γράφει η Lauren Jimeson για το babble
Ένιωσα τον πόνο που νιώθεις όταν κάποιος μπαίνει μέσα σου και σου ξεριζώνει την καρδιά.
Δεν υποχωρούσα, ούτε και εκείνη. Ήξερα πως θα άκουγα αυτά τα λόγια κάποια στιγμή, απλά υπέθετα πως θα είχε ήδη φτάσει στην εφηβεία. Όχι στα πέντε της.
«Δεν σε συμπαθώ!» μου φώναξε.
«Στ’ αλήθεια δεν σε συμπαθώ!» μου φώναξε ξανά.
Πόνεσα. Πόνεσα περισσότερο από όσο θα φανταζόμουν. Δεν είπε ότι με μισεί, κάτι που περιμένω επίσης να γίνει. Οι λέξεις αυτές όμως με πλήγωσαν το ίδιο. Είναι πέντε χρονών. Δεν υποτίθεται πως όλα τα πεντάχρονα λατρεύουν ακόμη τη μαμά τους; Δεν υποτίθεται πως μας θαυμάζουν και έρχονται στην αγκαλιά μας για να τα ηρεμήσουμε και να τα παρηγορήσουμε όταν βλέπουν έναν εφιάλτη ή όταν κάποιος τα πληγώνει; Δεν φαντάζομαι πως είναι λογικό να σου λένε πως δεν σε συμπαθούν, είναι;
Ξέρω πως δεν το εννοούσε – τουλάχιστον αυτό λέω στον εαυτό μου. Ήρθε αργότερα στο δωμάτιό μου να μου ζητήσει συγγνώμη, από μόνη της. Πιστεύω πως κατάλαβε ότι με πλήγωσε πολύ. Παρόλο που είναι μόλις πέντε χρονών και πιθανότατα δεν είχε ιδέα τι ακριβώς έλεγε, δεν θέλω ποτέ να ξανακούσω αυτές τις λέξεις από εκείνη.
Συγκράτησα τον θυμό μου, τη θλίψη μου και την αγανάκτησή μου και όλα τα συναισθήματα που με κατέκλυσαν εκείνη τη στιγμή και της είπα να πάει στο δωμάτιό της να καθίσει και να ηρεμήσει. Πήγε χτυπώντας δυνατά τα πόδια της σε κάθε βήμα για να μου δείξει το πόσο πολύ δεν με συμπαθούσε εκείνη τη στιγμή, λες και ήμουν ο χειρότερος άνθρωπος του κόσμου.
Και για εκείνη, εκείνη τη στιγμή, ίσως και να ήμουν.
Άφησα χρόνο να ηρεμήσουμε και οι δύο προτού πάω στο δωμάτιό της να της μιλήσω. Δεν ήθελα να πούμε κάτι άλλο που δεν θα το εννοούσαμε. Ανοίξαμε τις καρδιές μας και μιλήσαμε για τα λόγια που λέμε και το πώς οι λέξεις μπορούν να πληγώσουν κάποιον. Εκείνη το μόνο που ήθελε είναι να με δει να αντιδράω, αλλά είμαι αρκετά μεγάλη και σοφή για να μην το επιτρέψω στον εαυτό μου.
Της είπα πως τα λόγια της με πλήγψσαν και πως όσο και να τη θύμωσα ή να την εκνεύρισα, δεν θα πρέπει να λλέει αυτά τα λόγια ούτε σε μένα ούτε και σε κανέναν άλλον.
Η αλήθεια είναι πως εκείνη τη στιγμή μάλλον δεν με συμπαθούσε – κι αυτό είναι εντάξει. Υπάρχουν πολλές στιγμές στη ζωή της που δεν θα περάσει το δικό της. Θα υπάρξουν πολλές φορές που θα πω «όχι» σε κάτι που θέλει κι ας μου θυμώσει. Δεν είναι αυτό το θέμα όμως. Το θέμα είναι πως είπε αυτά τα λόγια από θυμό, με σκοπό να με πληγώσει. Και με πλήγωσε. Αποστολή εξετελέσθη. Δεν θέλω να μου συμπεριφερθεί ξανά (ούτε και σε κάποιον άλλον) με αυτόν τον τρόπο. Δεν θέλω η κόρη μου να μεγαλώσει και να γίνει ένας άνθρωπος που σκόπιμα πληγώνει τους άλλους.
Τα παιδιά μου δεν χρειάζεται να με συμπαθούν όλη την ώρα, αλλά θα πρέπει να με σέβονται και μένα και τους άλλους. Ακόμη και στις χειρότερες στιγμές, πάντοτε θα τους λέω (και θα τους δείχνω) πως τα αγαπώ ό,τι κι αν συμβεί.
Και να φανταστείτε, όλο αυτό έγινε επειδή δεν την άφησα να φάει ένα γλυκό μιας και ετοιμαζόμασταν να φάμε βραδινό.
[divider]
Έχει συμβεί και σε εσάς; Πώς αντιδράσατε ή πώς θα αντιδρούσατε;
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Και εμένα η μικρή μου (9 ετών) όταν την περιορίζω σε κάτι ή θέτω όρια(κυρίως για γλυκά,τσίχλες, καραμέλες) μου φωνάζει ότι δεν με αγαπάει.Αρχικα ομολογώ ότι με σόκαρε αυτό αλλά μετά κατάλαβα ότι αυτή είναι η αντίδραση της στον εκάστοτε περιορισμό που της θέτω.Προαπαθω να μιλάμε πολύ..να της εξηγώ γιατί την περιορίζω και ποιες είναι οι συνέπειες (πχ.τι συμβαίνει στο σώμα μας όταν τρώμε πολλή ζάχαρη).Αποζημιωνομαι τελικά όταν έρχεται και με αγκαλιάζει ξαφνικά και μου λέει πόσο με αγαπάει.Καταλαβαινω λοιπον ότι είναι αδύνατον ένα παιδί να μην αγαπάει την μαμά του ότι και αν γίνει απλά σε μικρές ηλικίες δεν μπορεί να διαχειριστει τα συναισθήματα του όπως ένας ενήλικας.Αυτη είναι η ταπεινή μου γνώμη.?
Το έζησα κι εγώ πολύ έντονα. Τόσο έντονα που ο άντρας μου το έκανε ....παραμύθι. "Η παχουλή βατραχίνα" γράφτηκε για μένα και τον γιο μας Ξενοφών. Απόσπασμα από το παραμύθι Μια φορά κι έναν καιρό, στη μεγάλη λίμνη στο νουφαροχωριό, ζούσε μια βατραχίνα που την έλεγαν Σοφία. Η Σοφία είχε μια πολύ μεγάλη οικογένεια, μια πολύ μεγάλη καρδιά και μια πολύ μεγάλη κοιλιά. Καθώς όμως ντρεπόταν που ήταν τόσο παχουλή, δεν έβγαινε πολύ συχνά απ’ το νουφαρόσπιτό της. Στα παιδιά της, που ήταν όλη της η ζωή, αφιέρωνε την κάθε της στιγμή. Μόνο τα βλαστάρια της την ένοιαζαν. Τα φρόντιζε και τα περιποιόταν σαν να ήταν από πορσελάνη. Όταν έφευγαν από την αγκαλιά της για να πάνε στο σχολείο ή στις κολυμβητικές τους δραστηριότητες, ανησυχούσε και αγωνιούσε μέχρι να επιστρέψουν στο σπίτι σώα και αβλαβή. Μια μέρα, ο βενιαμίν της οικογένειας, που όλοι τον φώναζαν Πρίγκιπα, γύρισε στενοχωρημένος από το σχολείο των γυρίνων. Η μαμά του τον τάισε, έπαιξε μαζί του και του έκανε διάφορα αστεία. Το βλέμμα του μικρού Πρίγκιπα όμως παρέμενε βαθιά θλιμμένο. Η Σοφία, καθώς δεν άντεχε άλλο να τον βλέπει έτσι, τον ρώτησε: — Τι έχεις, μπουμπουκάκι μου; Τι σου συνέβη και είσαι στενοχωρημένο; — Εσύ φταις, μαμά! αναφώνησε το γυρινάκι κι έβαλε τα κλάματα. — Εγώ; Μα τι σου έκανα, μωρό μου; Εγώ σ’ αγαπώ τόσο πολύ! Η μαμά βατραχίνα ταράχτηκε. Προσπάθησε με δυσκολία να συγκρατήσει τα δάκρυά της. — Τσακώθηκα στην τάξη με τον Άρη. Του είπα ότι η μαμά του δεν ξέρει να φτιάχνει καλή μυγόπιτα. Ξέρεις τι μου απάντησε; «Τουλάχιστον, η δική μου μαμά δεν είναι χοντρή σαν τη δική σου. Μπορεί να βγει και να πηδήξει πάνω στα νούφαρα χωρίς να τα βουλιάξει». Μάλιστα! Έτσι είπε! Όλοι οι συμμαθητές μας έσκασαν στα γέλια. Ντράπηκα πάρα πολύ. Γιατί μου το κάνεις αυτό, βρε μαμά; Η καημένη η Σοφία δεν ήξερε τι να απαντήσει. Τα είχε χάσει. Γι’ αυτό δεν είπε λέξη για το θέμα και συνέχισε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, μέχρι το βράδυ που ο μικρός της Πρίγκιπας πήγε για ύπνο. Μέσα της όμως ένιωθε συντετριμμένη. Ήξερε ότι θα της έκανε καλό να αδυνατίσει λίγο. Είχε προσπαθήσει πολλές φορές να χάσει βάρος, αλλά χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Της άρεσαν οι λιχουδιές και η μαγειρική. Δεν μπορούσε να αντισταθεί σ’ ένα γλυκό κουνούπι ή σε μια κριτσανιστή λιβελούλα… Όπως όμως όλοι οι παχουλοί που πιέζονται να αδυνατίσουν, είχε μπλεχτεί κι εκείνη σε έναν φαύλο κύκλο: Όσο πιο πολύ έτρωγε τόσο πιο πολύ πάχαινε. Κι όσο πιο πολύ πάχαινε τόσο πιο πολύ στενοχωριόταν. Κι επειδή στενοχωριόταν, έτρωγε… Στην πραγματικότητα, η Σοφία ήταν μια πολύ δραστήρια και υγιής βατραχίνα, που κουμαντάριζε μια χαρά το στρουμπουλό σώμα της. Το επόμενο πρωί ο μικρούλης Πρίγκιπας έφυγε για το σχολείο χωρίς καν να χαιρετήσει τη μαμά του. Εκείνη, καταστενοχωρημένη, καταπιάστηκε με ζήλο με τις δουλειές του σπιτιού, για να μην το πολυσκέφτεται. Έπλυνε, σκούπισε, ξεσκόνισε… Την ώρα που καθάριζε την πόρτα του νουφαρόσπιτού της, ένας γείτονας έτρεξε προς το μέρος της φωνάζοντας: — Τα παιδιά! Τα παιδιά! Έκλεψαν τα παιδιά!!! https://www.facebook.com/liveloulos?ref=aymt_homepage_panel www.stefanospapadopoulos.gr
Μήπως όμως θα πρέπει να αφήνουμε τα παιδιά να εκφράζουν τα συναισθήματα τους όποια και αν είναι αυτά; Μήπως το ότι της είπες ότι δεν πρέπει να τα εκφράζει δημιουργήσει ένα καταπιεσμένο ενήλικά που νιώθει πράγματα αλλά που δεν τα εκφράζει απο φόβο να μην πληγώσει ή δυσαρεστήσει άλλους; Απλά τις απορίες μου εκφράζω δεν ξέρω αν ευσταθούν ή όχι.