Η ίδια η αναφορά αυτής της φράσης φαίνεται εξ ορισμού αντιφατική. Ωστόσο, αν εστιάσουμε θα μπορέσουμε να δούμε τις βαθύτερες πτυχές μιας τέτοιας επιλογής και στάσης ζωής. Πολλές αναφορές έχουν υπάρξει στο εγκαταλελειμμένο παιδί. Στο παιδί που ο γονέας προκειμένου να του παράσχει επαρκή αγαθά για την επιβίωσή του παραμέλησε συναισθηματικά. Ή και εγκατέλειψε. Η εγκατάλειψη σε αυτή την περίπτωση δεν είναι πραγματική αφού το κίνητρο είναι η φροντίδα του παιδιού. Ωστόσο, το βίωμα για το ανήλικο άτομο περιγράφεται ως συναισθηματική εγκατάλειψη αφού δεν υπάρχουν οι γνωστικές δομές να το επεξεργαστεί διαφορετικά, δηλαδή με βάση τη λογική.
Ως ενήλικες τα άτομα που έχουν βιώσει μία τέτοια εξέλιξη στην προσωπική τους ιστορία δυσκολεύονται να τη μεταβολίσουν ψυχικά. Έτσι, μπορεί να εμφανίζουν ζητήματα στις σχέσεις τους τα οποία σχετίζονται με δυσκολία στην οικειότητα, δυσκολία να εμπιστευθούν και να αφεθούν σε μία σχέση, με άγχος αποχωρισμού, με ζητήματα ανασφάλειας που μπορεί να εκδηλώνονται με τη μορφή ζήλιας ή την ανάγκη διαρκούς επιβεβαίωσης, με δυσκολίες στη σεξουαλική τους ζωή, παραβατικότητα ή και εγκληματικότητα, ζητήματα εξάρτησης, καταναγκασμών και συναισθηματικής κενότητας. Να επισημάνουμε ότι σαφώς και δε συμβαίνουν όλα αυτά σε κάθε άτομο, αλλά κάποια από αυτά σε συνάρτηση και με πλήθος άλλων αιτιολογικών παραγόντων που μπορεί να υπάρξουν παράλληλα. Η ψυχολογική θεραπεία είναι ικανή να αποκαταστήσει σε μεγάλο βαθμό αυτά τα ψυχικά ελλείμματα και να διασφαλίσει ομαλή και λειτουργική ζωή πρακτικά και συναισθηματικά στο άτομο.
Στην πρόσφατη ιστορία πολλών κρατών ολόκληρες γενεές αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν είτε εσωτερικά είτε εξωτερικά ή να εργαστούν πολύ σκληρά προκειμένου να προσφέρουν στα παιδιά και τις οικογένειές τους τα “αναγκαία”. Πολλοί από αυτούς άφησαν τα παιδιά στους δικούς τους γονείς να τα μεγαλώσουν ώστε οι ίδιοι να μπορούν να εργάζονται περισσότερο ενώ άλλοι περνούσαν με τα παιδιά τους τον ελάχιστο χρόνο που μπορεί να υπήρχε διαθέσιμος. Οι γονείς αυτοί μετά από χρόνια έρχονται να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες μιας σειράς επιλογών. Όταν τα παιδιά τους έχουν πια ενηλικιωθεί και εκφράζουν τις δικές τους αυτόνομες συμπεριφορές. Τότε, έρχονται συχνά αντιμέτωποι με πλάσματα που “δεν αναγνωρίζουν”, δεν μπορούν να καταλάβουν “πώς έγιναν έτσι” και σε κάθε περίπτωση τους αντικρίζουν με απόσταση και έλλειψη κάθε συναισθηματικής έκφρασης και οικειότητας.
Πολλοί από αυτούς τους γονείς δεν αντέχουν να κοιτάξουν προς τα πίσω ώστε να αντιληφθούν την εξέλιξη της ιστορίας καθώς το συναισθηματικό φορτίο θα ήταν τεράστιο αν το αντίκριζαν. Ενδεχομένως, να έρχονταν σε επαφή με αισθήματα ενοχής, θυμού, ματαίωσης προς τον εαυτό τους αλλά και τον περίγυρό τους και τις συνθήκες ζωής στις οποίες βρέθηκαν. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να προκαλέσει αποδιοργάνωση στη ζωή και τη λειτουργικότητα ενός ατόμου. Ωστόσο, κάποιοι άλλοι έχουν το ψυχικό σθένος ή την ανάγκη να συλλογιστούν πάνω στην εξέλιξη των πραγμάτων με στόχο είτε να επιλύσουν κάποιες από τις δυσλειτουργίες που προκύπτουν στο παρόν (π.χ. προβλήματα εξάρτησης, χρεών, δυσκολία στη μεταξύ τους σχέση με τα παιδιά τους) και οι οποίες επηρεάζουν και τους ίδιους αμέσως είτε να αποκαταστήσουν κατά το δυνατόν το συναισθηματικό κενό που αντιλαμβάνονται ότι υπάρχει στα παιδιά τους.
Παρατηρώντας, λοιπόν, με προσοχή και λογική αντιλαμβάνονται πως λαμβάνουν πίσω ακριβώς αυτό που τα παιδιά τους θεώρησαν πως έλαβαν. Και, προφανώς, ακριβώς ό,τι βίωσαν. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που τα παιδιά έχουν αντιληφθεί όλη αυτή την απομάκρυνση ως εγκατάλειψη, καθώς σε ηλικίες μικρές το άτομο δεν μπορεί να αντιληφθεί γνωστικά τη συναισθηματική αποστέρηση. Ο όρος συναισθηματική αποστέρηση περιγράφει την κατάσταση εκείνη κατά την οποία το άτομο στερείται της συναισθηματικής επαφής την οποία χρειάζεται σε δεδομένο χρόνο ή φάση ζωής και την οποία έχει εισπράξει σε πρότερο χρόνο ή αντίθετα εκτίθεται σε ακατάλληλο προς τις ανάγκες του συναίσθημα.
Αυτό σημαίνει πως αν κάποιος ενήλικας ο οποίος έχει μεγαλώσει σε ένα πλαίσιο συναισθηματικής ασφάλειας και σταθερότητας εκτεθεί αιφνιδίως σε μία μη αναμενόμενη απομάκρυνση ενός οικείου και πολύ αγαπημένου του ατόμου θα μπορεί να αντιληφθεί την απουσία του άλλου ως αναγκαία για τους εκάστοτε αντικειμενικούς λόγους και να τη διαχειριστεί κατάλληλα με τα (ψυχικά) μέσα που διαθέτει. Αντίθετα, ένα παιδί δεν έχει αυτή τη δυνατότητα. Μεταφράζει, λοιπόν, όσα γίνονται με βάση το συναίσθημά του. “Χρειάζομαι τη μαμά για να με προστατεύσει, για να με φροντίσει, είμαι σημαντικός αν ο μπαμπάς μου ασχολείται μαζί μου και αν αυτό δεν συμβαίνει τότε δεν αξίζω, δεν είμαι αρκετά καλός, με αφήνουν γιατί είμαι εγγενώς ελαττωματικός.” Δημιουργούνται δηλαδή πεποιθήσεις γύρω από το άτομο και το περιβάλλον του οι οποίες καθιστούν δυσλειτουργική την ύπαρξή του μέσα σε αυτό καθώς και την ευημερία του.
Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι συχνά οι γονείς δε βρίσκονται σε θέση να αντιληφθούν όλο αυτό που συμβαίνει. Ότι δηλαδή τόσο οι ίδιοι όσο και τα παιδιά τους εβρισκόμενοι δέσμιοι κατά κάποιον τρόπο των συνθηκών βιώνουν την ίδια κατάσταση με άλλους όρους. Βέβαια, στο σημείο αυτό να σημειώσουμε ότι είναι πολύ πιθανό και ο γονέας που προβαίνει σε μία τέτοια επιλογή να έχει και ο ίδιος ένα αντίστοιχο ιστορικό εγκατάλειψης. Σε κάθε περίπτωση, και οι δύο πλευρές αντιμετωπίζουν ματαίωση και συναισθηματική ψυχρότητα ή απόσταση, άλλος από τη θέση του μη πράττοντα και άλλος φερόμενος επιθετικά σε μία ασυνείδητη προσπάθεια διατήρησης της συναισθηματικής απόστασης ή ακόμη και επιβολής ενός είδους τιμωρία για ό,τι προηγήθηκε.
Έχοντας αντιληφθεί τα παραπάνω ο γονέας είναι σημαντικό να κάνει ο ίδιος το πρώτο βήμα σε μία προσπάθεια αποκατάστασης του συναισθηματικού ελλείμματος. Εξάλλου, σε αυτή τη σχέση θα είναι πάντοτε εκείνος ο γονέας απέναντι στο παιδί του. Πολλοί από μας έχουμε συναντήσει ενήλικες που γυρεύουν τη δικαίωση ή την προσοχή των γονέων τους ακόμη και σε πολύ μεγάλες ηλικίες ή ακόμη και μετά το θάνατο των τελευταίων. Γεγονός που καταδεικνύει τη σημαντικότητα της αποκατάστασης έστω και σε ύστερο χρόνο. Παράλληλα, μία τέτοια κίνηση θα φέρει αποκατάσταση και στον ίδιο σε σχέση με τη δική του προσωπική ιστορία.
Η προσπάθεια να αφιερώσει ο γονέας χρόνο και διαθεσιμότητα στο παιδί του ανεξάρτητα από την ηλικία, η ομολογία της επίγνωσης της κατάστασης και η διάθεση να δοθεί ο χρόνος που το παιδί χρειάζεται για να αποφασίσει να εμπιστευθεί και να ξεκινήσει μία ουσιαστική σχέση έχει καταλυτική δράση. Συνήθως, αυτά είναι αρκετά ώστε να επιτραπεί μία περίοδος αποκατάστασης της σχέσης έστω και με μία αρχικά εύθραυστη ισορροπίας. Αλλά και στις περιπτώσεις που το παιδί έχει ήδη πάρει τις αποστάσεις που κρίνει αναγκαίες για την ψυχοσυναισθηματική του ισορροπία και την παροντική του λειτουργικότητα είναι ανακουφιστικό και λυτρωτικό το μοίρασμα και η επαφή της επικοινωνίας. Σε κάθε περίπτωση, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι χρειάζεται χρόνος και επιμονή προκειμένου να αποκατασταθεί ένα συναισθηματικό έλλειμμα που προκλήθηκε σε τρυφερές ηλικίες και έχει παγιωθεί στην πορεία πολλών χρόνων. Τόσο για τη μία όσο και για την άλλη πλευρά. Είναι, τέλος, ζωτικής σημασίας για το άτομο να παίρνει την ευθύνη του εαυτού και να αποφασίζει να δράσει καθώς έτσι ενισχύεται η αίσθηση της δύναμης και της ελευθερίας.
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο