γράφει η Βίλη Αντώναρου
Πρέπει να μάθουμε να εγκαταλείπουμε το πλοίο, πριν το πλοίο γίνει ένα με εμάς.
Να μην ντυνόμαστε παρδαλά, αν δεν είμαστε έτοιμοι να εκτεθούμε.
Πρέπει να παλεύουμε, μόνο όταν δεν έχουμε τίποτα άλλο να χάσουμε. Ή αν αυτό που θα χάσουμε δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που θα χάσουμε αν δεν παλέψουμε.
Πόσες χαμένες νίκες και πόσες κερδισμένες ήττες περιέχουν οι παραπάνω προτάσεις; Πόσες απάλευτες διεκδικήσεις…
Κάθε μέρα ξυπνάμε και παίρνουμε το πρωινό του μαχητή. Δεν είναι η βρώμη ούτε οι πρωτεΐνες αυτό που θα μας δώσει ενέργεια. Είναι αυτό που θα δούμε μπροστά μας στον καθρέφτη. Είναι αξιόμαχο; Από εκεί ξεκινούν όλα.
Εκεί έξω είναι ζούγκλα. Ακόμη και την καλοσύνη σου την παίρνουν για αδυναμία, θα σου πουν οι παραιτημένοι.
Ρίχνεσαι λοιπόν στη μάχη.
Πρέπει όμως να διαλέγεις προσεκτικά τις μάχες σου.
Το έμαθα αυτό, όταν μικρή προσκοπίνα ακόμη, πέρασα απέναντι μια γριούλα, χωρίς πρώτα να τη ρωτήσω αν το χρειάζεται, μόνο και μόνο για να πάρω κονκάρδα.
Και να σιγουρεύεσαι ότι είναι οι δικές σου μάχες.
Κι αυτό το έμαθα, όταν σε μια εφημερίδα που εργαζόμουν, πήρα πάνω μου το ξεσκέπασμα των παρανομιών που γίνονταν στα ωράρια των εργαζομένων.
Μετά να βλέπεις αν συμβαδίζει η δική σου με τη μάχη κάποιου άλλου.
Αλλά μη δώσεις τη μάχη ενός άλλου. Κάν’το για τον εαυτό σου. Για δική σου χάρη. Σε κάθε περίπτωση.
Οι κόρες μου έπαιζαν στην παιδική χαρά. Έχουν με κάποιο τρόπο την προσκοπική τιμή μέσα τους ριζωμένη. Και την ανάγκη να δίνουν απλόχερα τη βοήθειά τους. Ενσυναίσθηση, λένε οι δασκάλες τους και τους λένε μπράβο.
Ένα ζωηρό αγοράκι δίπλα τους προσπαθεί να ανέβει σε μια ψηλή τραμπάλα. Η μεγάλη πάει να το βοηθήσει.
Εκείνο την σπρώχνει, μιλώντας της με απότομο και προσβλητικό τρόπο. Στη συνέχεια της πετάει χαλίκια, αλλά ένα προσγειώνεται πάνω του. Καλά να πάθεις! του λέει η μικρότερή μου, παίρνοντας το αίμα της πίσω για την αδερφή της, σε μια άλλη πτυχή εκδήλωσης ενσυναίσθησης.
Και εκείνος παίρνει ένα ποτήρι από τον κάδο, το γεμίζει με νερό από τη βρυσούλα της παιδικής και την κάνει μούσκεμα. Η μικρή μου αρχίζει να κλαίει. Ρωτάω τον μικρό, πού είναι η μανούλα σου; Έρχεται εκείνη και του λέει: Εσύ πήγαινε να συνεχίσεις να παίζεις. Μετά γυρίζοντας προς εμένα: Ε καλά δεν έγινε τίποτα. Αγοράκι είναι. Της έριξα το βλέμμα: πες κι άλλα-πες κι άλλα, φτιάχνομαι. Συγνώμη, κυρία μου, υποχώρησε τελικώς.
Από λάθος άνθρωπο σε λάθος άνθρωπο, της απαντώ εγώ, προσπαθώντας να αφήσω να μη βγει παρά μόνο διακριτικά και ελεγχόμενα το mojo της μάνας λέαινας από μέσα μου.
Γιατί, συγνώμη θα έπρεπε να ζητήσει το ίδιο το παιδάκι, στο άλλο παιδάκι.
Συγνώμη να ζητήσει η μαμά του από τον ίδιο, που διάλεξε να δώσει τη δική του μάχη αντί γι’ αυτόν. Αλλά αργότερα είναι που θα απορεί.
Συγνώμη -αν το τραβήξουμε- να πει η μικρή μου στο αγοράκι που δεν κράτησε τα εκδικητικά νεύρα της.
Συγνώμη να πει κι η μεγάλη μου, που έκανε έστω κι άθελά της τον άλλο να νιώσει μικρός και ανήμπορος στα μάτια των φίλων του.
Και ένα συγνώμη κι από μένα προς τα παιδιά μου, που ενώ τους δίδαξα τη χαρά του να προσφέρεις βοήθεια, ξέχασα να τους πω ότι αυτή, είναι ένα υπέροχο διαμάντι μέσα μας, που δεν πρέπει να το κερνάμε σε οποιονδήποτε, ούτε με το ζόρι…
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο