της Κυριακής Αθανασουρέλια
1 bio 3 και αρχίζει η ιστορία!
–Επιτέλους! Τους ξεφορτώθηκα.. μια τσιριχτή φωνούλα έσπασε την πρωινή ησυχία του δάσους.
Δυο κίτρινες πεταλούδες κρύφτηκαν πίσω από ένα μεγάλο, ξεραμένο πλατανόφυλλο. Τρομαγμένες παρακολουθούσαν το κοριτσάκι, που ερχόταν με φόρα από το μονοπάτι. Καθώς προχώραγε, κλώτσαγε νευριασμένο ό,τι βρισκόταν στο δρόμο του. Πετραδάκια, αγριόχορτα, μέχρι και μια τούφα κυκλάμινα, που είχαν φυτρώσει δειλά πλάι στις φτέρες.
–Ευτυχώς που έφυγα! Δεν τους άντεχα άλλο! Χα! Χωριάτες.. είπε και τίναξε με μανία τα κόκκινα κοτσιδάκια του.
Ένα μικρό σύννεφο που κοίταζε εκείνη τη στιγμή χαμηλά, είδε το κορίτσι κι αποφάσισε να το ακολουθήσει. Κι άλλα συννεφάκια έκαναν το ίδιο κι έτσι σε λίγο άρχισε να βρέχει.
–Αυτό μας έλειπε τώρα! φώναξε θυμωμένα κι άρχισε να τρέχει, τσαλαβουτώντας εδώ κι εκεί.
Οι σταγόνες της βροχής άρχισαν να χορεύουν τρελές πιρουέτες στον αέρα, μουσκεύοντας όλο το δάσος.
–Ουφ! Λες και βρέχει επίτηδες, για να μου σπάσουν τα νεύρα.. μουρμούρισε η μικρή μπαίνοντας κάτω από ένα βράχο, στην είσοδο μιας σπηλιάς.
Σκούπιζε τα νερά από το πρόσωπό της, όταν ένας θόρυβος ακούστηκε από το βάθος. Έκανε ένα βήμα πίσω και φώναξε:
–Ποιος είναι εκεί;
Καμιά απάντηση..
-Άκου να σου πω.. δικαίωμά σου είναι να μείνεις εκεί που είσαι και να μη βγάζεις άχνα.. Σκασίλα μου, είπε νευριασμένη και κάθισε σ’ ένα βραχάκι. Άνοιξε τη σάκα της κι έβγαλε από μέσα ένα μήλο.
–Πάλι μήλο; Αφού το ξέρει ότι τα σιχαίνομαι! Γιατί συνεχίζει να μου τα φορτώνει; κι έκανε μια κίνηση να το πετάξει έξω. Τα ξερά φύλλα στο βάθος της σπηλιάς ανακατώθηκαν, σαν αυτός που καθόταν εκεί να σηκώθηκε. Το κορίτσι γύρισε προς το σκοτάδι και μισόκλεισε τα μάτια του για να δει καλύτερα.
–Χμ! πεινάς ε; ρώτησε πονηρά η μικρή. Ε, λοιπόν, θα στο δώσω μόνο αν βγεις από κει.
Μια τριχωτή καφέ μουσούδα και δυο γυαλιστερά μάτια ξεπρόβαλαν από το σκοτάδι. Ένα καφέ ποδαράκι με πέντε νύχια απλώθηκε ικετευτικά προς το κορίτσι. Ήταν ένα αρκουδάκι.
–Πεινάω πολύ, έχω δυο μέρες να φάω.. της είπε.
–Μα, εσύ μιλάς..
–Επειδή κάποιοι δεν μας καταλαβαίνουν αυτό δε σημαίνει κι ότι δεν μιλάμε. Με λένε Ακύλα.. εσύ.. πρέπει να είσαι από το χωριό.
–Ε, όχι λοιπόν! Αν θες να ξέρεις εγώ είμαι από την πρωτεύουσα, είπε η μικρή καμαρώνοντας.
–Τι είναι η πρωτεύουσα..; ξεροκατάπιε το αρκουδάκι, κοιτώντας ακόμη λαίμαργα το μήλο.
–Η πρωτεύουσα είναι η μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Εκεί υπάρχουν τα πάντα. Ωραία μαγαζιά με ρούχα, παιχνίδια, λούνα-πάρκ, κινηματογράφοι, παιδικές χαρές.. κι όταν βρέχει δε λασπώνεις τα καινούρια σου παπούτσια..! είπε το κορίτσι κοιτώντας λυπημένο τα παπούτσια του, που ήταν βουτηγμένα στη λάσπη.
Ο Ακύλας παρακολουθούσε σαν υπνωτισμένος το χέρι της μικρής, που κράταγε το μήλο και φάνηκε ότι δεν άκουσε λέξη απ’ όλα αυτά.
–Θα το φας το μήλο; Ρώτησε ξεψυχισμένα προσπαθώντας να μαζέψει τα σάλια του.
–Όχι, πάρτο, στο χαρίζω. Εγώ τα σιχαίνομαι τα μήλα έτσι κι αλλιώς.
–Ευχαριστώ.. Πως σε λένε; Ρώτησε ο Ακύλας, καταβροχθίζοντας με λαιμαργία το φρούτο.
–Λουΐζα. Απάντησε η μικρή κοιτάζοντας έξω από τη σπηλιά.
Η βροχή είχε σταματήσει. Ένα πανέμορφο ουράνιο τόξο είχε σχηματιστεί στον ουρανό. Οι πεταλούδες βγήκαν από την κρυψώνα τους και πέταξαν χαρούμενες πάνω από τα βρεγμένα μανιτάρια. Η Λουΐζα πρώτη φορά έβλεπε κάτι τόσο όμορφο.
–Aκύλα, έλα να δεις, είναι φοβερό! Ξεφώνισε.
–Tι; Τι είναι τόσο φοβερό; Τρεμοψιθύρισε ο Ακύλας κι ο θόρυβος απ’ τα δόντια του που τρίζανε αντήχησε σ’ όλη τη σπηλιά.
–Χα, χα χα. Χι, χι !!! πρώτη φορά ακούω φοβητσιάρικο αρκούδι!!! Χε, χε.. ακούς εκεί.. χα,χα.. τι άλλο θα δουν τα μάτια μου εδώ πέρα..
Ο Ακύλας κατέβασε το κεφάλι του ντροπιασμένος, χωρίς να βγάλει άχνα. Το κορίτσι όταν είχε πια εξαντληθεί, δακρυσμένο από τα γέλια, γύρισε και κοίταξε το αρκουδάκι που είχε λουφάξει πάλι στη σκοτεινή γωνιά του.
–Έλα βρε χαζέ, μη φοβάσαι, έλα να δεις το ουράνιο τόξο. Και τι θα κάνεις; Θα μείνεις κλεισμένος για πάντα εδώ μέσα; Δε θέλεις να γυρίσεις στο σπίτι σου;
–Δεν ξέρω, φοβάμαι ότι έχω χαθεί. Εσύ Λουΐζα; Θυμάσαι το δρόμο για το χωριό; Θυμάσαι να γυρίσεις σπίτι σου;
Το βλέμμα του κοριτσιού σκοτείνιασε.
–Εγώ δεν ξαναγυρνάω σ’ αυτό το παλιοχώρι. Θα πάω στην πρωτεύουσα να μείνω με τη θεία μου.
–Μα γιατί; Τι έγινε; Ρώτησε όλο περιέργεια ο Ακύλας.
–Εσύ τι λες να έγινε; Ο μπαμπάς μου βρήκε αυτή τη δουλειά και ήρθαμε στο χωριό. Αλλά κανένας δεν με ήθελε για παρέα κι όλοι με φωνάζανε ψηλομύτα στο σχολείο. Στο κάτω-κάτω δε ζήτησα εγώ να έρθω εδώ. Αλλά τώρα να σου πω κάτι; Σκασίλα μου! θα με βοηθήσεις εσύ να βρω το δρόμο για την πόλη. Πρέπει να βρούμε τη μεγάλη λεωφόρο . Κι από κει και πέρα είναι δική μου δουλειά. Θα πάρω ένα λεωφορείο . Έχω και τα λεφτά για το εισιτήριο. Μια βδομάδα μάζευα το χαρτζιλίκι μου, είπε η μικρή βγάζοντας ηρωικά από την τσέπη της μια χούφτα κέρματα κι ένα τσαλακωμένο χαρτονόμισμα.
–Δεν ξέρω αν μπορώ να σε βοηθήσω.. το δάσος είναι πολύ επικίνδυνο και χάνεσαι τόσο εύκολα..
–Λοιπόν, απάντησε η Λουΐζα ξεφυσώντας, εγώ μπορώ να ξεκινήσω και χωρίς εσένα. Θα τον βρω μόνη μου το δρόμο, είτε έρθεις, είτε όχι. Εσύ αποφασίζεις. Θα καθίσεις για πάντα εδώ μέσα;
Ο Ακύλας σηκώθηκε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, λες και προσπαθούσε να ρουφήξει λίγο από το θάρρος της Λουΐζας.
–Εντάξει, θα έρθω μαζί σου, είπε προσπαθώντας να πιστέψει κι ο ίδιος αυτό που θα έκανε.
Ο ήλιος είχε αρχίσει να κατηφορίζει τον ουρανό κι οι δύο φίλοι είχαν χωθεί για τα καλά στο δάσος, όταν πέσανε πάνω στην καρακάξα τη Θέκλα. Η Θέκλα πέταγε πολύ χαμηλά, γιατί κράταγε στο ράμφος της μια μεγάλη σιδερένια κουτάλα. Ήταν αρκετά βαριά για να τη σηκώσει, αλλά το πείσμα αυτού του πουλιού.. δεν περιγράφεται!
–Θέκλα! Φώναξε ο Ακύλας μόλις την είδε, Θέκλαααα!!!
Η γριά καρακάξα μόλις τον άκουσε, γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του, με αποτέλεσμα να χάσει την ισορροπία της και να γκρεμοτσακιστεί σ’ ένα θάμνο μαζί με την κουτάλα. Η Λουΐζα μόλις την είδε έτσι ξεπουπουλιασμένη, έμπηξε τα γέλια. Η Θέκλα προσπαθώντας να τινάξει τα φυλλαράκια του θάμνου που είχαν κολλήσει στα φτερά της, γύρισε λέγοντας με το ποιο αυστηρό της ύφος στον Ακύλα:
–Έτσι όπως κακαρίζει αυτό το αναιδέστατο πλάσμα, νομίζω ότι άλλοι έχουν το όνομα κι άλλοι έχουν τη χάρη..
–Μα είχες τόσο πλάκα έτσι όπως κουτούλησες στο θάμνο! Συνέχισε χαχανίζοντας η Λουΐζα.
–Συγνώμη Θέκλα, η Λουΐζα δεν είναι από εδώ και δεν ξέρει, προσπάθησε να διορθώσει την κατάσταση ο Ακύλας.
–Απ’ όπου κι αν είναι, η ευγένεια δεν έβλαψε ποτέ κανέναν, είπε θυμωμένα η καρακάξα κοιτώντας σοβαρά το κορίτσι.
–Ξέρεις Θέκλα, έχουμε χαθεί λιγάκι.. Μήπως θα μπορούσες να μας βοηθήσεις; Εσύ που πετάς ψηλά θα ξέρεις όλους τους δρόμους.
–Ναι, ναι εσύ που πετάς τόοσο ψηλάαα! Πετάχτηκε χασκογελώντας αδιάντροπα η Λουΐζα.
–Ε λοιπόν Ακύλα μου, εγώ πρέπει να πηγαίνω τώρα. Δυστυχώς δεν έχω καμία όρεξη να βοηθήσω τη φιλενάδα σου να βρει τον δρόμο της. Τουλάχιστον όχι πριν μάθει μερικούς καλούς τρόπους, είπε νευριασμένα η καρακάξα, καθώς μάζευε την κουτάλα από το θάμνο.
Μόλις κατάφερε και την ξεμάγκωσε από τα κλαδιά, την έπιασε με το ράμφος της και χάθηκε στραβοπετώντας πίσω απ’ τα δέντρα.
–Δεν την έχουμε ανάγκη τη γεροπαράξενη.. έλα πάμε, είπε θυμωμένη η Λουΐζα και προχώρησε πρώτη.
Ο Ακύλας την ακολούθησε με σκυμμένο το κεφάλι. Η νύχτα ήρθε αθόρυβα και το δάσος γέμισε παράξενες σκιές. Το ελαφρό αεράκι που φύσαγε, έκανε το τοπίο να μοιάζει ακόμα πιο τρομακτικό, καθώς τα κλαδιά των δέντρων κουνιόταν και σχηματίζανε παράξενες σκιές παντού. Ευτυχώς το φεγγάρι βγήκε ολόκληρο στον ουρανό κι έτσι οι δύο φίλοι βλέπανε τουλάχιστον το μονοπάτι. Ο Ακύλας έτρεμε απ’ τον φόβο του σε κάθε θρόισμα των φύλλων. Κοίταζε συνεχώς πίσω του, αριστερά, και δεξιά, λες και φοβότανε ότι κάποιος ή κάτι απίθανα επικίνδυνο τους ακολουθεί.
Ξαφνικά εκεί που περπατούσαν κατάκοποι, ένας θόρυβος ακούστηκε πίσω από ένα μεγάλο δέντρο. Το αρκουδάκι κόντεψε να μείνει στον τόπο απ’ τη λαχτάρα, όμως το κορίτσι φώναξε θαρραλέα:
–Ποιος είναι εκεί; Εμφανίσου τώρα αμέσως!
Η Μελιτίνη η αλεπού κι ο Αγάπιος ο Λύκος ξεπρόβαλαν πίσω απ’ τον κορμό του δέντρου. Η Λουΐζα μόλις αντίκρισε τον Αγάπιο, έκανε μερικά βήματα πίσω, βάζοντας έτσι τον Ακύλα μπροστά.
–Έλα μη φοβάσαι της είπε αυτός, ευτυχώς που τους βρήκαμε, είναι φίλοι μου.
Η Μελιτίνη πλησίασε κι άρχισε να μυρίζει τη Λουΐζα.
–Ακύλα τι κάνεις τέτοια ώρα έξω; Ρώτησε ο Αγάπιος. Εσύ μετά το μεσημέρι δεν ξεμυτίζεις απ’ το σπίτι σου.
–Δεν ξέρω Αγάπιε, ούτε εγώ κατάλαβα πως χάθηκα.
–Κι αυτήν εδώ; Που τη βρήκες;
–Εγώ ψάχνω να βρω τη λεωφόρο, πετάχτηκε όπως συνήθιζε να κάνει πάντα η Λουΐζα.
Στο άκουσμα της λέξης λεωφόρος ο Αγάπιος κι η Μελιτίνη κοιτάχτηκαν με παγωμένο βλέμμα.
–Θα πάω να ζήσω στην πρωτεύουσα, συνέχισε απτόητη η μικρή.. κι ο Ακύλας με βοηθάει.
–Αυτό που πάτε να κάνετε, είναι πολύ επικίνδυνο, το ξέρεις έτσι δεν είναι Ακύλα; Όποιοι έχουν προσπαθήσει να περάσουν αυτό το σημείο δεν έχουν ξαναγυρίσει ποτέ. Άλλωστε κανείς δεν ξέρει πως ακριβώς βγαίνεις εκεί, ίσως μόνο η γριά Αστερόπη, αλλά κι αυτή δε μιλάει με κανέναν χρόνια τώρα. έχει γίνει πολύ μονόχνωτη.
–Ποια είναι η Αστερόπη; Ρώτησε η Λουΐζα.
–Η πιο γριά κουκουβάγια του δάσους, και μένει εδώ πιο κάτω στην κορυφή του μεγάλου πεύκου. Κανείς όμως δε θέλει να έχει πάρε-δώσε μαζί της, είπε ο Αγάπιος.
–Άσε κιόλας που στη σκιά του πεύκου υπάρχει ένα πηγάδι. Εκεί κρύβεται ο Βρωμερός Σκορδοστρόβιλος, ο καλικάντζαρος. Από κει βγαίνει τα βράδια για να προστατέψει την περιοχή του, συμπλήρωσε η Μελιτίνη και οι τρίχες της κατακόκκινης ουράς της φουντώσανε από φόβο.
Ο Ακύλας ένοιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν. Ο Σκορδοστρόβιλος; Πρώτη φορά άκουγε αυτό το όνομα!!! Η Λουΐζα τον άρπαξε απ το χέρι κι άρχισε να τον τραβάει προς το μεγάλο Πεύκο.
–Έλα Ακύλα, πάμε, δεν υπάρχουν καλικάντζαροι, πρέπει να βρούμε το δρόμο για τη λεωφόρο, μου το υποσχέθηκες.
–Ξέρεις Λουΐζα.. εγώ..
–Κατάλαβα, μάλλον δε θα με βοηθήσεις παλιο- φοβητσιάρη, αλλά εγώ δεν έχω ανάγκη κανέναν, θα πάω μόνη μου, είπε αποφασιστικά η Λουΐζα και προχώρησε προς το σπίτι της Αστερόπης.
Ο Αγάπιος κι η Μελιτίνη κοιτάχτηκαν τρομαγμένοι, ενώ ο Ακύλας κόντευε να λιποθυμήσει. Για λίγα λεπτά μια παράξενη ησυχία απλώθηκε παντού. Λες κι ολόκληρο το δάσος σταμάτησε ν’ αναπνέει, για να δει κι αυτό τι θα γίνει. Ξαφνικά.. μια κραυγή έσπασε τη σιωπή.
–Ακύλαααααα! Βοήθειαααααα!!!
Η αλεπού κι ο λύκος γίνανε λαγοί. Ο Ακύλας μην έχοντας δύναμη να τρέξει απ’ την τρομάρα του, κοκάλωσε, πάγωσε και κιτρίνισε ταυτόχρονα. Έκανε ένα βήμα πίσω, όμως ξανακούστηκε η φωνή της Λουΐζας να εκλιπαρεί για βοήθεια. Παρόλο το φόβο του, δε μπόρεσε ν’ αντισταθεί, άλλωστε η Λουΐζα ήταν φίλη του και δεν υπήρχε κανείς να τη βοηθήσει. Άρχισε να προχωρά λοιπόν στο φεγγαρόλουστο μονοπάτι τρεμοψιθυρίζοντας:
–Λουΐζα, που είσαι; Λουΐζα.. Λουΐζα !
Είχε σχεδόν φτάσει στο μεγάλο Πεύκο όταν μες στο σκοτάδι διέκρινε το κορίτσι πεσμένο κάτω. Το ένα πόδι της είχε πιαστεί στην τρύπα ενός πεσμένου κορμού.
–Ακύλα μου! Ευτυχώς με βρήκες! Το’ ξερα ότι θα ‘ρχόσουν, του είπε και τον αγκάλιασε.
–Τι έπαθες;
–Ε, με ξέρεις τώρα.. απ’ τα νεύρα μου έριξα μια κλωτσιά σ’ αυτόν τον κορμό, αλλά ήταν σάπιος, και σφηνώθηκε το πόδι μου. Είδες που σου έλεγα; Δεν υπάρχει καλικάντζαρος! Έλα, πιάσε το ξύλο και τράβα να ξεσφηνώσω.
Ξαφνικά μια τεράστια σκιά κατάπιε το φως του φεγγαριού, και οι δύο φίλοι κοιτάχτηκαν τρομαγμένοι. Το πόδι του κοριτσιού ήταν ακόμη παγιδευμένο και δεν μπορούσε ούτε καν να σηκωθεί.
–Τρέξε Ακύλα, τρέξε τουλάχιστον να σωθείς εσύ, ούρλιαξε το κορίτσι.
Ο Ακύλας όμως αντί να το βάλει στα πόδια, όρθωσε το ανάστημά του μπροστά από την Λουΐζα, άνοιξε το στόμα του, κι έβγαλε το πιο τρομαχτικό γρύλισμα που είχε ακουστεί πότε στο δάσος. Η σκιά άρχισε να μικραίνει και καθώς ερχόταν καταπάνω τους, η μορφή μιας κουκουβάγιας σχηματίστηκε μπροστά απ’ το ολόγιομο φεγγάρι.
–Σιγά ! Μα τι θες επιτέλους να τους ξυπνήσεις όλους; Του είπε η Αστερόπη καθώς προσγειώθηκε μπροστά του.
–Συγνώμη.. νόμιζα.. ο Βρωμερός Σκορδοστρόβιλος.. ψέλλισε ο Ακύλας και επιτέλους.. λιποθύμησε!!!
Όταν ξύπνησε βρισκόταν μέσα στην κουφάλα του πεύκου ξαπλωμένος στο χαλί. Η Λουΐζα ήρθε δίπλα του και του έδωσε να πιει από ένα παλιό σιδερένιο κιούπι. Γύρισε και κοίταξε τη λευκή κουκουβάγια. Η Αστερόπη καθόταν πίσω από έναν μισοκομμένο κορμό που χρησιμοποιούσε για γραφείο.
–Πιες το, θα σου κάνει καλό, είναι τσάι από κουκουνάρια με μέλι, του είπε κοιτώντας τον πίσω από τα πελώρια γυαλιά που φορούσε. Η Λουΐζα μου είπε την ιστορία σας, όμως πριν σας δείξω τον δρόμο για τη λεωφόρο, θα ήθελα να ακούσετε μια άλλη ιστορία..
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΣΤΕΡΟΠΗΣ
Από τότε που ήμουνα ακόμη μικρό πουλί, άκουγα απ’ όλους στην οικογένειά να λένε πόσο σοφές ήμαστε εμείς οι κουκουβάγιες. Πόσο τυχερή ήμουνα που δεν είχα γεννηθεί κάποιο άλλο πουλί. Μεγάλωσα ξέροντας ότι κανένας δεν υπήρχε καλύτερος από μένα. Όμως κατά περίεργο τρόπο κανείς δεν ήθελε να κάνει παρέα με ένα τόσο αξιοθαύμαστο πλάσμα όπως εγώ, κι όλα τα άλλα πουλιά με φωνάζανε Ψηλοράμφα. Έτσι όταν μεγάλωσα λιγάκι και μπορούσα να πετάω καλά, αποφάσισα να φύγω μακριά και να μην ξαναπατήσω το πόδι μου σ’ εκείνο το δάσος.
Μια νύχτα όταν οι γονείς μου βγήκαν για βόλτα μάζεψα τα πράγματά μου σ’ ένα μικρό δισάκι και πέταξα μακριά. Δε σταμάταγα ούτε για να ξεκουραστώ, ούτε για να φάω. Πετούσα σχεδόν τρεις νύχτες. Απ’ την κούραση και την αϋπνία μη βλέποντας μπροστά μου, ήρθα κι έπεσα μ’ όλη μου τη φόρα πάνω σε τούτο το πεύκο. Δεν ξέρω για πόσο έμεινα αναίσθητη στις ρίζες του. Ξέρω όμως, πως αν δεν πέρναγε τυχαία η Θέκλα, να με μαζέψει και να με περιποιηθεί, τώρα δεν θα ζούσα. Άργησα να συνέλθω, τα κατάφερα όμως με τη βοήθεια της καρακάξας, αν και δε γιατρεύτηκα ποτέ τελείως. Το χτύπημα στο κεφάλι ήταν πολύ δυνατό. Ποτέ δεν μπόρεσα να ξαναδώ όπως πρώτα. Η καημένη η Θέκλα, ριψοκινδύνεψε τη ζωή της, για να καταφέρει μια μέρα να κλέψει αυτά τα γυαλιά που φοράω μέσα από ένα αυτοκίνητο. Από τότε κάναμε πολύ παρέα.
Ένα βράδυ πετάξαμε μαζί ως την κορυφή του πεύκου και άρχισα να της εξηγώ τους αστερισμούς. Ήμουν τόσο χαρούμενη που έβλεπα ξανά όπως πρώτα! Η Θέκλα δεν μπορούσε όμως να δει τίποτα άλλο, πάρα μόνο γυαλιστερά σημαδάκια στον ουρανό. Προσπαθούσα μάταια να της εξηγήσω ότι όλα αυτά τα σημάδια είχαν μια τάξη και μια σειρά. Η Θέκλα όμως, σαν καρακάξα που ήταν εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει γρι απ’ όλα αυτά! Τότε κι εγώ τσατίστηκα πολύ. Της είπα ότι δεν ήταν παρά ένα χαζοπούλι, που η μοναδική του ευτυχία ήταν να μαζεύει ότι παλιατζούρα βρει μπροστά του. Αρκεί να γυαλίζει.
Η Θέκλα δε μου ξαναμίλησε και δεν την έχω δει ποτέ από τότε.
Τώρα είμαι μια γριά κουκουβάγια, χωρίς κανένα φίλο και δεν είναι καθόλου σοφό από μέρους μου να κατηγορώ τους άλλους γι’ αυτό.
Η Λουΐζα με τον Ακύλα την κοιτάζανε σιωπηλοί.
–Λοιπόν Λουΐζα; Θες ακόμη να σου δείξω το δρόμο για τη λεωφόρο; Ρώτησε κοιτώντας πονηρά πάνω από τα γυαλιά της η Αστερόπη.
–Χμ! ίσως θα ήταν καλύτερα να γυρίσω σπίτι. Τώρα που το σκέφτομαι η πρωτεύουσα είναι πολύ μακριά και δε θα μπορώ να έρχομαι συχνά να βλέπω τον φίλο μου.
Είχε κιόλας ξημερώσει, κι οι δυο κίτρινες πεταλούδες συνέχιζαν το παιχνίδι τους γύρω απ’ το πλατανόφυλλο, μη δίνοντας καμιά σημασία στο μικρό κορίτσι με την κουκουβάγια και το αρκουδάκι, που μόλις περάσανε από μπροστά τους. Είχαν κιόλας φτάσει έξω από το χωριό.
–Και μην ξανακούσω ότι φοβάσαι! Εδώ κατάφερες να νικήσεις τον Σκορδοστρόβιλο τον ίδιο, είπε η Λουΐζα στον Ακύλα.
–Ναι αλλά λιποθύμησα..
–Τον φόβισες όμως τόσο, που αμφιβάλλω αν θα ξαναβγεί ποτέ από το πηγάδι του, είπε η Αστερόπη κι έκλεισε το μάτι στη Λουΐζα.
–Όσο γι’ αυτό είμαι σίγουρη, είπε χαμογελώντας η μικρή καθώς κατηφόριζε το μονοπάτι για το σπίτι της.
Η Αστερόπη έδειξε και στον Ακύλα το δρόμο για το σπίτι του και γύρισε ευχαριστημένη στο πεύκο της.
–Θέκλαααα! Έλα, θα σε πάω κάπου να πιεις ένα φοβερό τσάι από κουκουνάρια με μέλι, φώναζε επόμενο πρωί ο Ακύλας, κάτω από τη φωλιά της καρακάξας.
Και καθώς κοίταξε στο τρίτο κλαδί, είδε το άσπρο κεφάλι της Αστερόπης να σκύβει και να τον κοιτάζει:
–Η Θέκλα πήγε να φέρει το μέλι, εγώ έφερα τα κουκουνάρια Ακύλα μου. Σ’ ευχαριστώ πάντως!
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Τελειο... Απλα υπεροχο θα ηθελα πολυ να το διαβασω σε βιβλιο!!! Συγχαρητηρια Κικη μου εισαι απιστευτη!!
Και για μένα είναι παραμύθι,που αξιώνεται ενός κανονικού βιβλίου.Πραγματικά εξαιρετικό!!!! Περνάει πολλά και σωστά διδάγματα,σε μικρά και μεγαλύτερα παιδιά!!!! Πολλά συγχαρητήρια και από μένα!!!!
Εξαιρετικό, καλό παραμύθι!
Κυριακή νομίζω ότι το παραμύθι σου θα είχε όλα τα προσόντα για να εκδοθεί σε κανονικό βιβλίο.Είναι καλογραμμένο, ευφάνταστο και περνάει όμορφα μηνύματα.Συγχαρητήρια!
Σ΄ευχαριστώ πολύ Νατάσα για τα καλά σου λόγια!