«Το γλωσσικό ζήτημα συνιστά για την ελληνική κοινωνία μια πολυκύμαντη διαμάχη που έχει τις ρίζες της βαθιά μέσα στον χρόνο και αντανακλά ιδεολογικές, πολιτικές και κοινωνικές επιδιώξεις. Οι πνευματικές ελίτ που πρωταγωνίστησαν στη διαμάχη αυτή, αντιμετώπισαν κατά κανόνα τον σχολικό χώρο ως αγωγό ιδεολογικής και κοινωνικής επιβολής που όφειλε να εγχαράξει στις νέες γενιές αξίες και πεποιθήσεις και να τις προστατεύσει από ανταγωνιστικές προσεγγίσεις της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας. Εως τη λύση του γλωσσικού ζητήματος, τα σχολικά εγχειρίδια αποτυπώνουν, εκτός των άλλων, κρίσιμες παραμέτρους της αντιπαράθεσης γύρω από τη γλώσσα και τη διδασκαλία της, τη μορφή της, την ορθογραφία της, την τονική μεταρρύθμιση», αναφέρει στην τοποθέτησή του ο Γιάννης Μπέτσας, επίκουρος καθηγητής στην Ιστορία της Εκπαίδευσης στο ΑΠΘ. Ετσι στο πλαίσιο της γλωσσικής διαμάχης, «το σχολικό εγχειρίδιο των γλωσσικών μαθημάτων καλείται είτε να αποκρυσταλλώσει την υπάρχουσα γνώση είτε να γίνει η πρώτη ύλη στο σχολικό εργαστήρι μιας νέας γλωσσικής συμπεριφοράς και συνείδησης, που βρίσκεται υπό διαμόρφωση», προσθέτει.
«Παρά τον έντονο εθνοκεντρισμό των παλαιότερων σχολικών εγχειριδίων, τουλάχιστον έως τη Μεταπολίτευση του 1974, και παρά την ευρύτατα διαδεδομένη εντύπωση, αν όχι και πεποίθηση, ότι “αναμενόμενα” οι ξένοι λαοί αντιμετωπίζονται απαξιωτικά και ίσως με περιφρόνηση, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική», τονίζει ο κ. Τάσος Χατζηαναστασίου, διδάκτωρ Ιστορίας και καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, εστιάζοντας σε ένα πολύ κρίσιμο θέμα στο πλαίσιο της Ιστορίας: την εικόνα «του άλλου». «Αναπόδραστα, η πολιτική ηγεσία ελέγχει και υπαγορεύει την αντίληψη που διέπει το περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων. Κι αυτό όμως δεν είναι απαραίτητα μονοσήμαντο και πρέπει να ερευνάται με προσοχή, αν θέλουμε μια αντικειμενική εικόνα που να στηρίζεται στα πραγματικά δεδομένα και όχι σε όσα περιμένουμε “λογικά” να συμβαίνουν βάσει προκαθορισμένων ερμηνευτικών σχημάτων», συμπληρώνει.
Βέβαια το βιβλίο είναι και εικόνες, οι οποίες πολλές φορές είναι τόσο καίριες, που εντυπώνουν ισχυρά στον μαθητή γνώσεις που δεν μπορούν να το πετύχουν σελίδες και σελίδες κειμένων. «Η ιστορία της εικονογράφησης των σχολικών εγχειριδίων ακολουθεί και παρακολουθεί την εξέλιξη της τέχνης, την ιστορία του σχολικού βιβλίου και την ιστορία της εκπαίδευσης. Καθώς η εικονογράφηση διαδραματίζει καίριο ρόλο στην αποτελεσματικότητα με την οποία τα σχολικά βιβλία επιτελούν τις κύριες λειτουργίες τους, η εισαγωγή της εικόνας στην ιστορία του σχολικού βιβλίου ξεκίνησε πολύ νωρίς. Η εικονογράφηση των σχολικών εγχειριδίων πέρα από την αισθητική λειτουργία που επιτελεί, συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων του σχολικού βιβλίου», λέει η κ. Ευαγγελία Κανταρτζή, διευθύντρια του Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης, η οποία μέσα από τις φωτογραφίες που διέθεσε στην «Κ» μας δίνει την ευκαιρία για ένα ταξίδι στην παιδική ηλικία με την οποία είναι συνδεδεμένο το σχολικό βιβλίο.
Kατά τον 19ο αιώνα αποκρυσταλλώνονται οι τρεις βασικές πολιτικές για τα σχολικά βιβλία. Οπως αναφέρει στην εισήγησή του ο καθηγητής του ΑΠΘ Δημήτρης Χαραλάμπους, πρόκειται για την πολιτική του κρατικού μονοπωλίου, η οποία κάνει την εμφάνισή της το 1836, αλλά την ακυρώνουν οι αντιδράσεις του ιδιωτικού τομέα (συγγραφείς σχολικών βιβλίων, βιβλιοπώλες, τυπογράφοι). Ετσι, από το 1838 έως το 1882 επικρατεί η πολιτική που επιθυμούσε ο ιδιωτικός τομέας, του ελεύθερου ανταγωνισμού. Η πολιτική όμως αυτή, στο πλαίσιο της τότε ελληνικής κοινωνίας, με τις έντονες πελατειακές σχέσεις και εξαρτήσεις, ανέδειξε πλήθος τρωτών στοιχείων και κυρίως μια πρωτοφανή διαφθορά που λειτούργησε ως μάστιγα για μαθητές και οικογένειες. Μπροστά σε αυτή την πραγματικότητα η κυβέρνηση Τρικούπη καθιερώνει, το 1892, την πολιτική του ρυθμιστικού κρατικού παρεμβατισμού, η οποία θα διαρκέσει έως και το 1895 και θα αντικατασταθεί από την πολιτική του ελεύθερου ανταγωνισμού. Το 1937 εφαρμόζεται η πολιτική του κρατικού μονοπωλίου, η οποία θα μακροημερεύσει. Σύμφωνα με τον κ. Χαραλάμπους, το 1989, η Ν.Δ. κατά την υπουργία του Γ. Σουφλιά, προέταξε την πολιτική του πολλαπλού βιβλίου, δηλαδή την πολιτική του ρυθμιστικού κρατικού παρεμβατισμού. Η πολιτική αυτή που προβλήθηκε από τη Ν.Δ., ψηφίστηκε από το ΠΑΣΟΚ το 1997. Το 2000 ο νέος υπ. Παιδείας του ΠΑΣΟΚ Π. Ευθυμίου θα αναστείλει την πολιτική αυτή. Εκτοτε, η πολιτική του κρατικού μονοπωλίου κυριάρχησε.
Το μακροβιότερο διδακτικό βιβλίο Μαθηματικών στην ελληνική εκπαίδευση είναι το βιβλίο Αλγεβρας της Α΄ Λυκείου. Σύμφωνα με τον διδάκτορα Μαθηματικών και τέως σχολικό σύμβουλο κ. Ιωάννη Θωμαΐδη, το βιβλίο κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το σχολικό έτος 1990-1991 και έχει συμπληρώσει τρεις δεκαετίες συνεχούς χρήσης. «Η ύλη του βιβλίου έχει υποστεί τα τελευταία 30 χρόνια αλλεπάλληλες περικοπές και προσθήκες κεφαλαίων ή ενοτήτων, καθώς και αναδιατάξεις ή αναμορφώσεις οι οποίες αποτελούν σημαντικά τεκμήρια για τον σχεδιασμό της μαθηματικής εκπαίδευσης», αναφέρει στην εισήγησή του ο κ. Θωμαΐδης. Την ίδια στιγμή, όπως παρατηρεί ο κ. Γιώργος Ν. Βλαχάκης, αναπληρωτής καθηγητής στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, «η ίδρυση του ελληνικού κράτους υπήρξε σημείο τομής για τη διδασκαλία της Φυσικής στον ελληνόφωνο πληθυσμό της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ξαφνικά η Φυσική φαίνεται να χάνει τον πρωτεύοντα ρόλο που είχε κατά την προεπαναστατική περίοδο, καθώς η γνώση της αποτελούσε κομβικό στοιχείο για την καταπολέμηση της αμάθειας και της δεισιδαιμονίας, τη συμπόρευση με την Ευρώπη και την ανάδυση ενός πνεύματος ελευθερίας στο πλαίσιο της διαμορφούμενης εθνικής συνείδησης, και μοιάζει να περιθωριοποιείται ως γνωστικό αντικείμενο. Παρ’ όλα αυτά από εκείνη τη στιγμή μέχρι και τη Μεταπολίτευση υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις διδακτικών εγχειριδίων Φυσικής που φαίνεται να ξεφεύγουν από την ατραπό της μετριότητας και να εγγράφονται στην Ιστορία ως σχετικά τολμηρές προσπάθειες».
«Να εκβληθώσι πάραυτα εκ των σχολείων και να καώσι τα υπάρχοντα αναγνωστικά βιβλία ως έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως». Την πρόταση αυτή έκανε στον υπουργό Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαιδεύσεως Θεόδωρο Ζαΐμη, τον Φεβρουάριο του 1921, η επιτροπή των διανοουμένων που συγκροτήθηκε για να αξιολογήσει τα 13 αναγνωστικά βιβλία της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1917.
Ωστόσο, οι αποσύρσεις βιβλίων φτάνουν έως τις ημέρες μας. Η πιο πρόσφατη είναι του βιβλίου Ιστορίας της Στ΄ Δημοτικού, με επικεφαλής της συγγραφικής ομάδας τη Μαρία Ρεπούση. Η διαμάχη κράτησε από τον Ιανουάριο του 2006 έως τον Μάιο του 2008. Το βιβλίο επικρίθηκε για πολλά σημεία, αλλά αυτό που συζητήθηκε περισσότερο ήταν ότι παρουσίασε ως «συνωστισμό» την εναγώνια προσπάθεια των Ελλήνων της Σμύρνης να μπουν σε πλοία κατά τον διωγμό τους από τους Τούρκους στο λιμάνι της πόλης, το 1922.
Λίγα χρόνια νωρίτερα, στις 27 Απριλίου 2002, ο Κύπριος υπουργός Παιδείας Ουράνιος Ιωαννίδης διεμήνυσε στον Ελληνα ομόλογό του Πέτρο Ευθυμίου την έντονη δυσαρέσκειά του για τον τρόπο με τον οποίο το νέο εγχειρίδιο της Ιστορίας της Γ΄ Λυκείου περιέγραφε και αποτιμούσε τον ένοπλο αγώνα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ) για την αποτίναξη του αγγλικού ζυγού και για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Το εγχειρίδιο είχε γραφεί από δώδεκα ιστορικούς, με επικεφαλής τον Γιώργο Κόκκινο.
Πηγή φωτογραφιών: Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης, eratobooks.gr, vendora.gr
πηγή άρθρου kathimerini.gr
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο