γράφει η Βίλη Αντώναρου
Ένα παιδί που του είχαν κρεμάσει την ταμπέλα «Παλιόπαιδο». Αποφάσισε δειλά-δειλά να την επιβεβαιώσει, γιατί {νόμιζε ότι;} δεν είχε άλλες επιλογές.
Ένας μαέστρος που ενορχήστρωσε -στην κυριολεξία- μια προσπάθεια διάσωσης για παιδιά σαν και αυτό. Ώστε να αρχίσουν να τα φωνάζουν με το αληθινό τους όνομα. Όχι με ένα ατιμωτικό παρατσούκλι που θυμίζει αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Λένε ότι χρειάζονται πολλοί για να δημιουργήσουν κάτι καλό και ένας μόνο για να το καταστρέψει. Στην περίπτωση αυτή, έγινε το αντίστροφο. Και όμως γίνεται. Αυτός ο ένας, αφιέρωσε χρήμα και χρόνο, δέχτηκε να κινδυνεύσει η ζωή του, για να σώσει ένα παιδί. Και μετά άλλο ένα.
Η ιδέα του απλή: ανταλλάσσουμε ένα πιστόλι με ένα βιολί. Ένα μαχαίρι με ένα κύμβαλο. Μια ζωή στο γκρι, για μια ζωή στα χρώματα της μουσικής.
Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή. Είναι η ιστορία του Jose Antonio Abreu και του El Sistema. Δεν θα την διηγηθώ εδώ. Υπάρχει για αυτό το λόγο το Wikipedia και ακόμη καλύτερα ένα αγαπημένο βιβλίο «Το Παλιόπαιδο».
Το βιβλίο αυτό έδωσε αφορμή στην κόρη μου να σκεφτεί τι μπορεί να κρύβεται πίσω από μια παιδική επιθετική συμπεριφορά. Διαβάζοντάς το από την ασφάλεια του δωματίου της, να έχει τον χρόνο, να σκεφτεί πώς μπορεί να νιώθει ένα τέτοιο παιδί. Και ότι υπάρχει ελπίδα, για βοήθεια. Γύρισα και την κοίταξα προσεκτικά, να νιώσω τι σκέφτεται τώρα που το διαβάζει. Κρατούσε σφιχτά το πιο αγαπημένο της κουκλάκι. Ένα second hand κουκλάκι, το οποίο δεν το αποχωρίζεται ποτέ. Τις καλύτερες αναμνήσεις της με αυτό αγκαλιά της έχει.
Λίγο πιο δίπλα, έξω από το παράθυρο του δωματίου της, στον δρόμο, ένα άλλο πιο μεγάλο παιδί ξεκοίλιαζε τα παιδικά κουκλάκια του και έσκιζε τα παλιά του παραμύθια δίπλα σε έναν κάδο. Πετούσε τα περιττά από το δωμάτιό του και τα κατέστρεφε, για να μην τα βρουν οι φτωχοί, οι γύφτοι, είπε.
Κόμπος με έπιασε. Ήταν πολύ μεγάλο για να το πιάσει η μαμά του από το χέρι. Ήταν πολύ μεγάλο για να τον πιάσει οποιοσδήποτε από το χέρι.
Η μαμά του δούλευε σε ένα σουπερμάρκετ όπου τα χθεσινά κοτόπουλα οι υπάλληλοι τα πετούσαν στον κάδο και τους έριχναν χλωρίνη από πάνω για να μην φάνε οι άστεγοι δωρεάν. Η μαμά του δεν μπόρεσε ποτέ να αλλάξει αυτή την τακτική στην τεράστια πολυεθνική αλυσίδα. Γιατί πολύ απλά δεν ήταν εντολή της αλυσίδας. Ήταν… πρωτοβουλία των υπαλλήλων. Οι οποίοι δεν επιτρεπόταν να τα πάρουν σπίτι τους τα ετοιμόληκτα.
Η φάση είναι «κατσίκα του γείτονα». Αυτό με τον χωρικό που ζηλεύει την κατσίκα του γείτονα. Ο Θεός αποφασίζει να του πραγματοποιήσει μια ευχή. Ότι θέλει στον κόσμο, όλα τα καλά. Και εκείνος ζητάει «να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα».
Ακόμη και η κόρη μου που τώρα μόλις διάβασε το βιβλίο, θα βιαζόταν να πει το παιδί εκείνο παλιόπαιδο, αν το έβλεπε τι έκανε. Ποιος να βρεθεί να δώσει ένα βιολί, μια ευκαιρία σε αυτό το παιδί, όταν όλοι το κοιτάμε, κάποιοι το έχουμε στο σπίτι μας και, όμως, νιώθουμε τόσο ανήμποροι να αντιστρέψουμε το σαρωτικό αυτό μοτίβο;
Ας ξεκινήσουμε από τα απλά. Δεν πετυχαίνει με την πρώτη. Ούτε με τη μία.
Κάθε τι που λέμε, κάθε τι που κάνουμε, ορίζει την ψυχή του παιδιού μας. Ίσως και ενός άλλου. Ή πολλών. Ακόμα και των παιδιών που μας κοιτούν περαστικά στο δρόμο κρατώντας το χέρι της μαμάς τους. Διδάσκουμε. Είτε το θέλουμε είτε όχι. Είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι.
Διδάσκουμε. Και διδάσκοντας, είτε δηλητηριάζουμε, είτε καλλιεργούμε.
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο