Χριστίνα Λιάκου
MD, PhD
Παιδίατρος-Λοιμωξιολόγος
Συνεργάτης ΙΑΣΩ Παίδων
Το Toxoplasma gondii αποτελεί ενδοκυττάριο παράσιτο και αναγνωρισμένη αιτία συγγενούς λοίμωξης για περισσότερες από έξι δεκαετίες. Κύριος ξενιστής του είναι η γάτα, η οποία αποβάλλει τις ωοκύστεις του παρασίτου με τα περιττώματά της στο περιβάλλον.
Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι 25-30% περίπου των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας έχουν νοσήσει από τοξόπλασμα. Σε άλλες χώρες, όπου είναι συχνότερη η κατανάλωση ατελώς μαγειρεμένου κρέατος, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο και υπερβαίνει το 60%.
Κύριους παράγοντες κινδύνου για λοίμωξη από τοξόπλασμα αποτελούν η επαφή και ο καθαρισμός χώρου με περιττώματα γάτας, η κηπουρική χωρίς γάντια και η κατανάλωση ωμών και όχι καλά πλυμένων φρούτων και λαχανικών. Επιπλέον τρόποι μετάδοσης είναι η βρώση ανεπαρκώς μαγειρεμένου κρέατος όπως αρνί, χοιρινό και μοσχάρι αλλά και η χρήση οικιακών σκευών ή μαχαιριών που δεν έχουν καθαριστεί καλά μετά την επαφή τους με ωμό κρέας. Σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες, η μετάδοση είναι δυνατόν να αφορά και την πόση μολυσμένου νερού.
Η έγκυος γυναίκα με οξεία λοίμωξη από τοξόπλασμα είναι συνήθως ασυμπτωματική ή εμφανίζει ήπια και άτυπη συμπτωματολογία. Σε λιγότερες από 10% των περιπτώσεων εκδηλώνονται συμπτώματα όπως τραχηλική λεμφαδενοπάθεια, πυρετός, μυαλγίες, αρθραλγίες, ηπατοσπληνική διόγκωση και δερματικό εξάνθημα.
Ανεξάρτητα ωστόσο από την εμφάνιση ή μη κλινικών εκδηλώσεων, προκύπτει κίνδυνος μετάδοσης της λοίμωξης στο έμβρυο. Ο κίνδυνος μετάδοσης αυξάνει με τις εβδομάδες κύησης και υπολογίζεται σε 15% στο πρώτο τρίμηνο, 44% στο δεύτερο και 70% στο τρίτο τρίμηνο της κύησης. Αντίστροφα, όμως, ο κίνδυνος αποβολής, σοβαρών ενδοκρανιακών βλαβών και νευροαναπτυξιακών διαταραχών στο νεογνό αυξάνει κατά την αρχή της κύησης και σε περίπτωση καθυστέρησης στην έναρξη της αγωγής.
Η θετικοποίηση των IgM και των IgG αντισωμάτων γίνεται εντός 7 και 14 ημερών από τη τοξοπλασματική λοίμωξη αντίστοιχα. Τα IgM αντισώματα είναι δυνατό να παραμείνουν θετικά για περισσότερο από ένα χρόνο και για το λόγο αυτό επιβάλλεται η προσεκτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων. Η εργαστηριακή διάγνωση της μητρικής λοίμωξης κατά την κύηση βασίζεται στη θετικοποίηση των IgM ή αύξηση του τίτλου IgG αντισωμάτων σε δύο διαφορετικά δείγματα με χρονική απόσταση 2-4 εβδομάδων.
Σε αμφίβολα αποτελέσματα, η ανίχνευση IgA αντισωμάτων και η χαμηλή συγγένεια IgG αντισωμάτων (IgG avidity) αποτελούν δείκτες ενδεικτικούς πρόσφατης λοίμωξης από T. Gondii. Οι γυναίκες που μολύνθηκαν πριν τη σύλληψη, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν μεταδίδουν τη λοίμωξη στο έμβρυο. Επιπλέον, η συγγενής τοξοπλάσμωση στα πλαίσια μητρικής επαναλοίμωξης είναι εξαιρετικά σπάνια.
Η αξιολόγηση της εγκύου για τοξοπλάσμωση με αιματολογικές εξετάσεις αποτελεί κύριο μέλημα του γυναικολόγου από την αρχή της κύησης. Σε περίπτωση που ο έλεγχος είναι ενδεικτικός παλαιάς λοίμωξης από τοξόπλασμα δεν απαιτείται περαιτέρω αξιολόγηση, ενώ σε γυναίκες με αρνητικό ορολογικό έλεγχο IgG και IgM είναι αναγκαία η τακτική εργαστηριακή παρακολούθηση κάθε 4-6 εβδομάδες καθ’ όλη τη διάρκεια της κύησης.
Σε αμφίβολες περιπτώσεις ο έλεγχος συμπληρώνεται με έλεγχο συγγένειας αντισωμάτων (IgG avidity test) και η εγκυμονούσα τίθεται αρχικά σε φαρμακευτική αγωγή με σπιραμυκίνη. Σε περιπτώσεις επιβεβαιωμένης οξείας τοξοπλάσμωσης, αλλά και σε ισχυρή υποψία βάσει της πορείας των ορολογικών δεικτών, ο έλεγχος συμπληρώνεται με αξιολόγηση του εμβρύου με αμνιοπαρακέντηση και μηνιαία υπερηχογραφική παρακολούθηση. Σε περίπτωση θετικού μοριακού ελέγχου του αμνιακού υγρού ή επί υπερηχογραφικών ευρημάτων, η φαρμακευτική αγωγή για την έγκυο τροποποιείται σε πυριμεθαμίνη, σουλφαθειαζίνη και φολινικό οξύ, συνήθως μετά τις 18 εβδομάδες κύησης. Παράλληλα, το ίδιο το νεογνό μετά τη γέννηση θα υποβληθεί σε περαιτέρω εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο και επί ενδείξεων θα λάβει ανάλογη φαρμακευτική αγωγή για ένα έτος.
Η καλύτερη θεραπεία, ωστόσο, είναι η πρόληψη και αυτό ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση της τοξοπλάσμωσης στην κύηση. Η έγκυος είναι αναγκαίο να ενημερώνεται για τους κινδύνους και να προφυλάσσεται κατάλληλα.
Αναλυτικότερα συνιστάται:
Σε περίπτωση τέλος οξείας τοξοπλάσμωσης σε γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, η προσπάθεια σύλληψης-κύηση είναι ασφαλές να πραγματοποιείται μετά από διάστημα τουλάχιστον 4-6 μηνών. Η περαιτέρω καθοδήγηση δίνεται εξατομικευμένα από το θεράποντα μαιευτήρα-γυναικολόγο σε συνεργασία με λοιμωξιολόγο.
πηγή iaso.gr
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο