Έγειρε διακριτικά και πιάστηκε από το μπράτσο του. Ένα λεπτό στρώμα από βρεγμένα, χρυσοπράσινα φύλλα κάλυπτε τα σκαλοπάτια, και οι ψηλοτάκουνες γόβες της πατούσαν φοβισμένα πάνω τους. Δεν την κράτησε, έφυγε ένα βήμα μπροστά στις σκάλες. Έμεινε μετέωρη με το ένα χέρι να προσπαθεί να κρατηθεί από την κουπαστή και το άλλο από το σακάκι του.
Πρώτη φορά με αποφεύγει, σκέφτηκε. Ίσως είναι η ιδέα μου. Έχω γίνει μυγιάγγιχτη.
Όταν πάτησε, πια, γερά στο πεζοδρόμιο γύρισε να του πει πόσο χαιρόταν που θα έβγαιναν μαζί σήμερα το βράδυ. Επιτέλους, μόνοι τους, μετά από τόσους μήνες που είχαν να βρεθούν σαν ζευγάρι. Δεν ήταν εκεί. Είχε ήδη φτάσει στο αυτοκίνητο και καθόταν στη θέση του οδηγού με τη ζώνη και το τσιγάρο στο στόμα. Άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού βιαστικά και κάθισε, φανερά εκνευρισμένη.
Θα μπορούσες να με περιμένεις. Ξέρεις πόσο γλιστράνε αυτά τα παπούτσια όταν βρέχει, του κοίταξε δηκτικά.
Έβαλε μπρος τη μηχανή χωρίς καν να γυρίσει το βλέμμα του. Σε λιγότερο από δέκα λεπτά είχαν φτάσει στο εστιατόριο που θα γιόρταζαν τα γενέθλια της φίλης της. Ο ενθουσιασμός της εξόδου είχε ήδη μετατραπεί σε απογοήτευση. Άλλο ένα άδειασμα, ψιθύρισε βγαίνοντας από το αυτοκίνητο.
Τι μουρμουρίζεις, τόση ώρα; Δε φτάνει που βγήκα μ ‘αυτόν τον παλιόκαιρο για να μη γκρινιάζετε με την κολλητή σου, θα τα ακούσω κι από πάνω; Τα μάτια του κοιτούσαν λοξά προς το μέρος της, άφησε το βλέμμα του να περιεργαστεί υποτιμητικά τα παπούτσια, την άκρη από το φόρεμα, το παλτό της.
Τελευταία φορά που περνάει το δικό σου. Έχω πιο σοβαρά πράγματα στο κεφάλι μου από τα ηλίθια γενέθλια των φιλενάδων σου. Σιγά τις μπεμπέκες που θέλετε ακόμα να γιορτάζετε! της πέταξε στα μούτρα με έναν καγχασμό ειρωνείας και προχώρησε μόνος του.
Φόρεσε το πιο γλυκό της χαμόγελο, ίσιωσε την πλάτη και χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Ένα δυνατό φύσημα του αέρα κόλλησε στο μέτωπό της ένα μικρό, βρεγμένο χρυσοπράσινο φύλλο. Δέχτηκε τη δροσιά του πάνω στο δέρμα της που φλεγόταν με ανακούφιση. Το τράβηξε αργά και το κράτησε στην τσέπη της.
Θέλω να υπάρχει κάτι ζωντανό, που θα πεθάνει μαζί μου αυτή τη νύχτα, σκέφτηκε ήρεμα. Μια πλαστική κούκλα βιτρίνας μόλις είχε πάρει τη θέση της.
Αυτό το φθινόπωρο του ’19 άργησε να ’ρθει, ξεγελώντας τις προσδοκίες, τις ελπίδες μας. Αφεθήκαμε στο παρατεταμένο θέρος να μας νανουρίσει νωχελικά. Ο Νοέμβρης μπήκε με τη φόρα του αδικημένου, σχεδόν εκδικητικού, συντρόφου που θέλει ρεβάνς. Κάτι, σαν τις σχέσεις που αργοσβήνουν μαζί μας, χωρίς εμάς. Κάπως, σαν να εμφανίστηκε μια ξαφνική απειλή που γνωρίζαμε αλλά επιλέξαμε να μην περιμένουμε. Βουβή έλευση κινδύνου, βουβή και η υποδοχή του.
Τα φύλλα του φθινοπώρου θα πέφτουν με τον αέρα και τη βροχή, ακόμα κι όταν εμείς δε θα είμαστε εδώ για να γκρινιάζουμε ότι γλιστράει ο δρόμος. Ζευγάρια θα ερωτεύονται και θα χωρίζουν με τα πρώτα κρύα. Οι άνθρωποι πάντα θα περιμένουν και πάντα θα αποχωρούν. Όπως ο μελαγχολικός Νοέμβρης.
Κατερίνα Τζαβάρα
Συγγραφέας
πηγή www.thinkfree.gr, η φωτογραφία ανήκει στο προσωπικό αρχείο του κου Γιάννη Κεσσόπουλου – Πλατεία Βασιλικού Θεάτρου, Θεσσαλονίκη 2014 /(c) Giannis Kessopoulos
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο