Ένα πρωί πριν από 25 χρόνια, ενώ πήγαινα βόλτα τον νεογέννητο γιο μου, με σταμάτησε μια γυναίκα που δεν σταματούσε να τον χαϊδεύει και να τον καλοπιάνει. Ήμουν εκνευρισμένη και εξαντλημένη από ακόμη μία νύχτα διακοπτόμενου ύπνου, αλλά για λίγα λεπτά ήμουν υπερήφανη και ικανοποιημένη όπως όλες οι νέες μητέρες. Τότε η γυναίκα ρώτησε αν ο Ράϊαν ήταν «καλό» μωρό. Γνώριζα ήδη τον ορισμό του καλού μωρού, ένα βρέφος που είναι γενικά ευχαριστημένο, ησυχάζει εύκολα και κοιμάται πολύ, ειδικά τη νύχτα. Δεν θυμάμαι τι της απάντησα. Θυμάμαι μόνο την απελπισμένη συνειδητοποίηση ότι ο γιος μου δεν είχε κανένα από τα χαρακτηριστικά ενός «καλού» μωρού.
Τα βιβλία για την ανάπτυξη των παιδιών υποστηρίζουν ότι τα νεογέννητα ως επί το πλείστον κοιμούνται. Το δικό μου νεογέννητο δεν κοιμόταν. Ήταν ενοχλητικά ξύπνιο τον περισσότερο χρόνο, αναστατωνόταν εύκολα και ήταν δύσκολο να ηρεμήσει. Δεν ήταν ασυνήθιστο να κλαίει ενώ τον έβαζα στο καρεκλάκι του αυτοκινήτου και να συνεχίζει να κλαίει κατά τη διάρκεια όλης της διαδρομής, απομυθοποιώντας την άποψη ότι οι βόλτες με το αυτοκίνητο ηρεμούν τα γκρινιάρικα μωρά.
Ο,τιδήποτε μπορούσε να ταράξει τον Ryan, το ντύσιμο, το γδύσιμο, το μπάνιο, η αλλαγή μιας υγρής ή λερωμένης πάνας, όταν ασχολούμουν μαζί του, όταν τον άφηνα μόνο του. Έκλαιγε πριν πάει για ύπνο, μερικές φορές απαρηγόρητα. Συχνά δεν βοηθούσε ούτε η αγκαλιά, ούτε ο θηλασμός, ούτε το κούνημα.
Ο Ράϊαν ήταν υγιής. Στη διάρκεια του πρώτου έτους του δεν είχε πάθει ούτε κρύωμα και ήταν προχωρημένος στην κινητική ανάπτυξη. Όμως καθώς ήρθαν και πέρασαν τα πρώτα του γενέθλια και η ζωή μαζί του ήταν εξίσου δύσκολη όπως πριν, αισθάνθηκα αμείλικτο τρόμο στην προοπτική ότι χρόνο με το χρόνο θα συνέχιζα να περνάω τα ίδια.
Αισθανόμουν όλο και περισσότερο ανίκανη σαν μητέρα. Μία κοινή υπόθεση, τότε και τώρα είναι ότι όλα τα βρέφη γεννιούνται εξίσου δεκτικά και ευαίσθητα στην επιρροή των φροντιστών και ιδιαίτερα στις μητέρες τους.
Αυτή η ιδέα περιλαμβάνει και μία πιο συκοφαντική υπόθεση: το επίπεδο ικανοποίησης του μωρού, οι διατροφικές συνήθειες και οι συνήθειες στον ύπνο αντικατοπτρίζουν την ικανότητα της μητέρας ή την έλλειψή της.
Πίσω από ένα δύσκολο μωρό είναι ίσως μία μητέρα που δεν έχει «δεθεί καλά» ή που η κατάθλιψη και το άγχος της επηρεάζουν το παιδί της.
Τα βιβλία που διάβασα και οι άλλες μητέρες που συνάντησα, έδιναν αντιφατικές συμβουλές σχετικά με το τι ήταν αυτό που θα μπορούσε να κάνει ένα μωρό ευτυχισμένο, καλά προσαρμοσμένο, τακτοποιημένο: Να παίρνεις το μωρό σου παντού μαζί σου και θα συνηθίσει να ταξιδεύει, Το μόνο που χρειάζεται να κάνεις για να κοιμηθεί το μωρό σου όλη τη νύχτα είναι να το αφήσεις να κοιμηθεί στο κρεβάτι σου, Θα πρέπει να μένει πάντα στο κρεβατάκι του και να μην κοιμηθεί ποτέ στο κρεβάτι σου.
Δοκίμασα διάφορες προσεγγίσεις αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μία μητέρα που «προσπαθούσε σκληρά» αλλά παρόλα αυτά χωρίς επιτυχία, πρέπει υποσυνείδητα να δείχνει εχθρότητα ή ανασφάλεια στο παιδί της, σύμφωνα με την κοινή εξήγηση. Αν ο Ράϊαν συνέχιζε να είναι δύσκολο παιδί προφανώς δεν μπορεί να κατηγορηθεί κανείς εκτός από τη μητέρα του.
Στο τέλος επισκέφτηκα ψυχολόγο. Για πολλούς μήνες μιλούσα πολύ για τη ζωή με τον Ράϊαν. Η ψυχολόγος συνέχιζε να κατευθύνει την συζήτηση στα «θέματα» της παιδικής μου ηλικίας και προσπαθούσε να τα συνδέσει με την τρέχουσα θλίψη μου. Φαίνεται ότι πίστευε ότι η κατάθλιψη βρισκόταν στη ρίζα όλων μου των προβλημάτων σαν μητέρα.
Αν όμως τα βάσανά μου σαν μητέρα, προκαλούσαν την κατάθλιψη; Όσο και αν φαίνεται απίστευτο, ποτέ δεν συζητήσαμε αυτή την πιθανότητα. Ούτε και είχε πρακτικές συμβουλές για το πώς θα μπορούσα να βελτιώσω την κατάσταση για τον Ράϊαν και εμένα. Ευτυχώς, πλησιάζαμε σε μια κρίσιμη καμπή για να καταλάβουμε τον Ράϊαν.
Τη χρονιά που ο Ράϊαν έγινε 2 ετών, ξεκίνησα σπουδές στην κλινική συμβουλευτική. Ο Ράϊαν είχε συχνά δυνατά και παρατεταμένα ξεσπάσματα όταν ετοιμαζόμασταν να φύγουμε από το σπίτι κάθε πρωί και ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος στην αίσθηση των ρούχων του και αντιστεκόμενος σε κάθε μετάβαση. Μέχρι να πάρω την φίλη που ερχόταν μαζί μου με το αυτοκίνητο, ήμουν έτοιμη να βάλω τα κλάματα.
Η φίλη μου, μου πρότεινε να διαβάσω την έρευνα της Στέλα Τσες και του συζύγου της Αλεξάντερ Τόμας, πρωτοπόρων ψυχιάτρων, που ξεκίνησαν μια μελέτη για την ιδιοσυγκρασία των παιδιών όταν το ψυχαναλυτικό τους υπόβαθρο είχε αποτύχει να περιγράψει τις διαφορές και τις δυσκολίες που είχαν δει στις συμπεριφορές των παιδιών.
Η Τσες και ο Τόμας ήταν καθηγητές ψυχιατρικής στο Ιατρικό Κέντρο Νέας Υόρκης. Ξεκίνησαν το 1956 μια μελέτη παιδιών και γονέων που κράτησε 30 χρόνια και ήταν από τους πρώτους που περιέγραψαν τον ρόλο της έμφυτης ιδιοσυγκρασίας στην περιγραφή των στυλ συμπεριφορών των παιδιών. Στην πρωτοποριακή τους εργασία απέρριψαν δεκαετίες περιβαλλοντισμού που υποστήριζε άκαμπτα ότι τα μωρά γεννιούνται σαν «λευκές πλάκες» και ότι η ωρίμανση και η ανάπτυξή τους εξαρτάται πλήρως από την ποιότητα της ανατροφής από τους γονείς τους.
Κατά την άποψή τους, τα μωρά δεν γεννήθηκαν «tabula rasa» αλλά έρχονται στον κόσμο επιδεικνύοντας αξιοσημείωτες κληρονομικές διαφορές σχετικά με το πώς ανταποκρίνονταν στο περιβάλλον. Επιπλέον, η Τσες και ο Τόμας υποστήριξαν πως αυτό που συχνά φαινόταν στους γονείς και στους επαγγελματίες ως ασυνήθιστη, δύσκολη ή ακόμη και αφύσικη συμπεριφορά μπορεί τελικά να είναι απόλυτα φυσικές και αβλαβείς παραλλαγές της έμφυτης ψυχοσύνθεσης.
Το πρώτο βιβλίο των ψυχιάτρων που διάβασα ήταν η Συμπεριφορική Ατομικότητα στην Πρώιμη Παιδική Ηλικία της Τσες και του Τόμας που διάβασα. Φοβερή αποκάλυψη! Δεν είχα ξανακούσει για την ιδιοσυγκρασία, όμως υπήρχε ένας εντυπωσιακός όγκος επιστημονικής έρευνας που αναφερόταν σε κανονικά παιδιά με κανονικούς γονείς που φέρονταν ακριβώς όπως ο Ράϊαν! Να ‘ναι καλά η φίλη μου. Καθ’ όλη την διάρκεια της εκπαίδευσής μου για το πτυχίο, η ιδιοσυγκρασία ποτέ δεν αναφέρθηκε.
Ήταν ιδιαίτερα καθησυχαστικό να διαβάζω στο βιβλίο ότι ο Ράϊαν ταίριαζε στο ιδιοσυγκρασικό προφίλ ενός παιδιού που γεννήθηκε με χαμηλή προσαρμοστικότητα: του ήταν πολύ δύσκολο να προσαρμοστεί και να ανεχθεί ακόμη και κανονικές ημερήσιες μεταβάσεις, όπως να ξυπνάει και να κοιμάται ή να τον ντύνω και να τον γδύνω, κάτι που εξηγούσε τα δύσκολα πρωϊνά μας. Σύμφωνα με την Τσες και τον Τόμας ήταν επίσης ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο μωρό, κάτι που φαινόταν από την αντίδρασή του στην αίσθηση των ρούχων και πόσο εύκολα εκνευριζόταν.
Δεν υπήρχε όμως σχεδόν καμία πρακτική συμβουλή στο βιβλίο σχετικά με τη διαχείριση ενός ιδιοσυγκρασικά ακραίου παιδιού και η μελέτη της δουλειάς τους δεν διευκόλυνε το έργο μου με τον Ράιαν. Όμως αυτά που είχαν να πουν ήταν τόσο καθησυχαστικά και ενθαρρυντικά που μπόρεσα να αρχίσω να χαλαρώνω και να ανταποκρίνομαι σ’αυτόν με περισσότερη κατανόηση και πολύ λιγότερο άγχος και ενοχές. Μπορούσα να ανταποκριθώ πιο ουδέτερα στον Ράιαν αφού η συμπεριφορά του δεν μετέφερε πλέον πιθανώς βαριά νοήματα. Τα πήγαινε όσο καλύτερα μπορούσε.
Η δουλειά μου δεν ήταν να τον κάνω ένα διαφορετικό παιδί, αλλά να βρω τρόπους να βοηθήσω και τους δυο μας να βελτιώσουμε τις ικανότητές μας στο να τα καταφέρνουμε. Με τις ανησυχίες μου να έχουν ανακουφιστεί, ο σύζυγός μου κι εγώ κάποιες φορές βρίσκαμε μια σωτήρια αίσθηση του χιούμορ σχετικά με τις προκλήσεις μας σαν γονείς.
Οι γνώσεις για την ιδιοσυγκρασία με βοήθησαν σαν θεραπεύτρια να είμαι περίεργη παρά επικριτική ή να βγάζω πρόωρα διαγνώσεις. Έχω πολύ μεγαλύτερη ανοχή και κατανόηση μιας ευρύτερης γκάμας φυσιολογικών, ακόμη και αν είναι ασυνήθιστες, συμπεριφορών των παιδιών.
Ενώ οι ανησυχίες των γονιών για τα ακραίως ιδιοσυγκρασιακά παιδιά τους συχνά απορρίπτονται ή μειώνονται, έχω δει πολλές οικογένειες να πληγώνονται όταν δάσκαλοι, γιατροί και ψυχολόγοι αντιδρούσαν υπερβολικά στην ασυνήθιστη συμπεριφορά ενός παιδιού. Όταν οι γονείς και οι θεραπευτές δεν γνωρίζουν το παιδί και δεν είναι εξοικειωμένοι με τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του, μπορεί να βγάλουν το συμπέρασμα ότι υπάρχει παθολογία στο παιδί τη στιγμή που δεν υπάρχει καμία παθολογία.
Όταν πέφτουν στην αντίληψή μου προβλήματα με την τουαλέτα, δαγκώματα, έντονα ξεσπάσματα, άρνηση για το σχολείο και άλλες σοβαρές ανησυχίες για τη συμπεριφορά των παιδιών, δεν βγάζω αυτόματα το συμπέρασμα ότι υπάρχει σοβαρή διαταραχή στο παιδί ή στην οικογένεια. Φυσικά και δεν είναι σωστό να υποθέσουμε ότι όλες οι ασυνήθιστες συμπεριφορές των παιδιών είναι φυσιολογικές. Οι ψυχίατροι στο βιβλίο τους καθόρισαν αρκετές διαστάσεις στην ιδιοσυγκρασία που με βοήθησαν να καταλάβω τον γιο μου και να ανακαλύψω στρατηγικές για να αντιμετωπίσω την ιδιοσυγκρασία του. Ακολουθεί μία περίληψη αυτών των διαστάσεων.
Η ενεργητικότητα δείχνει το ποσό της σωματικής ενέργειας που βάζει ένα παιδί στην συμπεριφορά και στις καθημερινές δραστηριότητες. Ένα πολύ δραστήριο βρέφος κινείται πολύ ακόμη και όταν κοιμάται. Τα ιδιαίτερα ενεργητικά παιδιά συχνά προτιμούν πιο δραστήρια είδη παιχνιδιού, έντονες κινητικές δραστηριότητες και άσκηση εκτός σπιτιού, παρά ήσυχες ενασχολήσεις μέσα στο σπίτι. Πέφτουν από τις καρέκλες τους ενώ παίζουν ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, στριφογυρίζουν ή κουνιούνται νευρικά ενώ διαβάζουν, σηκώνονται συνεχώς και γυρίζουν μέσα στο δωμάτιο ενώ κάνουν τα μαθήματά τους.
Η ένταση αναφέρεται στο επίπεδο ενέργειας που βάζει ένα παιδί στην αυτοέκφραση, είναι μέτρο του δράματος του παιδιού. Τα έντονα παιδιά εκφράζουν όλα τους τα συναισθήματα με σφρίγος και κέφι. Μπορεί να μιλούν και να τραγουδούν, να γελούν και να γίνονται έξω φρενών εξίσου με ένταση. Τείνουν να μιλούν με ακραίους όρους: πέρασαν την «καλύτερη» μέρα της ζωής τους ή την «χειρότερη», είσαι «η πιο υπέροχη μαμά στον κόσμο» ή η πιο κακιά και η πιο απαίσια. Αυτά τα παιδιά είναι απολαυστικά ενθουσιώδη όταν είναι σε καλή διάθεση, μία αρνητική αντίδραση όμως, συχνά για φαινομενικά ασήμαντα καθημερινά γεγονότα μπορεί να προκαλέσει ξέσπασμα, εκπληκτική αυθάδεια ή απειλές να φύγουν από το σπίτι, να σκοτώσουν κάποιον ή να σκοτωθούν.
Επειδή οι γονείς και οι δάσκαλοι βρίσκουν, φυσικά, ανησυχητικές αυτές τις εκδηλώσεις, μπορεί να φοβούνται ότι αυτά τα παιδιά έχουν βαθιά ριζωμένα θέματα θυμού, ότι υποφέρουν από κατάθλιψη ή κακομεταχείριση ή οδηγούνται στη νεανική παραβατικότητα. Όταν αυτά τα παιδιά έχουν συχνά αρνητικά ξεσπάσματα, στέλνονται συνήθως σε ψυχολόγους. Φυσικά αυτού του είδους η συμπεριφορά πρέπει πάντα να αξιολογείται προσεκτικά για να είναι σίγουρο ότι το παιδί δεν αποτελεί κίνδυνο για τον εαυτό του ή τους άλλους και δεν κινδυνεύει από τις συνθήκες στο σπίτι. Όμως, συχνά απλώς μιλάει η ιδιοσυγκρασία τους και όχι κάποια παθολογία.
Η επιμονή ή ανοχή στην ταραχή μετράει την ικανότητα του παιδιού στην ολοκλήρωση μίας άσκησης ενώ αντιμετωπίζει εμπόδια. Τα παιδιά που έχουν χαμηλή ανοχή στην ταραχή τείνουν να τα παρατάνε εύκολα όταν αντιμετωπίζουν μια πρόκληση, όπως το να προσπαθούν να φτάσουν ένα παιχνίδι, να χτίσουν κάτι με τουβλάκια LEGO, να ντύσουν μια κούκλα, να δέσουν ένα παπούτσι ή να μάθουν κάτι καινούριο.
Παιδιά που έχουν χαμηλή ανοχή στην ταραχή μπορούν να υποστηριχθούν στην αύξηση της επιμονής τους επιβραδύνοντας σταδιακά τον χρόνο ανταπόκρισης του ενήλικα στις απαιτήσεις τους για βοήθεια και για άλλα παιδιά «τεμαχίζοντας» τις ασκήσεις σε μικρότερα κομμάτια έτσι ώστε να γίνει λιγότερο πιθανό να πελαγώσουν. Οι γονείς, για παράδειγμα, μπορούν να θέσουν το χρονόμετρο επανειλημμένως κατά το συμμάζεμα, λέγοντας στο παιδί τους να μαζέψει μόνο τα τουβλάκια για τα πέντε πρώτα λεπτά, μόνο τα τετράδια για τα επόμενα πέντε και ούτω καθεξής.
Η μεγάλη αξία της θέσης της Τσες και του Τόμας για την ιδιοσυγκρασία, είναι πόσο ευρέως εφαρμόσιμη και χρήσιμη είναι. Δίνει στους γονείς και στους θεραπευτές ένα ουδέτερο πλαίσιο για την ανάλυση και την αντιμετώπιση δύσκολων παιδιών. Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιοσυγκρασία, οι γονείς ενδυναμώνονται ρυθμίζοντας και μεγεθύνοντας τις αντιλήψεις τους για το ποια είναι τα παιδιά τους και τους βοηθάει να ανταποκριθούν στα παιδιά τους με τρόπους που ταιριάζουν κατάλληλα στα ατομικά προσωπικά στυλ. Επιτρέπει σε όλα τα βρέφη να είναι «καλά» μωρά, χωρίς να κατηγορεί τις μητέρες (ή τους πατέρες) υπονοώντας ότι έχουν «κακά» μωρά, που τυχαίνει να έχουν δύσκολη ιδιοσυγκρασία.
Η προσέγγιση της ιδιοσυγκρασίας δεν είναι πανάκεια. Η ενημέρωση σχετικά με την ιδιοσυγκρασία δεν μετατρέπει τα παιδιά με δύσκολη ιδιοσυγκρασία σε βολικά αγόρια και κορίτσια. Περάσαμε δύσκολα με τον Ράϊαν μέχρι να τελειώσει το Λύκειο. Αλλά η γνώση μας για την ιδιοσυγκρασία, μάς βοήθησε να τον καταλάβουμε και να είμαστε καλύτεροι γονείς γι’αυτόν και με το πέρασμα του χρόνου προσέξαμε μια σημαντική αλλαγή: οι δυσκολίες δεν ήταν τόσο δύσκολες ούτε και κρατούσαν τόσο πολύ.
Δεν υπάρχει «θεραπεία» για την ιδιοσυγκρασία, ούτε και θα έπρεπε να θέλουμε τέτοια θεραπεία. Σαν θεραπευτές μπορούμε να βοηθήσουμε τις οικογένειες να καταλάβουν τις προσωπικές τους εμπειρίες, ακόμη και όταν δεν ταιριάζουν με προκαταλήψεις για το πώς θα έπρεπε να είναι τα πράγματα. Η κοινωνία μας έχει γίνει σταδιακά λιγότερη ανεκτική σε συμπεριφορές που ξεφεύγουν από τους γνωστούς κανόνες και πολύ επιρρεπής να κάνει διαγνώσεις, να αποδίδει παθολογία και να συνταγογραφεί για απλές διαφορές στην ιδιοσυγκρασία.
Ο χώρος μας πρέπει να βοηθάει τους γονείς να αναγνωρίζουν την ποικιλία, τον πλούτο και τα τεράστια περιθώρια της κατηγορίας που είναι δύσκολο να οριστεί και που ονομάζουμε κανονική.
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο