Αισθάνομαι τυχερός που μεγάλωσα το ’90, στη γειτονιά που μεγάλωσα. Στο τέλος ενός πλατύ, αδιέξοδου δρόμου, περιτριγυρισμένου από δέντρα. «Η κάτω γειτονιά», έτσι τη λέγαμε. Εκεί ήταν το σπίτι μου. Κι εκεί ήταν το παιχνίδι μου – η γειτονιά μου και οι φίλοι μου.
Δεν είχαμε υπολογιστές και κινητά τότε, είχαμε ο ένας τον άλλον.
Άραγε υπάρχουν ακόμη «γειτονιές»; Βλέπω παιδάκια με ποδήλατα, να τρέχουν και να κυνηγιούνται, αλλά δε χρειάστηκε ποτέ να διαλύσουν το παιχνίδι τους, να μαζέψουν τις μπάλες και τα κεραμίδια, να διαλύσουν «το τζαμί» για να περάσω εγώ το δρόμο με το αυτοκίνητο, όπως κάναμε τότε.
Θυμήθηκα λοιπόν ορισμένα από τα παιχνίδια που παίζαμε, ένα μάτσο παιδιά οκτώ κι εννιά και δέκα χρονών από τις γύρω πολυκατοικίες, και ήθελα να σας τα περιγράψω, μήπως τα έχετε κι εσείς ξεχάσει:
Κλασικό. Τα παιδιά χωρίζονται σε δύο ομάδες. Η μία μέσα, η άλλη απ’ έξω με τη μπάλα. Στόχος της ομάδας μέσα είναι να αποφύγει τα διαδοχικά χτυπήματα των έξω. Αν η μπάλα τούς ακουμπήσει, «καίγονται» και βγαίνουν από το παιχνίδι. Αν όμως την πιάσουν, κερδίζουν ένα μήλο, μια επιπλέον ζωή. Όταν μείνει μόνο ένα παιδί μέσα, πρέπει να αποφύγει 12 χτυπήματα. Αν τα καταφέρει, η ομάδα του κερδίζει, αλλιώς κερδίζουν οι αντίπαλοι.
Το αγαπημένο μου! Μαζεύεις 7 πλακάκια ή κομμάτια από κεραμίδια και τα στήνεις το ένα πάνω στο άλλο, μέσα σε έναν κύκλο. Μία ομάδα βρίσκεται πίσω από το «τζαμί» και η άλλη από μπροστά, προσπαθώντας με τη σειρά οι παίκτες να κυλήσουν τη μπάλα και να το γκρεμίσουν. Αν διαλυθεί τελείως, η ομάδα που πετάει τη μπάλα πρέπει να τρέξει μακριά και η άλλη που προστάτευε το τζαμί να την κυνηγήσει με τη μπάλα. Όποιον χτυπάει η μπάλα, καίγεται. Σκοπός της ομάδας που τρέχει είναι να καταφέρει να επιστρέψει στο τζαμί και να το ξαναχτίσει, χωρίς να τη χτυπήσουν οι αντίπαλοι. Αν τα καταφέρει, κερδίζει το παιχνίδι, αλλιώς κερδίζουν οι άλλοι.
Τυπικό κυνηγητό με μια διαφορά. Μπορείς να σωθείς. Αρκεί να ανεβείς σε ένα πεζούλι, σκάλα, (δέντρο;!), και να είσαι ψηλότερα από αυτόν που κυνηγάει. Ακόμη απορώ τι σημαίνει «κούμητο».
Όπως και στο ψηλοκούμητο, ένας κυνηγάει και οι υπόλοιποι προσπαθούν να μην πιαστούν. Για να καταφέρουν να σωθούν, λένε μάρκες από ποτά και τσιγάρα (εκπαιδευτικό παιχνίδι για μικρούς αλκοολικούς και φουγάρα ηλικίας 7 ετών και άνω) και στέκονται ακίνητοι. Αν μείνει κάποιος που δεν έχει πιαστεί, μπορεί να «ξεμαρμαρώσει» τους άλλους, λέγοντας «τσιγαροποτά». (Όσο σκέφτομαι πως ένας ταλαίπωρος έτρεχε πέρα δώθε αναρωτιέμαι αν τέλειωνε ποτέ αυτό το παιχνίδι).
Τα παιδιά επιλέγουν το όνομα μιας χώρας. Μαζεύονται σε έναν κύκλο και κάποιος πετάει τη μπάλα ψηλά στον αέρα φωνάζοντας μία από τις χώρες. Μέχρι να σκάσει η μπάλα στο έδαφος, οι υπόλοιπες χώρες πρέπει να τρέξουν μακριά και η χώρα που άκουσε το όνομά της να πιάσει τη μπάλα και να πει «1, 2, 3 στοπ!». Στο στοπ, όλοι οι άλλοι πρέπει να κοκκαλώσουν. Αυτός που έχει τη μπάλα κάνει τρία βήματα από τη θέση του και προσπαθεί να πετύχει όποιον βρίσκεται κοντά του, για να του δώσει μία «ψείρα» και να πετάξει εκείνος τη μπάλα. Αλλιώς, φορτώνεται ο ίδιος την ψείρα. Στις 5 ψείρες, τα παιδιά μαζεύονται και βγάζουν ένα ψευδώνυμο στον παίκτη που τις συγκέντρωσε και πρέπει να τον φωνάζουν με το ψευδώνυμο αντί το όνομα της χώρας.
Ένα παιδί στέκεται μπροστά από έναν τοίχο και είναι αυτός που «τα φυλάει». Κλείνει τα μάτια του και λέει προς τον τοίχο «1, 2, 3… κόκκινο φως!». Όλοι οι άλλοι βρίσκονται πίσω του, πίσω από μια γραμμή και προσπαθούν να τρέξουν πριν ακούσουν το «κόκκινο φως» και να του χτυπήσουν την πλάτη. Αν δεν προλάβουν, πρέπει απλά να παραμείνουν ακίνητοι μέχρι το επόμενο «1, 2, 3». Αν τους δει να κουνιούνται αυτός που τα φυλάει, βγαίνουν από το παιχνίδι. Αν καταφέρουν και του χτυπήσουν την πλάτη όμως, τρέχει να τους πιάσει πριν προλάβουν να περάσουν τη γραμμή της αφετηρίας τους. Αυτός που θα πιαστεί, είναι ο επόμενος που τα φυλάει. Αν δεν πιαστεί κανείς, τα φυλάει αυτός που πέρασε τελευταίος τη γραμμή.
___________
Και ήρθε η στιγμή που μετακομίσαμε, γύρω στην έκτη. Δεν πήγαμε μακριά, λίγα μέτρα πιο κάτω. «Στην πάνω γειτονιά». Και ξάφνου μ’ εκείνη τη μετακόμιση, παραμεγάλωσα. Και χάθηκαν και οι παρέες και τα παιχνίδια.
Εσείς τι παίζατε στη γειτονιά όταν ήσασταν μικροί; Τα παιδάκια σας παίζουν ακόμη κάποια από αυτά τα παιχνίδια;
Κι εγώ έναν κεφτέ στο ένα χέρι και ψωμί στο άλλο για απογευματινό και βουρ για παιχνίδι!Τα έπαιζα όλα αυτά που αναφέρεις και επιπλέον λάστιχο με τις ώρες και αυτοσχέδια μαγαζάκια όπου δήθεν πουλούσαμε πράγματα, φοβερό role playing!Επίσης μου άρεσε πολύ οι Χώρες ,"να μείνει να μείνει στο τρύπιο το καμίνι η χώρα που τη λένε που τη λένε...". Τo θυμάστε;
με έκανες και γέλασα με το σχόλιο στο #4! ααααχ τι όμορφα χρόνια. Δυστυχώς τα παιδάκια μας δεν θα τα ζήσουν αυτά...ποσο λυπηρό. Τώρα πια δεν παίζουνε τα παιδάκια στις γειτονιές, άντε να δεις κανένα μεγαλύτερο με κανά ποδήλατο αλλά μέχρι εκεί (τουλάχιστον εδώ στην Αθήνα), αλλά το κατανοώ, δεν ζούμε πια στην Ελλάδα του 70 και του 80, οι γονείς φοβούνται πια και με το δίκιο τους. με εντυπωσιάζει όμως που βλέπω παιδια μονίμως με ένα κινητό στο χέρι, να περπατάνε μαζί, να κάθονται το ενα δίπλα στο αλλο αλλά να μη μιλούν μεταξύ τους, εκεί..καρφωμένα σε μια οθόνη...τι διάολο πια γράφουν εκεί μέσα που ειναι τόσο σημαντικό?! και ποιος πληρώνει για αυτά τα μηνύματα? πραγματικά θλιβερή εικόνα...
Είχα την ευτυχία να μεγαλώσω σε μια γειτονιά στον Ταύρο, που μεγάλα οικοδομικά τετράγωνα είναι ενωμένα με παρτέρια και κήπους και οι πολυκατοικίες ενώνονται με μεγάλες πυλωτές. Επομένως ο χώρος για παιχνίδι άπλετος και ποτέ κανείς δεν χρειάστηκε να μας πει πρόσεχε τα αυτοκίνητα ή μην βγει η μπάλα στο δρόμο. Λιώσαμε στην κυριολεξία ρούχα και παπούτσια παίζοντας για ώρες, μια που - λόγω του χώρου, λόγω της εποχής - όλοι λίγο-πολύ γνωριζόμασταν και οι γονείς μας άφηναν ώρες να παίζουμε. Μόνο όταν σουρούπωνε άρχιζαν οι μαμάδες να μας φωνάζουν από τα μπαλκόνια. Τι μου θύμισες τώρα... α, ναι, αναφέρομαι για μια δεκαετία πίσω.. '84-'90. Όμως το ότι ο γιος μου μεγαλώνει στην ίδια γειτονιά, και μπορεί ακόμα να παίζει με τα ίδια "προνόμια", με ικανοποιεί πολύ. Εμείς παίζαμε εκτός από κυνηγητό, κρυφτό μήλα και "ένα, δύο, τρία κόκκινο φως" και αμπάριζα: όπου χωριζόμασταν σε δύο ομάδες. η κάθε ομάδα έπαιρνε μια κολόνα (αντικριστές σε απόσταση) (αμπάριζα) και σκοπός ήταν να αιχμαλωτίσεις τους αντιπάλους στην "αμπάριζα" σου. Αν ο παίχτης που κυνηγούσες ακουμπούσε στην αμπάριζα της δικής του ομάδας δεν είχες δικαίωμα να τον συλλάβεις, και αν έναν αιχμάλωτο, τον χτυπούσε στον ώμο ένας από την δική του ομάδα, ελευθερώνονταν.
Έχω γεννηθεί το 1980 και το μοναδικό που ξέρω απ'όλα τα παιχνίδια που αναφέρεις είναι τα "μήλα". Εμείς παίζαμε άλλα...ίσως διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή. Τι όμορφα που ήταν πάντως τότε.
Α! Να μας αναφέρεις τότε τι παίζατε εσείς να μάθουμε και μεις :)
Τι ωραίες εποχές που μου θύμησες!!! Εγώ είμαι του 84 και μένω επαρχία. Από τον Απρίλιο που έφτιαχνε ο καιρός μέχρι και τέλη Σεπτέμβρη ήμασταν συνέχεια "κάτω" (έτσι λέγαμε όταν ήμασταν στους δρόμους της γειτονιάς) και παίζαμε όλα τα προηγούμενα που ανέφερες, και κουτσό και σπιτάκια και φτιάχναμε μαγαζάκια με κλούβες και έφερνε από το σπίτι του ο καθένας ότι δεν χρειαζόταν, μαζεύαμε λουλούδια σε μπουκάλια για να φτιάξουμε δήθεν άρωμα χεχεχε!!! Μόλις νύχτωνε μαζευόμασταν όλοι μαζί και λέγαμε τρομακτικές ιστορίες. Κάθε χρόνο στις 29 Αυγούστου, του Αη Γιαννιού, μαζεύαμε ξύλα και κλαδιά και ανάβαμε φωτιές και τα μεγαλύτερα παιδιά πηδούσαν από πάνω. Τι ωραία που ήταν! Μακάρι και τα παιδιά μας να ζήσουν έτσι ανέμελα αν και δεν το βλέπω!