Γράφει η Bunmi Laditan για τη HuffPost
Κάθε μέρα η ζωή μου έχει ως εξής: πηγαινοφέρνω τα παιδιά με το αυτοκίνητο, φτιάχνω πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό και αλλάζω τις πάνες του μωρού μου στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού μου ενώ ο κόσμος τριγύρω μου κινείται σα σφαίρα. Ο μικρός μου παίζει στο πάτωμα και τον βλέπω να βγάζει ένα ένα τα παιχνίδια από το μεγάλο κουτί στη γωνία του δωματίου. Παρόλο που η ζωή μου είναι πλούσια με όλα όσα έχω, σε σκέφτομαι επειδή μου λείπει το χωριό.
Μου λείπει το χωριό που δεν είχα ποτέ. Το χωριό με τις μαμάδες που έπλεναν τα ρούχα πλάι πλάι, κακαρίζοντας και γελώντας υστερικά, η κούραση να καταβάλει το κορμί τους αλλά το μυαλό τους πιο ξύπνιο από ποτέ. Γνωρίζαμε η μία την άλλη τόσο καλά: ενοχλούσαμε η μία την άλλη κάπου κάπου, αλλά ποτέ δεν κρατούσαμε κακία για πολύ, επειδή, η αλήθεια είναι, χρειαζόμασταν η μία την άλλη.
Τα παιδιά θα ξυπνούσαν νωρίς, όπως συνηθίζουν και θα έτρεχαν έξω, θα βρίσκονταν ανάμεσα στα ψηλά δέντρα. Θα χάνονταν μέσα στο χωράφι και το δάσος για να παίξουν όσο εμείς θα ξεκινούσαμε το ιερό μας έργο. Θα ζυμώναμε ψωμί η μία πλάι στην άλλη, τα μικρά μας στα πόδια μας, στο στήθος, στην πλάτη και στην αγκαλιά μας. Θα ήταν αδύνατο να ξεχωρίσεις ποιανής ήταν το κάθε παιδί – όλες μας θα φροντίζαμε για τα μικρά της ομάδας, θα προσέχαμε τα μωράκια που κοιμούνταν, θα ζητούσαμε από τα μικρά χεράκια τους να μας αφήσουν να ζυμώσουμε, θα τους τσιμπούσαμε τα μάγουλα και θα τους κάναμε μάκια τις πληγές τους.
Οι μέρες μας θα ήταν γεμάτες συζητήσεις καθώς θα εξασκούσαμε έναν μυ που είχε ατροφήσει: θα ξαναβρίσκαμε την τέχνη του να ακούς τον άλλον. Θα είχαμε ενσυναίσθηση και δεν θα καταφεύγμαμε σε παθητική κριτική, και όποτε μας το ζητούσαν θα δίναμε την ειλικρινή μας συμβουλή. Στο χωριό μας, οι κάτοικοι είναι το σπίτι μας και μεις το κάνουμε πιο ισχυρό.
Θα γελούσαμε – τόσο πολύ μα ταυτόχρονα και ποτέ αρκετά. Είτε όμως ήταν συγκρατημένα χασκογελάκια που ξεχύνονταν από το στόμα μας όπως το νερό που κοχλάζει μέσα από την κατσαρόλα είτε γκαρίζαμε τόσο δυνατά απ’ τα γέλια που θα μπορούσαμε να ξυπνήσουμε τα παιδιά, είχαμε την ικανότητα να βρίσκουμε την ευτυχία μέσα στη ρουτίνα.
Θα κλαίγαμε – ποτέ μόνες, αλλά η μία στον ώμο της άλλης για τα αγέννητα μωρά που έφυγαν πολύ νωρίς και τους άντρες που άλλαξαν γνώμη. Θα μπαλώναμε τις φθαρμένες γωνίες της ζωής μας όσο καλύτερα μπορούσαμε, σκουπίζοντας η μία τα δάκρυα της άλλης. Αν κάποια από εμάς χανόταν στο σκοτάδι, θα ταξιδεύαμε στα βάθη της καρδιάς της και θα τη βγάζαμε και πάλι έξω στην ακτή.
Όταν θα ερχόταν η ώρα του φαγητού θα το στρώναμε σε μεγάλα τραπέζια και τα παιδιά θα έτρωγαν όλο χαρά και πεινασμένα, όπως κάνουν όταν βρίσκονται στη συντροφιά άλλων μικρών ανθρώπων. Θα συζητούσαν για τις περιπέτειές τους και θα τους αναγκάζαμε, προκαλώντας την απογοήτευσή τους, να πάρουν μαζί τους αυτή τη φορά τα μικρότερα παιδιά για να τους μάθουν αυτά που ήδη γνωρίζαμε: ζούμε ο ένας για τον άλλον.
Όταν μία από εμάς θα αισθανόταν άρρωστη ή θα χρειαζόταν περισσότερη ξεκούραση έχοντας ξαγρυπνήσει με το μωρό της, θα τρέχαμε να φροντίσουμε τα παιδιά της όπως τα δικά μας για όσο καιρό χρειαζόταν – δεν ήταν ανάγκη να το ζητήσει. Θα κοιμόσουν ήρεμη και άνετη. Θα θέλαμε να είσαι καλά γιατί γνωρίζουμε πως η δύναμή μας εξαρτάται από το πιο αδύναμο μέλος μας – και όχι μονάχα αυτό, επειδή θα σ’ αγαπούσαμε, όχι με μια σαχλή αγάπη όπως αυτή στις ευχετήριες κάρτες, αλλά με μια αγάπη όλο εκτίμηση που γνωρίζει πλήρως πώς δένεις με την ομάδα μας.
Θα με ήξερες και θα σε ήξερα. Θα ήξερα τα παιδιά σου και συ θα ήξερες τα δικά μου. Όχι σε ένα επιφανειακό επίπεδο – ποιο είναι το αγαπημένο τους φαγητό, παιχνίδι, και τα σχετικά – αλλά πραγματικά, θα γνωρίζαμε την ψυχή τους που φωτίζει τα μάτια τους. Θα τα εμπιστευόμουν στα χέρια σου όσο θα τα εμπιστευόσουν και συ στα δικά μου. Θα σε σέβονταν και θα άκουγαν όταν τους έλεγες «όχι».
Καθώς τα παιδιά μας θα μεγάλωναν και το δέρμα μας θα γινόταν λεπτό σαν το χαρτί, εμείς θα συνεχίζαμε να φτιάχνουμε ψωμί, να το σερβίρουμε μαζί με τσάι, να λέμε ιστορίες για τα πανέμορφα εγγόνια μας και το πώς ήταν τα πράγματα.
Μου λείπει αυτό το χωριό των μαμάδων που δεν είχα ποτέ. Το χωριό που αφήσαμε πίσω μας για να μείνουμε σε σπίτια που μας κάνουν και αισθανόμαστε να μας χωρίζουν μίλια κι όμως βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής. Το χωριό που προτιμήσαμε να αφήσουμε για να έχουμε την εξώπορτά μας κλειδωμένη, να έχουμε συσκευές που αναβοσβήνουν διαρκώς και απογεύματα στα οποία παίζουμε μόνες στο πάτωμα με τα μικρά μας.
Αυτό που μου δίνει ακόμη ελπίδα είναι που σε βλέπω από την άλλη άκρη του πάρκου με το δικό σου παιδί να παίζετε στην άκρη του αμμόλοφου και μπορώ να καταλάβω από το περίεργο βλέμμα σου και το ντροπαλό σου χαμόγελο πως και σε σένα σου λείπει.
Ίσως επιστρέψουμε πίσω κάποτε. Προς το παρόν όμως, θα σας καλέσω σπίτι με το μικρό σου να πιούμε τσάι. Και ίσως να φάμε και ψωμί.
[divider]
Εσείς μανούλες τι λέτε; Σας λείπει ένα χωριό όπως αυτό που περιγράφει η Laditan;
Εγώ παιδί της πόλης που τώρα ζω στο χωριό είναι υπέροχα!!!!Οικονομικά δεν είμαστε καλά αλλά τα παιδιά μου είναι ευτυχισμένα!!!!κάθε απόγευμα μαζευομαστε για καφέ στο δέντρο από κάτω τα παιδιά παίζουν !!!Τρώνε!!!γίνονται χαλιά εγώ τρελενομαι να τα βλέπω με το καρπούζι!!!!!
Τα χωριά πια δεν είναι έτσι, και μεταξύ μας δεν ξέρω αν ήταν και ποτέ. Προσωπικά έχω δημιουργήσει το δικό μου "χωριό" με φίλες που γνώρισα όταν ήρθα για σπουδές στην μεγαλούπολη, με άλλες φίλες που γνώρισα στη δουλειά και με νέες πολύτιμες φίλες που γνώρισα μέσω του γιου μου και δέσαμε κι εμείς. Αυτές είναι ο ώμος που κλαίω, η αγκαλιά που γελάω, η φωνή της λογικής, ο βράχος που τσακίζει τον κυνισμό μου, το φαγητό που δεν προλαβαίνω να μαγειρέψω και όλα όσα περιγράφει τόσο όμορφα το κείμενο. Αυτές είναι το χωριό μου...
με συγκίνησε φοβερά καθώς το διάβαζα,μένω σε χωριό αλλά καμιά σχέση με το χωριό της παλιάς εποχής. τώρα και τα χωριά είναι σαν μικρές πόλεις.μου λείπει το χωριό των παππούδων μου που το γνώρισα μόνο μέσα από περιγραφές.δύσκολα χρόνια τότε αλλά αυτό που τονίζει το άρθρο είναι οι κοινωνικές σχέσεις, η συντροφικότητα, η αμοιβαιότητα και η αγνότητα στο πάρε δώσε. δεν ξέρω αν μπορούμε να πάρουμε μια γεύση από εκείνη την εποχή.μόνο ως ανάμνηση.
Εδώ προφανώες αναφέρεται σ΄ένα ιδεατό χωριό γιατί σ΄αυτό που ζω εγώ δεν θυμίζει σε τίποτε αυτά που περιγράφονται στο άρθρο. Έχει πολλά μειωνεκτήματα η ζωή στο χωριό ειδικά όταν έχεις παιδιά που πάνε στο σχολείο. Για τα καλοκαίρια και για λίγη ηρεμία μερικές μέρες καλό είναι αλλά μέχρι εκεί.
Οχι δεν μου λείπει γιατί βασικά δεν υπάρχει τέτοιο χωριό Εκτός αν εννοεί το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι. Τα χωριά δεν είναι έτσι. Οι γυναικες δεν πλένουν γελώντας στο ποτάμι ουτε το εκαναν ποτέ, γιατί το πλύσιμο στο χερι σε κρύο νερό είναι ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ κουραστικη διαδικασία. Το μυαλό δεν είναι κοφτερό όταν έχεις πάει μέχρι την τρίτη δημοτικού το πολύ και μετα σε σταματήσανε γιατί "κορίτσι είναι θα παντρευτει, πρεπει να μαθει νοικοκυριο-πρεπει να μεγαλωσει τα μικρότερα αδέλφια" Στο χωριό οι μαναδες ξέρουν ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ ποια είναι τα παιδιά τους και αδιαφορούν για τα άλλα παιδιά. Ο μικρόκοσμος ευνοεί το να ξερουν ο ένας τα άπλυτα του άλλου και άρα και τους τσακωμούς (στο χωριο του αντρα μου με πενηντα μονιμους κατοικους, οι 25 δεν μιλιούνται με τους άλλους 25). Και τέλος ξεχναει να πει πως εκεινη την εποχη που παντρευονταν και γενουσαν χωρις καμμία υποστηριξη 10 παιδια ελπίζοντας να επιζησουν τα δύο, το δερμα τους ζαρωνε και γινονταν λεπτο στα 40-45 και τοτε πια τις φωναζαν "γιαγια" και περιμένανε πότε θα πεθάνουν. Μπα οχι ευχαριστώ, προτιμάω τον πολιτισμό.
yperoxo!!!!!!!!!! kai naaa to dakryyy ....