Η θεωρία δεσμού (ή θεωρία προσκόλλησης) εισήχθη από τον John Bowlby και χαίρει ιδιαίτερης αποδοχής στην επιστημονική κοινότητα. Ουσιαστικά τονίζει τη σημαντικότητα και την επίδραση, που μπορεί να έχει στο παιδί, η σχέση που θα συνάψει με το πρώτο άτομο, που θα είναι υπεύθυνο για τη φροντίδα του (φροντιστής). Αυτό το άτομο είναι συνηθέστερα η μητέρα. Ο όρος δεσμός χρησιμοποιείται για να εκφράσει αυτή τη θεμελιώδη σχέση.
Όπως έχει πολύ εύσχημα ειπωθεί «το βρέφος δεν υπάρχει μόνο του, αλλά ουσιαστικά είναι μέρος μιας σχέσης» (D. Winnicott). Το βρέφος χρειάζεται κάποιον άλλον για να μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες του, τόσο τις βιολογικές όσο και τις συναισθηματικές. Η ποιότητα αυτής της αλληλεπίδρασης με τη μητέρα καθορίζει και το είδος της σχέσης. Μέσα από αυτή τη σχέση το βρέφος μπορεί να νιώθει ασφαλές και σταδιακά μαθαίνει να ρυθμίζει βασικές συναισθηματικές συμπεριφορές. Βασικά το βρέφος χρησιμοποιεί αυτή τη σχέση για να μπορεί να εξερευνά το περιβάλλον γύρω του και να επιστρέφει σ’ αυτήν όποτε αναστατώνεται ή αισθάνεται κίνδυνο. Στόχος της τάσης δεσμού είναι η εξελικτική ικανότητα προσαρμογής στο περιβάλλον. Η μητέρα με το βρέφος δημιουργούν μια κατάσταση συγκινησιακής ισορροπίας μεταξύ τους. Ο αποχωρισμός από αυτή προξενεί τις αντιδράσεις που ο Bowlby παρατήρησε στις συμπεριφορές των νηπίων: διαμαρτυρία, απόγνωση , και συναισθηματική αποδέσμευση. Κατά το μεγάλωμα του βρέφους, όμως, ο αποχωρισμός είναι αναγκαίος κι αναπόφευκτος. Βασική παράμετρο εδώ αποτελεί το στάδιο ανάπτυξης, στο οποίο βρίσκεται το παιδί.
Η ποιότητα της σχέσης μητέρας – βρέφους, όμως, δεν περιορίζεται στην πρώιμη ηλικία, αλλά επιδρά και στις μεταγενέστερες σχέσεις του ατόμου. Είναι, άλλωστε, αποδεκτό από τις περισσότερες ψυχολογικές θεωρίες ότι οι εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας επηρεάζουν σημαντικά το άτομο και κατά την μετέπειτα ζωή του. Μια βασική θέση του δεσμού είναι ότι οι σχέσεις βασίζονται σε μια σειρά συμπεριφορών, πολλές φορές επαναλαμβανόμενων, στα πλαίσια της αλληλεπίδρασης με ‘σημαντικά πρόσωπα’. Οι συναισθηματικού τύπου στρατηγικές που ‘μαθαίνονται’ στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης με τους γονείς μεταφέρονται αργότερα και στις σχέσεις με τους συνομήλικους, φίλους κλπ. Ο ίδιος ο Bowlby προτείνει την αξιολόγηση των «τύπων δεσμού και των παράγωγων ψυχολογικών διαδικασιών σε κάθε φάση του κύκλου ανάπτυξης του ατόμου». Η αρχική του πεποίθηση ήταν ότι ο δεσμός διαμορφώνει την εξέλιξη της προσωπικότητας και την κοινωνική ταυτότητα του ατόμου. Η πεποίθηση αυτή ενισχύθηκε ιδιαίτερα μετέπειτα από τις έρευνες και τα πειράματα της Mary Ainsworth. Υπάρχει πλέον πλούσια βιβλιογραφία που καταδεικνύει τις επιδράσεις των τύπων δεσμού των νηπίων πάνω σε ψυχολογικές λειτουργίες σε μετέπειτα στάδια της παιδικής ηλικίας και στην ενηλικίωση.
Τα βρέφη που μεγαλώνουν σε περιβάλλον όπου τα σημαντικά πρόσωπα δείχνουν ευαισθησία, αντιδρούν γρήγορα και με θετικά συναισθήματα στις ανάγκες τους, αναπτύσσουν ασφαλή δεσμό. Αυτά τα παιδιά ως ενήλικες τείνουν να χτίζουν σταθερές σχέσεις και σχέσεις εμπιστοσύνης , να μοιράζονται άνετα τα συναισθήματά τους, να έχουν αυτοπεποίθηση και επιδεικνύουν μεγαλύτερη αντοχή και καλύτερους τρόπους διαχείρισης σε δύσκολες καταστάσεις.
Αντίθετα, τα βρέφη που μεγαλώνουν σε περιβάλλον όπου τα σημαντικά πρόσωπα δείχνουν συναισθηματική ψυχρότητα ή έλλειψη σταθερότητας ενδέχεται να αναπτύξουν ανασφαλή δεσμό στην παιδική ηλικία. Τα βρέφη αυτά δείχνουν έλλειψη ενδιαφέροντος για το πρόσωπο της μητέρας και δεν εκδηλώνουν ανησυχία όταν αυτή απομακρύνεται, ούτε ανακούφιση όταν εμφανίζεται (ανασφαλής δεσμός τύπου αποφυγής). Ως ενήλικες, τα παιδιά αυτά δυσκολεύονται να νιώσουν οικειότητα και να μοιραστούν σκέψεις και συναισθήματα με άλλους. Κάποια βρέφη επίσης δείχνουν υπερβολικό ενδιαφέρον για τη μητέρα και ασχολούνται συνεχώς μαζί της (ανασφαλής δεσμός τύπου αντίστασης ή αμφιθυμίας). Η απομάκρυνσή της τους προκαλεί έντονο άγχος, ενώ στην επανεμφάνισή της εκφράζουν θυμό και αποφεύγουν την επαφή μαζί της. Ως ενήλικες τείνουν να είναι απρόθυμοι να έρθουν κοντά σε άλλους και να γίνονται καχύποπτοι και δύστροποι στις προσωπικές τους σχέσεις.
Τα βρέφη που δείχνουν το μεγαλύτερο βαθμό συναισθηματικής ανασφάλειας (ανασφαλής δεσμός αποδιοργανωμένος αποπροσανατολισμένος είναι εκείνα που άλλες φορές πλησιάζουν τη μητέρα και άλλες την αποφεύγουν.
Συνοψίζοντας γίνεται κατανοητό ότι σε μεγαλύτερη ηλικία τα παιδιά με ασφαλή δεσμό θα έχουν αυτοπεποίθηση και δυνατές προσωπικές σχέσεις, ενώ τα παιδιά με ανασφαλή δεσμό θα εκφράζονται και δε θα ζητούν βοήθεια εύκολα και αυτό θα δυσκολέψει όλα τα είδη συναισθηματικών δεσμών.
Μάρθα Κουτσογιαννούλη,
Κοινωνική Λειτουργός
πηγή www.sundetiras.gr
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο