω να τρέχει προς το μέρος μου ενώ στέκομαι στη γωνία μιας πολυσύχναστης διασταύρωσης στο Austin, στο πιο πολυσύχναστο δεκαπενθήμερο – είναι οι δύο βδομάδες που φιλοξενεί το South by Southwest, το ετήσιο συνέδριο πολυμέσων. Η ώρα είναι λιγάκι μετά τις 11μμ και η κίνηση στους δρόμους είναι εξωφρενική. Η μαμά μου ήταν πάντοτε αθλητικός τύπος αλλά από τότε που σταμάτησε να βάφει τα μαλλιά της, η ηλικία της φαίνεται. Καθώς με πλησιάζει, ανησυχώ πως το εύθραυστο σωματάκι της θα γίνει κομμάτια στο παρμπρίζ ενός SUV που στρίβει απότομα. Πίστευα πως είχα μεγαλώσει από την ηλικία που περίμενα τους γονείς μου να έρθουν να με μαζέψουν. Είμαι άλλωστε 33 ετών, ζω στη Νέα Υόρκη και βρίσκομαι εδώ για δουλειά. Εκείνοι όμως μένουν μόλις μία ώρα έξω από την πόλη και άργησα να ψάξω για ξενοδοχείο οπότε μένω μαζί τους. Κόλλησαν στην κίνηση δυο ώρες για να έρθουν να με πάρουν.
Ήμουν στο τηλέφωνο με τον μπαμπά μου, να φωνάζουμε κι οι δύο καλύπτοντας την αυταρχική φωνή του GPS – εκείνος έξαλλος με την κίνηση, εγώ αγανακτισμένη πλήρως – όταν η μητέρα μου πετάχτηκε από το αυτοκίνητο για να τρέξει μπροστά, πιστεύοντας πως θα είναι πιο εύκολο να με φτάσει με τα πόδια. Τη βλέπω και λάμπει καθώς με χαιρετάει με χαρά, τρέχοντας και φωνάζοντας το πλήρες όνομά μου στα Αγγλικά. Κι οι δύο γονείς μου το κάνουν αυτό πιστεύοντας πως είναι για το καλό μου. Λες και το να φωνάζεις το παιδί σου με το πλήρες ονοματεπώνυμό του είναι σούπερ συνηθισμένο. Είναι φως φανάρι πως τα Αγγλικά δεν είναι η πρώτη τους γλώσσα. Τους περιμένω με έναν 24χρονο συνάδελφό μου τον οποίο προσέλαβα με το που τελείωσε το κολλέγιο και με έχει για θεό και ανησυχώ πως η μαμά μου θα χτυπήσει στο δρόμο και πως οι άνθρωποι θα δουν το σκηνικό. Όλο αυτό με κάνει έξω φρενών. Αρνούμαι να φάω τα σνακ που έφερε σε αλουμινόχαρτο απ’ το σπίτι.
Αγαπώ τη μαμά μου σε αφύσικο βαθμό. Είναι διεστραμμένο γιατί προσπάθησε να με σκοτώσει όταν ήμουν μικρή. Αστειεύομαι. Η μαμά μου είναι μια εξαιρετική μαμά. Γνωρίζει πως είμαι οξύθυμη, μη μου άπτου και αντικοινωνική. Ξέρει πως κουράζομαι να αλληλεπιδρώ με άλλους ανθρώπους και πως είτε τους τρομάζω με το υβρεολόγιό μου είτε μεταμορφώνομαι στο πιο ψεύτικο ανδροειδές γιατί δεν απαιτεί καμία προσπάθεια. Μου τη λέει για όλα αυτά, κάνοντάς μου ένα δισεκατομμύριο ερωτήσεις μέχρι που δε βλέπω μπροστά μου και της αντιμιλώ. Με αναγκάζει να τηλεφωνήσω σε μακρινούς συγγενείς, καλώντας η ίδια τον αριθμό και πιέζοντας το ακουστικό στο μάγουλό μου μέχρι που τα μάτια μου αρχίζουν να καίνε και να δακρύζουν. Επιβεβαιώνει την ιεραρχία της και μια φορά μου έκανε μια λαβή τζούντο στο σούπερ μάρκετ ρίχνοντάς με πίσω για να μου δείξει ποιος είναι ο αρχηγός. Είναι ο αγαπημένος μου άνθρωπος και αυτό με τρελαίνει. Μπορεί κανείς να καταλάβει πως ήταν δημοφιλής στο σχολείο, αλλά εγώ είμαι στη βάση μου πιο δημοφιλής. Νοιάζομαι περισσότερο και λατρεύω τους κανόνες. Το γνωρίζω από την πρώτη δημοτικού.
Όταν ήμουν μικρή πίστευα πως ήμουν πιο cool από τη μαμά μου επειδή εκείνη είναι τόσο ξένη. Είναι πραγματικά ξένη. Θα έλεγα κανείς πως θα τη σκότωνε το να αγοράσει συσκευασμένα σνακ, τόσο ξένη είναι. Μεγάλωσε στην Κορέα, περιτριγυρισμένη από Κορεάτες, παντρεύτηκε έναν Κορεάτη και έπειτα πήγε στο Χονγκ Κόνγκ στα 30κάτι της. Ήμουν 11 μηνών και ο αδελφός μου ήταν δύο χρόνια μεγαλύτερος. Τότε που το Χονγκ Κονγκ ήταν ακόμη Βρετανική αποικία, κάτι που σήμαινε πως ζούσαμε στην Ασία με πολλούς Αυστραλούς και ηλιοκαμένους Ευρωπαίους που έβγαιναν ραντεβού με Φιλιππινέζες. Όλα θύμιζαν μυθιστόρημα του James Clavell και λινά πουκάμισα. Σε κάθε περίπτωση, εγώ μιλώ τέσσερις γλώσσες και είμαι εξπέρ στην αφομοίωση. Θα αρνηθώ τους πάντες στο όνομα του καμουφλάζ επειδή βλέπω τα πάντα σα διαγωνισμό και είμαι αηδιαστικά πουλημένη. Είναι η σκοτεινή πλευρά μου μιας και θέλω να είμαι δημοφιλής υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Είμαι σίγουρη πως υπάρχει ένας αγρός με καλαμπόκι μέσα στην ψυχή μου ο οποίος μαραζώνει καθώς τροφοδοτεί το κατάπτυστο αυτό ταλέντο μου, αλλά όλοι κάποια στιγμή θα πάμε από καρκίνο, σωστά;
Η μητέρα μου, από την άλλη, δεν μιλάει πολύ καλά Αγγλικά και έχει μία χάλια, δήθεν Κορεατο-Βρετανική προφορά, σα να έμαθε τη γλώσσα παρακολουθώντας μία ταινία του Merchant Ivory του 1960 σε επανάληψη. Είναι επίσης αηδιαστικά τυπική, προστατεύει υπερβολικά την προσωπική της ζωή και δε συμμετέχει εύκολα. Δυσκολεύεται στις αλλαγές. Η μετακόμισή της στο Χονγκ Κονγκ με δυο μικρά παιδιά και έναν απόντα σύντροφο ήταν δύσκολη. Ο πατέρας μου είχε επιλέξει να ιδρύσει μία ναυτιλιακή. Έλειπε από τη χώρα για οκτώ μήνες κάθε χρόνο και κάποια στιγμή γύρω στα δέκατα γενέθλιά μου ανακάλυψα πως μπορεί να συνεννοηθεί στα Ρωσικά για λόγους που παραμένουν ανεξήγητοι. Θέλω να πω πως δεν ήταν εκεί όταν τον χρειαζόταν.
Όταν ήμουν πέντε, έπαθα ένα πολλαπλό κάταγμα στο μπράτσο μου, καταστρέφοντας τον αγκώνα μου. Ήμουν σε ένα φιλικό σπίτι για play date και φυσικά κατηγόρησα τη μητέρα μου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά να ξαπλώνω στο πάτωμα, ουρλιάζοντας κατηγόριες πως με παραμελεί όσο εκείνη προσπαθούσε αναστατωμένη να καλέσει ένα ασθενοφόρο το οποίο κατέφτασε εκεί μαζί με ένα περιπολικό και ένα πυροσβεστικό όχημα. Δυσκολευόμουν να προσαρμοστώ στο σχολείο και φαινόταν πως θα έχανα βδομάδες μαθημάτων. Τα Αγγλικά με μπέρδευαν μιας και μιλούσαμε μόνο Κορεάτικα στο σπίτι. Προτιμούσα τα Καντονέζικα από τα Αγγλικά μιας και παρακολούθησα μαθήματα σε ένα Κινέζικο σχολείο της γειτονιάς για μια βδομάδα όσο περίμενα τα αποτελέσματα των εξετάσεων που είχα δώσει για να με πάρουν σε ένα ιδιωτικό Βρετανικό σχολείο. Ήμουν αναγκασμένη να φοράω έναν πελώριο γύψο κατά τη διάρκεια του πέμπτου μήνα μου στο Βρετανικό σχολείο και άρχισα να αναφέρομαι στον εαυτό μου στο τρίτο πρόσωπο – χρησιμοποιώντας το Αγγλικό μου όνομα – δηλώνοντας καθημερινά πως «Η Mary δεν θα πάει σχολείο».
Στο σχολείο ήταν φρικτά. Έπρεπε να φεύγω στη μέση της μέρας για να πάω για φυσιοθεραπεία που περιλάμβανε κολύμπι και μετά να επιστρέφω στην τάξη με ανεξήγητα βρεγμένα μαλλιά. Το μεσημεριανό ήταν χάλια. Η μαμά μου έδινε τα πιο χαζά πράγματα να φάω. Μια φορά είχε απλώσει φρέσκο σκόρδο που είχε περισσέψει από το kimchi που είχε φτιάξει σε ένα λευκό ψωμί του τοστ, πιστεύοντας πως έτσι έφτιαχναν το σκορδόψωμο και στην Pizza Hut. Περίμενα μέχρι να επιστρέψει από τη δουλειά το βράδυ και της φώναξα με τη βρωμερή μου ανάσα. Είχα φάει το μεγαλύτερο μέρος από το φαινομενικά αθώο αυτό τετράγωνο γεύμα, ενθουσιασμένη που η μαμά μου είχε πακετάρει σάντουιτς, ενώ συνήθως μου έβαζε κάτι φρικτά πράγματα που κάποιες φορές είχαν και μάτια. Το άγχος μου να εγκλιματιστώ στο σχολείο, έτσι ανήμπορη με την τσακισμένη μου φτερούγα, μου προκαλούσε δυσφορία.
Μια φορά την ώρα του μεσημεριανού, σιγοπερπατούσα στην παιδική χαρά όταν είδα τη μαμά μου να στέκεται στα κάγκελα και να χαιρετάει όλο χαρά φωνάζοντας το όνομά μου. Ήθελα τόσο πολύ να την αγνοήσω. Κανονικά θα έπρεπε να είναι στη δουλειά και δεν είχα φυσιοθεραπεία εκείνη τη μέρα οπότε έγινα αμέσως καχύποπτη. Όσο κι αν με προβλημάτιζε η παρουσία της, η περιέργειά μου δεν ήταν μεγαλύτερη από την επιθυμία μου να με αφήσει ήσυχη. Άρχισα να απομακρύνομαι οπότε εκείνη φώναξε δυνατά για να ακουστεί σε όλη την παιδική χαρά. Πήγα προς το μέρος της θέλοντας να την κουτουλήσω με τον γύψο στο σπασμένο μου χέρι. Κρατούσε ένα χάρτινο κουτί. Ήταν ένα happy meal από τα McDonald’s: με cheeseburger, το αγαπημένο μου. Δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο γι’ αυτό και θεώρησα πως ήθελε να με δωροδοκήσει. Αναρωτήθηκα μήπως οι γονείς μου θα έπαιρναν διαζύγιο μιας και ήταν πολύ συνηθισμένο στο σχολείο μου εκείνη την περίοδο. Τη ρώτησα τι συνέβαινε. Μου ανέφερε πως ήθελε να μου φέρει ένα μεσημεριανό που μου αρέσε.
Έκανα τότε αυτό που θα έκανε κάθε φυσιολογικό παιδί και της φώναξα, φωνάζοντας πόσο άβολο ήταν να έρχεται στο σχολείο την ώρα που είχαμε το διάλειμμα για το μεσημεριανό. Μου έδωσε μια σακούλα με cheeseburger για να μοιράσω και στους φίλους μου. Αρνήθηκα τη μουσκεμένη σακούλα και τσίριξα πως ήταν πολύ τσίπισσα που δεν έφερε ολόκληρο παιδικό γεύμα με παιχνίδια και γι’ αυτούς. Την έκανα να πάρει πίσω τα burger. Αν ήμουν ηθοποιός και έπρεπε να σκεφτώ κάτι πολύ στενάχωρο για να κλάψω σε μια σκηνή, θα σκεφτόμουν τη συγκεκριμένη στιγμή. Αυτή και την άλλη φορά που ήμουν 13 και κλώτσησα τη μαμά μου απ’ το δωμάτιο και μετά έφυγα από το σπίτι για δύο μέρες γιατί προσπάθησε να με βάλει τιμωρία – επειδή δεν είχα γυρίσει στην ώρα μου ένα βράδυ που η φίλη μου Jacinta είχε κλέψει λεφτά από την άρρωστη γιαγιά της για να νοικιάσουμε ένα νυχτερινό κλαμπ και να γράψουμε απ’ έξω όσους απαγορεύαμε την είσοδο. Ειλικρινά δεν ξέρω γιατί οι άνθρωποι κάνουν παιδιά.
Το καλοκαίρι πριν τα 14 μου, η μαμά μου, ο αδελφός μου κι εγώ μετακομίσαμε στο Τέξας. Πάντα ξέραμε πως κάποια μέρα πριν την κυριαρχία της Κίνας στο Χονγκ Κονγκ θα πηγαίναμε στην Αμερική να μείνουμε με την οικογένεια της μαμάς μου. Αποκτήσαμε την πράσινη κάρτα μας και ο μπαμπάς μου αγόρασε ένα σπίτι στην επαρχία του San Antonio, παρόλο που η οικογένειά μας έμενε 1400 μίλια μακριά, στο Los Angeles. Μετά από 13 χρόνια να ζούμε σαν τις σαρδέλες σε ψηλά κτίρια, του άρεσε η ιδέα να απλωθούμε. Να μπορούμε να ανοίγουμε τα συρτάρια μας χωρίς να χτυπάνε στα κρεβάτια ή τις πόρτες, κι έτσι προτίμησε το Τέξας. Ο μπαμπάς μου μοίρασε τον χρόνο του τρέχοντας την επιχείρησή του στην Ασία και επισκεπτόμενος την οικογένειά του στην Αμερική. Όταν έφτασα στο Τέξας, ήταν μέσα Ιούνη και η θερμοκρασία 40 βαθμοί υπό σκιά. Μόλις είχα χωρίσει από το αγόρι μου στο Χονγκ Κονγκ, έναν ωραίο 17χρονο παίκτη του ράγκμπι. Με τη ζέστη και τον χωρισμό, δεν ήταν η καλύτερή μου αυτή η μετακόμιση. Εγκλωβισμένη στα προάστια, άρχισα να προσέχω πως η μαμά μου που αγνοούσα στο Χονγκ Κονγκ ήταν ενδιαφέρουσα – αρκεί να μιλούσε για μένα.
Η μαμά μου ήταν η μόνη από εμάς που είχε δίπλωμα οδήγησης. Κάποια στιγμή στα μέσα του Ιούλη, αρχίσαμε να ξαναμιλάμε στις βόλτες με το αυτοκίνητο και γίναμε φίλες. Μου έλεγε ιστορίες για τότε που ήμουν δύο ετών και κρεμιόμουν από το παράθυρο των γονιών μου στον 18ο όροφο για να παίξω στο περβάζι με τα λουλούδια. Είπε πως όταν ήμουν τεσσάρων, της έκλεψα εκατοντάδες δολάρια και δωροδόκησα τον οδηγό του λεωφορείου μου να με κατεβάσει τελευταία και να κάνει μια στάση σε ένα μαγαζί για να αγοράσω καραμέλες πριν γυρίσω σπίτι. Είχα χώσει τα ρέστα στις τσέπες της σαλοπέτας μου και όταν η μαμά μου με μάλωσε που της έκλεψα λεφτά και που προσπάθησα να κάνω κάποιον να με απαγάγει, της είπα πως αγαπούσα τα λεφτά περισσότερο από όσο αγαπούσα εκείνη. Όλο αυτό μου φαινόταν συναρπαστικό.
Ίσως ακουστεί παράλογο αλλά τον πρώτο χρόνο μου στο Τέξας με ένοιαξε για πρώτη φορά να είμαι έξυπνη. Πάντα περηφανευόμουν πως ήμουν διάσημη. Ο μεγαλύτερος αδελφός μου έπαιρνε τους καλούς βαθμούς και εγώ ήμουν εκείνη που έβγαινα ραντεβού με καμένους από το μεγαλύτερο έτος. Είχε κάτι αυτή η ολοκληρωτική επανεκκίνηση της ζωής μας στο Τέξας, η συγκριτική ηρεμία του ουρανού και της νύχτας με έκαναν να διαβάζω περισσότερο. Διάβαζα ένα καινούριο βιβλίο μέρα παρά μέρα και αρίστευα στις εξετάσεις. Ακόμη και στη Β’ Λυκείου, έκανα παρέα με τους δημοφιλείς τελειόφοιτους. Όταν εκείνοι αποφοίτησαν, δε με ενδιέφερε να βρω άλλους. Κλείστηκα στον εαυτό μου και ακολούθησα το πρόγραμμα προχωρημένων μαθημάτων για το κολλέγιο.
Τα σχολικά μου χρόνια ήταν εύκολα, ήταν δύσκολα όμως για τη μαμά μου. Στο Χονγκ Κονγκ είχε ένα κάρο φίλους. Πήγαινε στην εκκλησία και είχε μία μεγάλη κορεατική κοινότητα με την οποία μπορούσε να συναναστραφεί. Στο Τέξας δεν είχε κανέναν άλλον εκτός από μένα και τον αδελφό μου. Κάθε πρωί που ερχόταν να μας μαζέψει μέσα στο χάραμα το λεωφορείο, μπορούσα να διακρίνω τη φιγούρα της να μας παρακολουθεί καθώς φεύγαμε πίσω από τα στόρια του παραθύρου. Ένας τελειόφοιτος στο σχολικό με ρώτησε μια μέρα αν ήξερε πως φαινόταν. Του είπα να πάει να γαμηθεί και να σταματήσει να κοιτάζει τη μητέρα μου. Ακόμη και σήμερα, δεν μπορώ να τη βλέπω να μας αποχαιρετά.
Είναι ευλογία που η ζωή μας είναι γεμάτη αντιπερισπασμούς. Δουλεύω πολύ. Δεν είχα ποτέ μου άδεια τις εβδομάδες μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς, αλλά πλέον δεν αγαπώ τα χρήματα όπως συνήθιζα. Τη μαμά μου όμως, τη λατρεύω. Τη σκέφτομαι συνέχεια και δεν το αντέχω. Όταν παίρνει τηλέφωνο και εγώ βρίσκομαι για φαγητό δεν μπορώ να χωνέψω αν δεν την καλέσω αμέσως μετά. Είναι σα να πέφτω σε μια δίνη ντροπής όπου αγανακτώ που τηλεφώνησε και μας τιμωρώ και τις δύο παρατείνοντας την αναμονή. Δεν έχω ιδέα πότε η ιδέα που έχω για τη μητέρα μου άλλαξε και μετατράπηκε σε αυτό τον ανυπόφορο έρωτα της ζωής μου, αλλά συνέβη. Δεν πηγαίνω σπίτι στα γενέθλια και τις αργίες και όταν τους επισκέπτομαι, εκφράζω την αγάπη μου με περίεργο τρόπο. Περιμένω να πέσει για ύπνο και κοιτάζω από πάνω το σώμα της, και σκέφτομαι πώς θα ήταν αν πέθαινε. Απλά στέκομαι εκεί, ενώ κλαίω σιωπηλά, τα καυτά δάκρυα να κυλάνε στο πρόσωπό μου. Δεν είμαστε εκδηλωτικοί ως οικογένεια, και τέτοια κλαψιάρικη, τρελή συμπεριφορά θα έδινε την αφορμή για καυστικό χλευασμό. Αγαπώ τη μαμά μου μα το κρατάω μυστικό. Την αγαπώ τόσο που με σκοτώνει, μα πιστεύω πως θα πεθάνω πριν της το πω. Θέλω όμως να το γνωρίζει. Ίσως αν της το έλεγε κάποιος. Αλλά όχι ο μπαμπάς μου. Θα ήταν άβολο.
πηγή: aeonmagazine.com
Η μαμα μου και εγώ έχουμε 48 χρονια διαφορα.... Σε όλη της τη ζωή υπήρξε υπερπροστατευτική απέναντί μου "μην πεσει το παιδι, μην χτυπησει, μην πληγωθει, μην...μην...μην). Η μεγάλη διαφορά ηλικίας και το άνχος της δικαιολογούν κάποιες συμπεριφορές απο τη μια. Το γεγονός οτι "αφιερώθηκε" εξ ολοκλήρου στην ανατροφή μου παρατώντας προσωπική δουλειά και εν μερη συζυγο,ειχε ως αποτελεσμα να μου μεταφορτώσει τα ανχη της, τις ανασφαλειες της, τα θελω της και τα πιστευω της κανοντάς με συντροφο και συνοδοιπορο στο γαμο της...Οπως και ο πατεράς μου , ηταν και έιναι ακόμα γυναίκα του φαίνεσθαι. Δλδ μπορει να ειναι κ...ος σαν ζευγαρι ας πουμε αλλα στη γειτονια να φαινεται το πιο αγαπημένο ανδρόγυνο. Πάντα μεγάλη αξία το τι θα πει η γειτονια. Και πάντα του να ελέγχει τισ σχεσεις, τα ρουχα , τα πάντα...Πάντα είχε όμως μια μεγάλη αγκαλιά για μένα. Δεν θυμαμαι να μου έλεγε σ αγαπώ τόσο συχνά ! Το έδειχνε με τις πράξεις της. Οι οποιες ήταν πάντα τυπου παρε δώσε. Δλδ θα σου δωσω χρηματα να βγεις και εσυ θα μ αγαπας ετσι? Σαν να εξασφαλιζε την αγάπη μ παρέχοντας μου το ο,τι. Της έλεγα όλα μου τα μυστικά, όλες μου τις ανησυχίες και εκείνη μου απαντουσε με την φράση ατάκα ¨" ιιιι για Ονομα του θεου". Πάντα εκείνη ήξερε και εγώ οχι. Εκείνη είχε πείρα και εγω όχι. Όταν γέννησα την κορη μου δεν μπορουσα να καταλάβω γιατι αντιδρούσε τόσο περίεργα. Δλδ γιατι δεν με καταλάβαινε οταν εκλαιγα, οταν δεν μπορουσα στην αρχη να θηλάσω μου την έλεγε κιόλας... Διέκρινα ζήλια. Μετά μου εξομολογήθηκε οτι ειμαι υιοθετημένη... Για μένα αυτο άλλαξε τα πάντα γιατι μπόρεσα να καταλάβω και να αναλύσω καλύτερα συμπεριφορές στο παρελθόν και να αποστασιοποιηθώ απο όλα εκείνα που με "κρατούσαν" πίσω. Εκανα δική μου οικογένεια, ειμαι αυτόνομη και έπαψα να ειμαι το δεκανίκι της στο γάμο, τα προβλήματα της δεν ειναι πια δικά μου...Ποτέ δεν ήταν δουλειά μου στο κάτω κατω. Κάποιες φορες με απαξιώνει σα μάνα όμως τωρα τα αυτιά μου είναι κλειστά γιατι ξέρω πολύ απλά οτι ο ανθρωπος αυτος ειναι τοσο ξεροκέφαλος και κολλημένος στις απόψεις του και δεν θα μπω καν στον κόπο να στεναχωρεθω. Πολύ απλά γιατι έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στον ευατό μου, το αν ειμαι καλή μανα η όχι το χω αποδείξει στο παιδί μου και απο κει περα θα με κρινει εκεινο και μονο οταν μεγαλώσει. Την ευχαριστω πολύ πολύ που με μεγάλωσε με τοση αγάπη αν και πνιγηρη.