Μια πρόσφατη έρευνα δείχνει πως οι μαμάδες και οι μπαμπάδες χρησιμοποιούν τη «μωρολογία», τη γλώσσα των μωρών δηλαδή, με διαφορετικό τρόπο και πως αγόρια και κορίτσια αντιδρούν σε αυτούς επίσης διαφορετικά.
Κι όμως, το φύλο κάνει τη διαφορά.
Όπως αναφέρεται στο περιοδικό Pediatrics, η Dr. Betty Vohr και οι συνεργάτες της αποφάσισαν να μελετήσουν τον τρόπο με τον οποίο οι μαμάδες και οι μπαμπάδες μιλούν στα μωρά τους. Αρκετές έρευνες είχαν εστιάσεί στον τρόπο με τον οποίο η μαμά αλληλεπιδρά με το νεογέννητο, ακόμη και προτού εκείνο μάθει να μιλάει, αλλά σπανιώς εξετάζουν το θέμα από την πλευρά των αντρών.
Χάρη σε μία μικρή συσκευή ηχογραφήσεων που εφάρμοσαν στα ρούχα 33 μωρών για 16 ώρες, τη συσκευή LENA, η ομάδα της Vohr κατάφερε να αναλύσει όλες τις λεκτικές αλληλεπιδράσεις που είχαν αυτά με τους γονείς τους (σημειώνεται πως κανένα από αυτά τα μωρά δεν είχε γεννηθεί πρόωρα). Οι ηχογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν λίγο μετά τη γέννησή τους, όσο τα νεογέννητα βρίσκονταν στο νοσοκομείο, και στη συνέχεια μετά από 44 εβδομάδες και μετά από επτά μήνες αντίστοιχα. Οι δύο τελευταίες ηχογραφήσεις πραγματοποιήθηκαν σε μέρες όπου ήταν στο σπίτι και οι δύο γονείς.
Από τις 3000 συνολικά ώρες ηχογραφήσεων, οι επιστήμονες κατάφεραν να έχουν μία εικόνα του επικοινωνιακού περιβάλλοντος των μωρών. Τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν τόσο αναμενόμενα όσο και εκπληκτικά. Όταν τα μωρά παρήγαγαν ήχους, οι μαμάδες τους είχαν περισσότερες πιθανότητες να απαντήσουν σε αυτά λεκτικά, απ’ ό,τι οι μπαμπάδες, λέγοντας πράγματα όπως «Oooo, sweetie pie, you’re talking this morning» (Ωωω, γλυκό μου, μιλάς σήμερα). Οι μαμάδες ανταποκρίθηκαν στο 88% με 94% των περιπτώσεων όπου τα μωρά «μιλούσαν», ενώ οι μπαμπάδες ανταποκρίθηκαν μόνο στο 27 με 33%.
Ίσως λόγω της αυξανόμενης ανταπόκρισης από πλευράς της μαμάς τους, ή λόγω άλλων αιτίων, τόσο τα αγόρια όσο και τα κορίτσια ήταν πιθανότερο να ανταποκριθούν στη φωνή της μαμάς τους ή σε κάποια γυναικεία φωνή παρά σε κάποια αντρική φωνή.
Η Vohr αναφέρει πως ένας πιθανός λόγος είναι το ότι οι μητέρες χρησιμοποιούν περισσότερο τα «μαμαδίστικα» – κάνοντας τη φωνή του λεπτότερη και σχεδόν τραγουδιστή όταν μιλούν με τα μωρά. Οι μαμάδες επίσης συνδυάζουν τις λεκτικές τους αλληλεπιδράσεις με περισσότερη οπτική επαφή με το μωρό, ενθαρρύνοντάς το να ανταποκριθεί στο άκουσμα της φωνής της.
«Θεωρώ πως η πιο αποτελεσματική παρέμβαση που μπορεί να κάνει μία οικογένειας για να βελτιώσει τη γλωσσική ικανότητα του παιδιού της είναι οι ενήλικες να μιλούν στο παιδί», αναφέρει η Vohr, καθηγήτρια παιδιατρικής στην Ιατρική Σχολή Alpert του Πανεπιστημίου Brown.
Διαπίστωσε επίσης και κάποιες ακόμη διαφορές που σχετίζονταν με το φύλο. Συγκρίνοντας τις μαμάδες κοριτσιών με τις μαμάδες αγοριών, βρήκε πως οι μαμάδες κοριτσιών ανταποκρίνονταν πιο συχνά στους ήχους που έκανε το μωρό τους, σε σχέση με τις μαμάδες αγοριών στο δικό τους μωρό. Η ίδια τάση επικρατούσε και για τους μπαμπάδες – εκείνοι που είχαν αγόρια συνήθιζαν να ανταποκρίνονται πιο συχνά στο μωρό τους από ό,τι εκείνοι που είχαν κορίτσια.
«Δεν γνωρίζουμε με σιγουριά το λόγο για τον οποίο συμβαίνει αυτό, αλλά το σπουδαιότερο που μπορούμε να κάνουμε για την πρώιμη ανάπτυξη της γλώσσας στα μωρά είναι να ενθαρρύνουμε και τους δύο γονείς να τους μιλούν», λέει η Vohr. «Όσο πιο πολλά μαθαίνουμε, τόσο περισσότερο κάνουμε λόγο στους γονείς για το όφελος που έχει σε βάθος χρόνου για το παιδί τους και την ετοιμότητά του για το σχολείο το να του μιλάνε και να αλληλεπιδρούν μαζί του».
Παλαιότερες έρευνες αναφέρουν πως ο όγκος της λεκτικής αλληλεπίδρασης ή οι «συνομιλίες» στις οποίες εκτίθενται τα μωρά ακόμη και προτού μιλήσουν, μπορεί να αποτελέσει δείκτη για τις μετέπειτα γλωσσικές τους ικανότητες ή ακόμη και την ακαδημαϊκή τους απόδοση.
πηγή: time.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο