γράφει η Karolina Jonderko για το Cargo Collective
Έβλεπα τη μαμά μου να αργοσβήνει καθώς έδινε μάχη με τον καρκίνο των οστών. Τη φρόντιζα κάθε μέρα όσο καλύτερα μπορούσα, αλλά δεν άντεχα το ότι αισθανόμουν ανίκανη να κάνω κάτι. Κάθε φορά που έκανε να μμου μιλήσει για να μπορέσω κάπως να αποδεχτώ τα γεγονότα, εγώ απεύφεγα τη συζήτηση και έλεγα «Όλα θα πάνε καλά». Δεν μπορούσα να βρω το θάρρος να μιλήσουμε, παρόλο που ήθελα να της πω πολλά και είχα τόσες ερωτήσεις να της κάνω. Αφότου έφυγε από τη ζωή, δεν μπορούσα να αποδεκτώ την απώλεια αυτή. Δεν έμειναν μονάχα άλυτα ζητήματα, είχα επίσης την αίσθηση πως θα μπορούσα να έχω κάνει πολλά περισσότερα, θα μπορούσα να έχω κάνει κάτι ή τουλάχιστον θα μπορούσα να της έχω πει ένα αντίο.
Μια μέρα, 4 χρόνια μετά, αποφάσισα να βγάλω από τις ντουλάπες τα ρούχα της και να θυμηθώ τις καλές στιγμές που ζήσαμε μαζί. Βρήκα τις ξανθές της τρίχες στο πράσινο παλτό της και αυτό με έκανε να λυγίσω. Το φόρεσα και ένιωσα ήρεμη για πρώτη φορά στα τόσα χρόνια. Αποφάσισα να δοκιμάσω όλα της τα ρούχα και να φωτογραφηθώ φορώντας τα.
Τράβηξα τις φωτογραφίες αυτές στο σπίτι της γιαγιάς μου επειδή αυτό είναι το σπίτι όπου εγώ, η μητέρα μου κι η αδελφή μου μεγαλώσαμε. Αφότου έφυγε απ’ τη ζωή η γιαγιά μου πριν από μερικούς μήνες, το σπίτι παρέμενε άδειο και παγωμένο στα μέσα του Φλεβάρη.
Είχα πολλά συναισθήματα και έκανα πολλές σκέψεις όσο φωτογραφιζόμουν με αυτά τα ρούχα, το πιο έντονο απ’ όλα όμως ήταν ότι ένιωθα να είμαι κοντά στη μαμά μου. Ένιωσα την παρουσία της. Αφού τράβηξα την τελευταία φωτογραφία και έβγαλα και το τελευταίο της ρούχο, ήμουν πια έτοιμη να το ξεπεράσω. Με αυτό το project, την αποχαιρέτησα.
Τα ρούχα «του σπιτιού». Τη θυμάμαι να κάθεται προσηλωμένη στο πιάνο, τα δάχτυλά της να χτυπούν το ρυθμό, όσο άκουγε το άτσαλο παίξιμο των μαθητών της. Ακόμη μπορώ να ακούσω την ευγενική της φωνή «Ας επαναλάβουμε αυτό το κομμάτι». Πώς μπορούσε να κάθεται και να τα ακούει αυτά τόση ώρα, ακόμη απορώ. Εγώ κι η αδελφή μου αναγκαζόμασταν να φύγουμε απ’ το σπίτι στα πρώτα λεπτά.
Τα ρούχα «για τα ταξίδια». Η μέρα της αναχώρησης. Ο κόσμος ήταν συγκεντρωμένος στην αποβάθρα. Εγώ κρατούσα το χέρι της μαμάς και της αδελφής μου. Ξαφνικά αισθάνομαι να ανεβαίνω. Η μαμά μου με παραδίδει στον μπαμπά μου μέσα από το παράθυρο του βαγονιού. Πίσω μου ακολουθούν δυο βαλίτσες. Η μαμά μου και η αδελφή μου βρίσκουν τρόπο να μας συνοδεύσουν. Ο κόσμος ήταν πάρα πολύς για τις υπόλοιπες 14 ώρες, αλλά άξιζε για τις 2 βδομάδες διακοπών που θα περνούσαμε στη θάλασσα. Η μαμά μου είχε ετοιμάσει σάντουιτς, βραστά αβγά, ντομάτες και τσάι σε ένα μπουκάλι βότκας «Wyborowa». Είχαμε μαζί μας το «Happy Minutes», ένα παιδικό περιοδικό με γρίφους της κομμουνιστικής Πολωνίας. Λατρεύει τη θάλασσα. Ταξιδεύει χαμένη στις σκέψης της, μου φαίνεται πως μπορεί να μυρίσει ήδη τη θάλασσα και να ακούσει τα κύματα και τους ήχους των γλάρων. Το μπλε της φόρεμα μπορεί να είναι φτιαγμένο από φτηνά υλικά, αλλά δεν τσαλακώνεται και στεγνώνει μέσα σε 2 λεπτά – ό,τι καλύτερο για τέτοια ταξίδια.
Τα ρούχα «του νηπιαγωγείου». Στο νηπιαγωγείο του ανθρακορυχείου, προετοίμαζε τα παιδάκια για διάφορες παραστάσεις. Τους μάθαινε τραγούδια για τις πολυαγαπημένες μητέρες, τα μαύρα πρόσωπα των ανθρακορύχων και τους γενναίους Πολωνούς στρατιώτες που παρευλαύνουν. Είχε ένα τραγούδι για κάθε περίσταση. Φορούσε μπλούζες με μεγάλα γεωμετρικά μοτίβα για τα παιδιά. Τη λάτρευαν, τη χαρούμενη στρουμπουλή γυναίκα με τα ροδαλά μάγουλα, που συνόδευε το τραγούδι τους στο πιάνο μπροστά στους περήφανους γονείς τους.
Τα ρούχα «της δουλειάς». Το μικρό, κακοεπιπλωμένο γρφείο στο 2ο Δημοτικό Σχολείο, όπου φοιτήσαμε εγώ κι η αδελφή μου. Στην πόρτα της έγραφε «Διευθύντρια των Εξωσχολικών Δραστηριοτήτων». Η μαμά να κάθεται στο γραφείο της, να γράφει μια αναφορά σχετικά με τις επιτυχίες του Alkatras, μίας ομάδας για νέους που αντιμετωπίζουν προβλήματα, και του Orlik, ενός ομίλου για παιδιά και εφήβους, για τη συνάντηση που θα έχει με τον δήμαρχο. Εγώ να περιμένω υπομονετικά στη γωνία, θέλοντας να περπατήσουμε παρέα πίσω στο σπίτι.
Τα ρούχα «των Χριστουγέννων». Είναι παραμονή Χριστουγέννων και η μαμά είναι απασχολημένη στην κουζίνα, βγάζοντας το ψάρι απ’ το φούρνο προσεκτικά για να μη λερωθεί με το καυτό βούτυρο. Φορά μακιγιάζ, πράσινο, για να ταιριάζει με τα ρούχα της. Είναι χαρούμενη, λατρεύει τα Χριστούγεννα. Μετά το δείπνο, κάθεται στο πιάνο και όλοι μας τραγουδάμε τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα.
Τα ρούχα «των διακοπών». Είναι καλοκαίρι και οι αχτίδες του ήλιου λάμπουν εντυπωσιακά, ενώ η μυρωδιά του φρεσκοκαβουρδισμένου καφέ μαζί με τη φωνή της μαμάς μάς ξυπνά. Ρίχνω μια γρήγορη ματιά έξω απ’ τις κουρτίνες, όπου μια μπουγάδα βρίσκεται απλωμένη, μάλλον από νωρίς το πρωί, μιας και έχει ήδη στεγνώσει. Δεν βλέπω κανέναν, αλλά ξέρω πως είναι εκεί. Τεντώνων τον λαιμό μου και μπορώ να διακρίνω τις ξανθές της μπούκλες και τον καπνό απ’ το τσιγάρο της. Τα πρωινά «κουτσομπολιά» με τους γείτονες δίνουν και παίρνουν. Ξυπόλητες και φορώντας ακόμη τις πυτζάμες μας, εγώ κι η αδελφή μου πεταγόμαστε στο μπαλκόνι για να συμμετέχουμε και μεις στη συζήτηση. Λατρεύουμε το καλοκαίρι. Έχουμε τη μαμά μας όλο δική μας για 2 ολόκληρους μήνες κατά τη διάρκεια των διακοπών.
Τα ρούχα «του Σαββατοκύριακου». Μια ηλιόλουστη μέρα, όπου όλη η οικογένεια κάθεται στον κήπο της γιαγιάς μου, όσο τα λουκάνικα ψήνονται στο γκριλ, τα πουλιά κελαηδούν και μεις γελάμε όσο συζητάμε. Όποτε φορούσε αυτό το φόρεμα, η μαμά μου πάντα χαμογελούσε και ήταν ήρεμη. Το έβαζε μόνο τις μέρες που είχε ήλιο και δεν είχε να πάει στη δουλειά.
Τα ρούχα «του γάμου». Είμαι 7 ετών, στην αρχή της δεκατίας του ’90, στο γάμο της ξαδέλφης μου, με 150 καλεσμένους. Δεν γνωρίζω τους περισσότερους. Μπουκώνω το στόμα μου με τούρτα όσο παρακολουθώ τους γονείς μου να χορεύουν σε μια κακή έκδοση ενός τραγουδιού του Krawczyk. Η μητέρα μου αγαπούσε το χορό και ήταν πολύ καλή όταν χόρευε. Έμοιαζαν τόσο υπέροχοι παρέα, καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον χωρίς να μιλάνε. Δεν της άρεσαν αυτού του είδους οι γιορτές. Το να συζητάς με συγγενείς που βλέπεις μόνο σε γάμους και κηδείες. Τι να συζητήσετε; Είναι πολύ καλύτερο να χορεύεις και να χαμογελάς.
Τα καλά ρούχα «της Κυριακής». Είναι η ημέρα του Αγίου Γεωργίου. Όλη η οικογένεια πηγαίνει στο πανηγύρι. Χαζεύουμε πρώτα τους πάγκους με τα πλαστικά παιχνίδια, μετά πηγαίνουμε για σκοποβολή όπου ο μπαμπάς μας καταφέρνει να κερδίσει κάτι φανταχτερά ψεύτικα λουλούδια για τη μαμά. Δεν χάνουμε την ευκαιρία να φάμε μαλλί της γριάς, αν και χρειάζεται να γκρινιάξουμε εγώ κι η αδελφή μου για να τους πείσουμε να πάρουμε, μιας και δεν είναι υγιεινό και κάνει κακό στα δόντια μας. Η μαμά μου όμως πάντοτε υποκύπτει και η γιαγιά μας μάς χαρίζει δύο «χρυσά» δαχτυλίδια με ροζ «πετράδια». Η απόλυτη ευτυχία. Όταν το καρουζέλ σταματά, παρακαλάμε να κάνουμε άλλη μια γύρα, μόνο μία. Και τότε ανεβαίνουμε και πάλι, στο βάθος ακούμε τύμπανα, ενώ η μαμά κι ο μπαμπάς κι η γιαγιά δείχνουν να συζητάνε χαρούμενοι. Η αδελφή μου παίζει με μια πλαστική σφυρίχτρα και γω κυκλοφορώ πάντα με ένα μπαλόνι δεμένο στον καρπό μου.
Τα ρούχα «για τον χειμώνα». Έφευγε για τη δουλειά μέσα στο σκοτάδι, όλοι μας ακόμη κοιμόμασταν. Έπαιρνε το κόκκινο λεωφορείο για τη δουλειά της στο μουσικό σχολείο. Δεν είχαμε αυτοκίνητο. Περίμενε το λεωφορείο μέσα στην παγωνιά, χωρίς να ξέρει αν εκείνο θα περνούσε, στηρίζοντας το βάρος της πότε στο ένα και πότε στο άλλο πόδι. Στον δρόμο της επιστροφής έκανε τα ψώνια της. Περπατούσε αργά κουβαλώντας τις βαριές σακούλες, προσέχοντας να μη σκοντάψει. Έκανε τρομερό κρύο, έμπαινε στο σπίτι με τη μύτη και τα μάγουλά της κόκκινα. Κάθε νύχτα έβαζε τις υγρές μαύρες μπότες της κάτω απ’ το καλοριφέρ στην κουζίνα, με το χιόνι να σχηματίζει μια λίμνη γύρω τους.
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο