Τα αιμαγγειώματα αποτελούν αγγειακές βλάβες του υποδόριου ιστού, οι οποίες εμφανίζονται λίγο μετά τη γέννηση του παιδιού, αυξάνουν σε μέγεθος τους επόμενους μήνες και μετά αρχίζουν να υποστρέφουν. Πολλοί από τους όγκους αυτούς θα υποστρέψουν μέχρι την ηλικία των 6 ετών, ενώ ένα 40% συνεχίζει την υποστροφή του μέχρι την ηλικία των 12 ετών. Σύμφωνα με διεθνείς στατιστικές, τα αιμαγγειώματα εμφανίζονται σε ποσοστό 10% στη λευκή φυλή, ενώ το 60% των όγκων αυτών παρουσιάζονται στην περιοχή της κεφαλής και του τραχήλου. Πρόκειται λοιπόν για μια αρκετά συχνή βλάβη, για την οποία μία συνήθης προσέγγιση της επιστημονικής κοινότητας ήταν να την αφήνουμε χωρίς θεραπεία, αφού η πορεία της βλάβης θα οδηγήσει στην υποστροφή της. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις στις οποίες αναγνωρίζουμε την ανάγκη για θεραπευτική παρέμβαση λόγω των λειτουργικών, αισθητικών ή ψυχολογικών προβλημάτων που είναι δυνατόν να προκύψουν στους μικρούς ασθενείς μας.
Οι κυριότερες ενδείξεις για τη θεραπεία των αιμαγγειωμάτων είναι οι ακόλουθες:
- Η εμφάνιση του όγκου επηρεάζει την αισθητική.
- Ελκώσεις – ατροφία του δέρματος.
- Απόφραξη της αεροφόρου οδού.
- Προβλήματα ακοής.
- Προβλήματα όρασης.
- Πιθανότητα για συχνή αιμορραγία λόγω τραύματος.
- Προβλήματα στο σχολικό περιβάλλον.
- Σκελετική παραμόρφωση.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι υπάρχουν πολλοί λόγοι για θεραπευτική παρέμβαση και η μέχρι τώρα άποψη ότι εφόσον το αιμαγγείωμα θα υποστρέψει άρα δεν χρήζει θεραπείας, θα πρέπει να αναθεωρηθεί, τουλάχιστον όταν υπάρχει μία από τις ανωτέρω ενδείξεις.
Ένας από τους σημαντικότερους λόγους για να θεραπεύσουμε ένα αιμαγγείωμα είναι τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν όταν ο μικρός μας ασθενής αρχίσει να έχει συναίσθηση της διαφορετικότητάς του σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά. Γύρω στα 3 χρόνια το παιδί αρχίζει να καταλαβαίνει ότι έχει κάτι το διαφορετικό πάνω του και αυτό γίνεται πολύ πιο συγκεκριμένο στον παιδικό σταθμό ή στο σχολείο, όταν θα νιώθει ότι τα άλλα παιδιά το κοιτούν επίμονα σε ένα συγκεκριμένο σημείο ή σχολιάζουν την ύπαρξη του όγκου.
Το γεγονός αυτό είναι δυνατόν να οδηγήσει τον μικρό ασθενή μας σε μια μορφή απομονωτισμού ή αίσθησης κατωτερότητας σε σχέση με τα άλλα παιδιά, σε μια ευαίσθητη ηλικία που η διάπλαση της προσωπικότητάς του συνεχίζεται.
Υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες η θέση που εμφανίζεται το αιμαγγείωμα συντελεί στην ανάπτυξη κάποιας λειτουργικής διαταραχής. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις όγκων που αναπτύσσονται στο άνω βλέφαρο και πιέζουν τον οφθαλμικό βολβό, ενώ το μάτι παραμένει μισόκλειστο. Επίσης, αιμαγγειώματα που αναπτύσσονται σε θέσεις γύρω από το μάτι παρεμποδίζουν τον συγχρονισμό των οπτικών αξόνων των ματιών προκαλώντας προβλήματα όρασης.
Αιμαγγειώματα που αναπτύσσονται γύρω από τα οστά των γνάθων είναι δυνατόν να προκαλέσουν σκελετική παραμόρφωση καθώς πιέζουν τα οστά αυτά που βρίσκονται σε φάση ανάπτυξης. Όταν αναπτύσσονται στην περιοχή μπροστά από τη μύτη ή στην περιοχή του λάρυγγα προκαλούν προβλήματα στην αναπνοή, ενώ όταν εμφανιστούν στην περιοχή γύρω από το αυτί και τον ακουστικό πόρο ενδέχεται να προκαλέσουν προβλήματα στην ακοή.
Ένα μεγάλο αιμαγγείωμα του προσώπου είναι δυνατόν να τραυματιστεί είτε επειδή το παιδί έπεσε με το πρόσωπο, είτε επειδή το δάγκωσε κατά λάθος (σε αιμαγγειώματα των χειλιών), ή ακόμη επειδή κάποιο άλλο παιδί το χτύπησε στο πρόσωπο πάνω στο παιχνίδι. Στην περίπτωση αυτή η αιμορραγία που θα ακολουθήσει μπορεί να είναι μεγάλη και θα προκαλέσει μεγάλο άγχος στους γονείς ή τους δασκάλους.
Τέλος, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι ακόμη και μετά την υποστροφή των αιμαγγειωμάτων στην περιοχή παραμένουν κάποια σημάδια που υπενθυμίζουν ότι το αιμαγγείωμα ήταν εκεί. Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις βλέπουμε ελκώσεις, ατροφία του δέρματος ή τελαγγειεκτασίες (διευρυμένα αγγεία), που τελικά θα χρειαστούν κάποια θεραπευτική παρέμβαση.
Στις μέρες μας η νοοτροπία τού «θα περάσει μόνο του» σιγά αλλά σταθερά αλλάζει. Όλο και περισσότεροι γιατροί αναγνωρίζουν την ανάγκη για θεραπευτική παρέμβαση εκεί όπου υπάρχουν ενδείξεις. Αναπτύσσονται νέες χειρουργικές τεχνικές που σε συνδυασμό με τα νέου τύπου lasers αλλά και με φαρμακευτική αγωγή είναι δυνατόν να θεραπεύσουν ή να ελέγξουν το πρόβλημα πριν από την ανάπτυξη των διαταραχών που προαναφέραμε. Τα τελευταία χρόνια, η χρήση της προπρανολόλης για την θεραπεία των αιμαγγειωμάτων αποτέλεσε ένα σημαντικό βήμα προς μια επιτυχημένη συντηρητική αντιμετώπιση. Παράλληλα, πραγματοποιούνται πολλές έρευνες, οι οποίες στόχο έχουν την αναγνώριση της αιτίας που οι όγκοι αυτοί αναπτύσσονται, γεγονός που θα διευκολύνει ακόμη περισσότερο τη θεραπεία τους.
Η εμπειρία δείχνει ότι οι όγκοι αυτοί είναι προτιμότερο να αντιμετωπίζονται νωρίτερα παρά αργότερα. Το αιμαγγείωμα είναι πιο εύκολο να χειρουργηθεί κατά τη φάση του πολλαπλασιασμού του (πριν από την ηλικία των 12 μηνών) παρά κατά τη φάση της υποστροφής του (12 μηνών – 12 ετών). Τα μικρά παιδιά εξάλλου έχουν πολύ καλή επουλωτική δυνατότητα, γεγονός που τις περισσότερες φορές μας βοηθά στην τελική αισθητική εμφάνιση των χειρουργικών τομών. Πολλές φορές, όμως, ακόμη και μεγαλύτερα του ενός έτους παιδιά χειρουργούνται με επιτυχία.
Τόσο η φαρμακευτική θεραπεία, η χρήση των lasers, η χειρουργική θεραπεία, ή ο συνδυασμός των ανωτέρω θεραπευτικών μέσων, όσο και η ανάγκη συνεργασίας μεταξύ ιατρών διαφορετικών ειδικοτήτων, εξασφαλίζουν την αισθητική και λειτουργική αποκατάσταση στους μικρούς μας ασθενείς με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα.
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο