Και τα καλά νέα: Επιστροφή στις πιο φυσικές και υγιεινές πρακτικές για πολλές νέες Ελληνίδες μητέρες που επιλέγουν τον μητρικό θηλασμό για τα βρέφη τους. Την τελευταία δεκαετία καταγράφεται σημαντική αύξηση των ποσοστών του μητρικού θηλασμού κατά τους πρώτους μήνες της ζωής των βρεφών. Επτά στις δέκα γυναίκες ξεκινούν να χορηγούν αποκλειστικά μητρικό γάλα στο νεογέννητο, όταν πριν από μία δεκαετία η αναλογία αυτή ήταν τέσσερις στις δέκα γυναίκες.
Ωστόσο, οι καλύτερες σε σχέση με το παρελθόν επιδόσεις σε αυτόν τον τομέα δεν διαρκούν: κατά τον πέμπτο μήνα ζωής του βρέφους μόνο το 20% των παιδιών τρέφεται αποκλειστικά μέσω μητρικού θηλασμού, ενώ στο τέλος του έκτου μήνα το σχετικό ποσοστό είναι χαμηλότερο του 1%, όταν ο στόχος που έχει θέσει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας είναι το ποσοστό αυτό να φτάσει το 2025 στο 50%. «Τρικλοποδιά» στην προσπάθεια για αύξηση του μητρικού θηλασμού και συνεπώς πιο υγιείς γενιές Ελλήνων, φαίνεται να βάζει το υψηλό ποσοστό των τοκετών που διενεργούνται με καισαρική τομή στη χώρα μας και το κάπνισμα των μητέρων. Στα θετικά, όλο και περισσότερα νοσοκομεία-μαιευτήρια εφαρμόζουν πρακτικές προώθησης του μητρικού θηλασμού όπως τοποθέτηση του μωρού στο στήθος της μητέρας εντός μιας ώρας από τον τοκετό και μείωση της χορήγησης συνταγών υποκατάστατου μητρικού γάλακτος.
Αυτά είναι ορισμένα από τα βασικά συμπεράσματα της «Εθνικής Μελέτης εκτίμησης της συχνότητας και των προσδιοριστικών παραγόντων του μητρικού θηλασμού στην Ελλάδα» που διενήργησε το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού το 2017 σε δείγμα 870 βρεφών που γεννήθηκαν σε 43 δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία της χώρας και η οποία παρουσιάστηκε πριν από λίγες ημέρες σε ειδική ημερίδα. Η μέση ηλικία των μητέρων του δείγματος ήταν τα 32 έτη. Σε ποσοστό 54% γέννησαν με καισαρική τομή, ενώ το 49% των βρεφών γεννήθηκε σε δημόσια νοσοκομεία. Η μεγάλη πλειονότητα είναι Ελληνίδες (86%) και ακολουθούν με ποσοστό 7% οι Αλβανίδες.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η συντριπτική πλειονότητα των βρεφών θήλασε την πρώτη ημέρα ζωής του (94%), ενώ το ποσοστό μητρικού θηλασμού παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα (63,5%) έως και τον τρίτο συμπληρωμένο μήνα ζωής του βρέφους, για να φτάσει στο 45,4% στο τέλος του έκτου μήνα. Αποκλειστικός μητρικός θηλασμός, δηλαδή όταν το βρέφος λαμβάνει μόνο μητρικό γάλα, υιοθετήθηκε στο 65,7% των νεογέννητων την πρώτη ημέρα ζωής τους, με το σχετικό ποσοστό να μειώνεται στο 51% στο τέλος της πρώτης εβδομάδας ζωής και να φτάνει στο 25% στο τέλος του 4ου μήνα. Στο τέλος του 6ου μήνα το ποσοστό των βρεφών που θήλαζαν αποκλειστικά ήταν μικρότερο του 1%. Συγκριτικά με την αντίστοιχη μελέτη του 2007, τα ποσοστά του αποκλειστικού μητρικού θηλασμού έως και τον πέμπτο μήνα ζωής του βρέφους είναι σαφώς αυξημένα: το 2007 αποκλειστικό μητρικό θηλασμό ξεκίνησε το 41% των βρεφών (έναντι 66% το 2017), ενώ στον πέμπτο μήνα μόλις το 5% συνέχιζε να τρέφεται αποκλειστικά με μητρικό γάλα (έναντι 20% το 2017).
Στην αύξηση του μητρικού θηλασμού ρόλο, σύμφωνα με τους ειδικούς, διαδραμάτισε η αλλαγή στάσης πολλών μαιευτηρίων τα οποία εφαρμόζουν πλέον πρακτικές που ευνοούν τον μητρικό θηλασμό. Ετσι, το 51% των μητέρων θήλασε το μωρό εντός της πρώτης ώρας μετά τον τοκετό, ενώ στο 63% του δείγματος, οι μητέρες και τα νεογέννητα έμειναν στον ίδιο θάλαμο μετά τον τοκετό (rooming in). Οι μισές λεχώνες (47%) ανέφεραν ότι έλαβαν συνταγή ή σημείωμα για κάποιο υποκατάστατο μητρικού γάλακτος και σχεδόν μία στις πέντε (19%) έλαβε δωρεάν δείγμα υποκατάστατου κατά την αποχώρηση από το μαιευτήριο. Στην αντίστοιχη μελέτη του 2007, γραπτή συνταγή δόθηκε στο 66% των μητέρων και δωρεάν δείγμα υποκατάστατου μητρικού γάλακτος χορηγήθηκε στο 36%.
Οι γυναίκες που γέννησαν με καισαρική ανέφεραν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά αποκλειστικά μητρικού θηλασμού σε σχέση με όσες γέννησαν φυσιολογικά. Είναι ενδεικτικό ότι αποκλειστικό μητρικό θηλασμό τον πρώτο μήνα έκανε το 32% των γυναικών που γέννησε με καισαρική έναντι 50% των γυναικών που γέννησε φυσιολογικά.
Η αρνητική επίδραση του τοκετού με καισαρική έχει αποδοθεί στην καθυστερημένη επαφή του μωρού με τη μητέρα, τον μετεγχειρητικό πόνο και τα χαμηλότερα επίπεδα προλακτίνης της μητέρας. Αρνητικοί παράγοντες για τον αποκλειστικό μητρικό θηλασμό είναι η προωρότητα και το χαμηλό βάρος γέννησης καθώς και η παραμονή σε μονάδα εντατικής νοσηλείας του νεογνού.
Οι μητέρες με τριτοβάθμια εκπαίδευση εμφάνισαν υψηλότερα ποσοστά αποκλειστικού μητρικού θηλασμού και θήλασαν για μεγαλύτερο διάστημα σε σχέση με τις γυναίκες που είχαν βασική και μέση εκπαίδευση. Αρνητικός παράγοντας για τον μητρικό θηλασμό φαίνεται να είναι και το κάπνισμα. Είναι ενδεικτικό ότι στους έξι μήνες του βρέφους μόνο το 21% των καπνιστριών εξακολουθούσε να θηλάζει σε αντίθεση με το 52% των μη καπνιστριών.
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο