Το σώμα μας αποτελείται από κύτταρα, τα περισσότερα από τα οποία έχουν ένα μικρό κύκλο ζωής και στη συνέχεια αντικαθίστανται από νεότερα. Ορισμένες φορές ο κύκλος ζωής των κυττάρων δεν εξελίσσεται ομαλά, οπότε τα κύτταρα αναπτύσσονται και πολλαπλασιάζονται χωρίς έλεγχο, ενώ μπορεί να μην πεθάνουν σύμφωνα με τον αρχικό τους προγραμματισμό. Αυτό συμβαίνει στον καρκίνο. Στο λέμφωμα, ο ανώμαλος πολλαπλασιασμός των κυττάρων αφορά κατά κύριο λόγο στα λεμφοκύτταρα (κύτταρα του αίματος).
α) τα ερυθρά αιμοσφαίρια, που μεταφέρουν το οξυγόνο και δίνουν στο αίμα μας το κόκκινο χρώμα του, και
β) τα λευκά αιμοσφαίρια, που είναι μέρος της φυσικής άμυνας του οργανισμού, του ανοσοποιητικού μας συστήματος, και μάχονται κατά των λοιμώξεων. Μια κατηγορία λευκών αιμοσφαιρίων είναι τα λεμφοκύτταρα, στα οποία ανήκουν τα Τ, τα Β και τα ΝΚ (φυσικά κυτταροκτόνα) κύτταρα.
Τα λεμφώματα είναι κακοήθειες που αφορούν στο λεμφικό σύστημα, κυρίως τα λεμφοκύτταρα. Σύμφωνα με τις καινούργιες ταξινομήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, υπάρχουν πολλά είδη λεμφωμάτων, τα οποία ταξινομούνται ως επιθετικά ή βραδέως εξελισσόμενα. Το λέμφωμα Hodgkin χαρακτηρίζεται από λεμφοκύτταρα τύπου Reed-Sternberg, ενώ τα λεμφώματα Μη Hodgkin αφορούν στα Β και τα Τ κύτταρα.
Το λέμφωμα είναι ο 5ος πιο συχνός καρκίνος στην Ευρώπη και η 7η αιτία θανάτου. Τα λεμφώματα Hodgkin προσβάλλουν κυρίως νεαρές ηλικίες (από 20 έως 40 ετών), ενώ τα λεμφώματα Μη Hodgkin προσβάλλουν κυρίως τη μέση ηλικιακή ομάδα (40 έως 60 ετών). Μέχρι στιγμής, δεν έχει προσδιοριστεί με ακρίβεια τι προκαλεί την εμφάνιση του λεμφώματος, παρόλο που είναι γνωστό ότι δεν είναι μεταδοτικό και δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι πρόκειται για κληρονομικό νόσημα. Ως πιθανές αιτίες του λεμφώματος έχουν αναφερθεί στη βιβλιογραφία η καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος από φάρμακα ή θεραπευτική ακτινοβολία και σπάνιες ιικές λοιμώξεις. Οι πρόσφατες εξελίξεις της τεχνολογίας και των διαθέσιμων θεραπειών κάνουν την αντιμετώπιση του λεμφώματος ολοένα και πιο ελπιδοφόρα. Ορισμένες μορφές της νόσου θεραπεύονται πλήρως, ενώ άλλες ελέγχονται επαρκώς, ώστε η ποιότητα ζωής των ασθενών να μην επηρεάζεται αρνητικά.
1. Διόγκωση λεμφαδένων (κυρίως του λαιμού, της μασχάλης ή της κοιλιάς), η οποία συνήθως είναι ανώδυνη και μπορεί να είναι το μοναδικό σύμπτωμα
2. Πυρετός
3. Νυχτερινές εφιδρώσεις
4. Απώλεια βάρους, χωρίς ο ασθενής να το έχει επιδιώξει ή χωρίς κάποιο άλλο γνωστό λόγο
5. Έντονο αίσθημα κόπωσης και αναιμία
6. Διόγκωση του σπλήνα ή/και του ήπατος
7. Πόνοι στα οστά
8. Κνησμός (φαγούρα)
Τα συμπτώματα αυτά μπορούν να αποδοθούν και σε πολλές άλλες ασθένειες και μικροενοχλήσεις, οπότε η εμφάνισή τους δεν υποδηλώνει απαραίτητα την ύπαρξη λεμφώματος. Ωστόσο, όταν κάποια από αυτά επιμένουν, καλό θα είναι να επισκεφτείτε το γιατρό σας, ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο της νόσου ή να διαγνωστεί έγκαιρα.
Η κλινική εξέταση μπορεί να αποκαλύψει διογκωμένους λεμφαδένες σε διάφορες περιοχές του σώματος. Ο γιατρός προχωρεί σε εξετάσεις αίματος και βιοψία ενός διογκωμένου λεμφαδένα, κατά την οποία ο λεμφαδένας μελετάται στο παθολογοανατομικό (ειδικό αιμοπαθολογοανατομικό) εργαστήριο για να ταυτοποιηθεί η νόσος.
Μετά την ταυτοποίησή του, ακολουθεί μια σειρά εργαστηριακών εξετάσεων για να εντοπιστούν τα σημεία της νόσου (στάδιο νόσου). Αυτές οι εξετάσεις μπορεί να είναι:
απλές αιματολογικές εξετάσεις,
απεικονιστικές εξετάσεις (τομογραφία, μαγνητική κ.ά.), ώστε να εντοπιστούν τυχόν άλλοι λεμφαδένες και να ελεγχθεί το συκώτι, ο σπλήνας ή οι πνεύμονες,
ανάλογα με την κρίση του γιατρού σας, ίσως χρειαστούν πιο ειδικές εξετάσεις, όπως παρακέντηση του μυελού των οστών.
Με βάση τον εργαστηριακό έλεγχο, καθορίζεται το στάδιο της νόσου, το οποίο μπορεί να είναι:
Στάδιο 1: Το λέμφωμα εντοπίζεται μόνο σε μία περιοχή λεμφαδένων.
Στάδιο 2: Το λέμφωμα εντοπίζεται σε δύο ή τρεις κοντινές περιοχές λεμφαδένων (π.χ. στο λαιμό, το στήθος και τις μασχάλες).
Στάδιο 3: Το λέμφωμα εντοπίζεται στις περιοχές που αναφέρθηκαν στα προηγούμενα στάδια και επιπλέον στην κοιλιά.
Στάδιο 4: Το λέμφωμα έχει επεκταθεί, εκτός από τους λεμφαδένες, και σε άλλα σημεία του σώματος, όπως οι πνεύμονες, το συκώτι ή τα οστά.
Συνήθως τα λεμφώματα αντιμετωπίζονται με χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία ή βιολογικές θεραπείες, ή με κάποιο συνδυασμό αυτών. Ο αιματολόγος μπορεί να συστήσει αρκετούς τύπους θεραπειών ή και απλή παρακολούθηση, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της νόσου (τύπος, υποτύπος κ.ά.). Ο στόχος της θεραπείας είναι η επίτευξη ύφεσης ή ίασης.
Το λέμφωμα Hodgkin θεραπεύεται σε ποσοστό 80% με 90% των ασθενών. Το ποσοστό ίασης για το λέμφωμα Μη Hodgkin είναι χαμηλότερο, καθώς ανέρχεται σε 50%. Και στις δύο περιπτώσεις, η έγκαιρη διάγνωση και η θεραπεία του λεμφώματος, σε όσο το δυνατόν πιο αρχικό στάδιο, ευνοούν τις πιθανότητες πλήρους ύφεσης της ασθένειας.
Η χημειοθεραπεία σκοτώνει τα ταχέως διαιρούμενα και αναπτυσσόμενα κύτταρα, όπως και αυτά του λεμφώματος. Υπάρχουν διάφοροι τύποι χημειοθεραπευτικών φαρμάκων και ο γιατρός συνδυάζει κάποια από αυτά για τη θεραπεία, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της νόσου. Η χημειοθεραπεία δίνεται σε κύκλους, ενώ μεταξύ των θεραπειών μεσολαβεί ένα κατάλληλο χρονικό διάστημα ανάπαυσης. Η θεραπεία διαρκεί συνήθως 6-10 μήνες και κατά κύριο λόγο χορηγείται στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου.
Στην ακτινοθεραπεία χρησιμοποιούνται θεραπευτικές δόσεις ακτινοβολίας για τη θανάτωση των κυττάρων του λεμφώματος. Η ακτινοθεραπεία στοχεύει τα τμήματα του σώματος όπου εντοπίζεται το λέμφωμα, ενώ τα κοντινά όργανα προστατεύονται από την ακτινοβολία. Αυτή η μέθοδος προϋποθέτει διαδοχικές επισκέψεις στο ακτινοθεραπευτικό τμήμα του νοσοκομείου για ένα διάστημα.
Οι βιολογικές θεραπείες είναι κυρίως μονοκλωνικά αντισώματα που διεγείρουν την ανοσολογική απάντηση του οργανισμού κατά των λεμφοκυττάρων που έχουν αναπτύξει το λέμφωμα. Οι θεραπείες αυτές χορηγούνται ενδοφλέβια και συνήθως η έγχυση γίνεται στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου. Για την πρώτη χορήγησή τους, ίσως χρειαστεί διανυκτέρευση στο νοσοκομείο.
Ορισμένες φορές, στους ασθενείς με βραδέως εξελισσόμενο λέμφωμα Μη Hodgkin, εφαρμόζεται η τακτική «watch-and-wait» (παρατήρηση και αναμονή), κατά την οποία ο ασθενής δεν υποβάλλεται σε κάποια θεραπεία, ώστε να μην υποστεί τις πιθανές παρενέργειές της, μιας και δεν έχει συμπτώματα ή η νόσος βρίσκεται σε αρχικό στάδιο. Ωστόσο, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι η τακτική watch-and-wait σημαίνει πως δεν γίνεται κάτι για την ασθένεια, καθώς ο γιατρός παρακολουθεί στενά τον ασθενή και παρέχει ολοκληρωμένη ιατρική βοήθεια, αν χρειάζεται.
Ίσως έχετε ήδη ακούσει για διάφορες ανεπιθύμητες ενέργειες που προκαλούνται από τις διάφορες αντικαρκινικές θεραπείες. Είναι σημαντικό να θυμάστε ότι οι πιθανές παρενέργειες της θεραπείας δεν βιώνονται ούτε από όλους τους ασθενείς ούτε στον ίδιο βαθμό. Επίσης, πολλές από αυτές μπορούν να εξαλειφθούν ή να μειωθούν σε σημαντικό βαθμό. Συνήθως είναι παροδικές και θα εξαφανιστούν με το πέρας της θεραπείας. Παρόλα αυτά, κάποιες από τις πιθανές ανεπιθύμητες ενέργειες μπορεί να είναι σοβαρές και μόνιμες, όπως για παράδειγμα, η υπογονιμότητα.
Αίσθημα κόπωσης: Κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας, είναι πιθανό ο ασθενής να νιώθει συχνά την ανάγκη να ξεκουραστεί ή να κοιμηθεί. Αυτό το χρονικό διάστημα είναι σημαντικό να προσαρμόζεται το πρόγραμμα του ασθενούς στις ανάγκες του οργανισμού του. Μελέτες έχουν δείξει ότι η χαμηλής έντασης γυμναστική, όπως το βάδισμα, το χαλαρό τρέξιμο, η κολύμβηση και το ποδήλατο, μπορεί να βοηθήσει να μειωθεί το αίσθημα της κόπωσης.
Ναυτία: Είναι πιθανό να εμφανιστεί κατά τη διάρκεια της χημειοθεραπείας, καθώς και της βιολογικής θεραπείας. Αν κριθεί απαραίτητο από το γιατρό, μπορείτε να δοθεί αντιεμετική αγωγή.
Διάρροια ή δυσκοιλιότητα: Αναγκαία είναι η αύξηση της πρόσληψης υγρών, ώστε να μην αφυδατωθεί ο οργανισμός του ασθενούς.
Απώλεια μαλλιών
Ξηροστομία ή δυσκολία στην κατάποση: Ίσως βοηθούν οι στοματικές πλύσεις με χλιαρό νερό και χαμομήλι. Προσοχή χρειάζεται και με την υγιεινή των δοντιών (ελαφρύ βούρτσισμα έπειτα από κάθε γεύμα, για να αποφευχθεί ο κίνδυνος μόλυνσης). Σε περίπτωση δυσκολίας στην κατάποση, προτιμότερο είναι η τροφή να είναι σε υγρή ή υδαρή μορφή.
Πόνος στα χέρια ή τα πόδια (νευροπάθεια): Κάποιες χημειοθεραπείες μπορεί να προκαλέσουν νευροπάθεια. Ελαφρά λυγίσματα ή εκτάσεις των δαχτύλων των χεριών και των ποδιών καθημερινά μπορούν να βελτιώσουν την κατάσταση.
Ξηροδερμία ή ξηρά νύχια: Η χρήση ενυδατικής κρέμας μπορεί εύκολα να απαλλάξει από αυτό το πρόβλημα.
Μεγάλη αιμορραγία ή μώλωπες και κίνδυνος μόλυνσης: Σε περίπτωση που παρουσιαστεί κάποια ασυνήθιστη αιμορραγία ή μώλωπες ή κάποια ένδειξη μόλυνσης, πρέπει να ενημερώνεται αμέσως ο θεράπων ιατρός.
Συμπτώματα γρίπης: Κατά τη διάρκεια της βιολογικής θεραπείας, είναι πιθανό να παρουσιαστούν συμπτώματα παρόμοια με εκείνα της γρίπης, όπως μυϊκοί πόνοι, πονοκέφαλοι, κούραση ή και πυρετός. Ο γιατρός θα διευκρινίσει εάν πρόκειται για παρενέργεια ή για γρίπη.
Πόνος: Είναι πιθανό το αίσθημα πόνου μέτριας έντασης στα σημεία όπου έχει εντοπιστεί το λέμφωμα. Ο πόνος αυτός μπορεί να αντιμετωπιστεί με απλά παυσίπονα.
Μόνιμες βλάβες
Υπογονιμότητα: Υπάρχει πιθανότητα κάποιες από τις θεραπείες να δημιουργήσουν υπογονιμότητα.
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο