Ο πατέρας μου έχει πει ορισμένα πράγματα. Αυτές είναι μερικές από τις λέξεις που είπε ο πατέρας μου.
Στη φωτογραφία ο πατέρας μου στα είκοσι του, ένα ευγενικό πρόσωπο που μετατράπηκε σε κάτι άλλο στο σπίτι.
Ο πατέρας μου δούλευε πολλές βάρδιες στο εργοστάσιο, όρθιος, βάρυνε και θύμωσε και δεν ευχαριστήθηκε τη ζωή ούτε στο ελάχιστο. Δεν απολάμβανε ούτε το γελοίο ούτε και το μεγαλειώδες, για την ακρίβεια δεν σκέφτηκε ποτέ τι μπορεί να σημαίνει μεγαλειώδες. Το μεγαλειώδες σίγουρα δεν ήταν μία από τις λέξεις του J.D. Warren. Το αναίσχυντο, από την άλλη, αυτό ήταν μία από τις λέξεις του πατέρα μου. Είχε έξι παιδιά τα οποία δεν τον ένοιαξε πολύ να γνωρίσει, δεν είχε χόμπι, πάθη, ενδιαφέροντα και δούλευε σε ένα εργοστάσιο πλαστικών, όπου έπρεπε να λογοδοτεί σε ανθρώπους που ήταν πιο μαλθακοί και πιο χαζοί από εκείνον – αναίσχυντοι, όλοι τους.
Έτσι έβρισκε τη χαρά του όπου μπορούσε, σε μικρές δόσεις, συνήθως στις 3 π.μ., όταν τα παιδιά του κοιμόντουσαν και δεν μπορούσαν να τον ενοχλήσουν. Μιας και η απόλαυση των πραγμάτων όμως ήταν αντίθετη στη φύση του πατέρα μου, αυτές οι δόσεις χαράς δεν είχαν αποτέλεσμα. Βλέπω για παράδειγμα τον πατέρα μου τώρα να κάθετε στον καναπέ του σαλονιού, στις 3 π.μ., ολόγυμνος, γυαλιά σπασμένα παντού τριγύρω. Γυαλιά στον καναπέ, γυαλιά να ξεχύνονται στο πάτωμα. Μπάσταρδε! Φώναξε ο πατέρας μου μέσα από τα σωθικά του, όπως συνήθιζε να κάνει. Μπορεί να ήταν λεπτός και όμορφος όταν ήταν νέος, αλλά έγινε χοντρός και απειλητικός όταν γεννήθηκα εγώ. Είχε μεγάλα χέρια από ατσάλι και μια ζώνη που τη χρησιμοποιούσε σα μαστίγιο. Αν σε χτύπαγε στην πλάτη σου ο πόνος σε διαπερνούσε και έφτανε μπροστά. Χτυπούσε από ψηλά και δυνατά, ενώ μας έβλεπε μέσα από το μαύρο σκελετό των γυαλιών του και έσφιγγε τα δόντια του. Το παραμικρό μπορούσε να τον κάνει να αντιδράσει και δεν ήθελες να τα βάλεις μαζί του. Και τώρα ο πισινός του είναι γεμάτος σπασμένα γυαλιά.
Οι γονείς μου είχαν ένα οβάλ τραπεζάκι με ένα οβάλ γυάλινο τζάμι που είχε ραγίσει, γι’ αυτό ο Μπαμπάς είχε παραγγείλει να φτιάξουν ένα καινούριο τζάμι και είχε φτάσει σπίτι εκείνη τη μέρα. Για κάποιο λόγο, δεν το τοποθέτησαν στο τραπέζι αλλά το άφησαν στον καναπέ, κι όταν εκείνος γύρισε σπίτι μετά τη μεγάλη του βάρδια, με διπλή υπερωρία, κι αποφάσισε να χαλαρώσει στον καναπέ και να διαβάσει το Playboy του αδελφού μου, κάθισε με όλο το βάρος του στο μεγάλο αυτό κομμάτι γυαλιού κι εκείνο έσπασε σε εκατομμύρια κομμάτια κάτω από το βάρος του, όπως συνηθίζει να κάνει το γυαλί. Αλλά όχι για τον πατέρα μου. Δεν καθόμασταν πολύ στο καθιστικό μας και γενικά δεν μας επέτρεπαν να βρισκόμαστε εκεί ούτε και μας εμπιστεύονταν, αλλά βγήκε η φήμη απ’ τα υπόγεια ότι κάτι συνέβη στον καναπέ του σαλονιού την προηγούμενη νύχτα, δίπλα ακριβώς στο εικονοστάσι της Παναγίας και είχαμε όλοι την ευκαιρία να κάνουμε μια βόλτα και να δούμε τη ζημιά, μιας και δεν είχε μαζευτεί ούτε θραύσμα και ο τόπος του εγκλήματος παρέμενε άθικτος ως την επόμενη μέρα. Ήμουν εννιά ετών και δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα μπορούσε να έκανε εκεί ο Πατέρας μου το προηγούμενο βράδυ, αλλά βλέποντας τα συντρίμμια από κοντά σκέφτηκα πως ήταν θαύμα που δεν υπήρχε καθόλου αίμα ανάμεσα στα γυαλιά. Εκείνη την εποχή ήμουν ένα υπερβολικά ευσεβές παπαδοπαίδι και αποφάσισα πως η Παναγία μεσολάβησε και κράτησε ζωντανό τον Μπαμπά μου. Η σκηνή δεν ήταν τελείως τραγική, μέχρι που ο Μπαμπάκας εξέδωσε την επίσημη αναφορά του για το συμβάν. «Το γυαλί ήταν ελαττωματικό», διακήρυξε εκείνη τη μέρα. «Αναίσχυντοι», πρόσθεσε για το καλό.
Στη Ρωσία, ο Leonid Brezhnev έλεγε το πάνω κάτω και το μαύρο άσπρο και στα Highlands του Τέξας, ο τύραννος της South Sixth Street έλεγε πως το γυαλί που δεν μπορούσε να αντέξει όλο το βάρος του πισινού του, «ελαττωματικό».
Κι έτσι το ελαττωματικό έγινε μία από τις κλασικές λέξεις του Μπαμπά, ανάμεσα σε άλλες αγέρωχες δηλώσεις που φάνταζαν νόμοι και φόρτωναν ένα επιπλέον βάρος – την υπαρξιακή καταδίκη των υιών Warren. Με αυτό τον τρόπο όμως, τα αδέλφια μου και εγώ μάθαμε πολλές ενδιαφέρουσες λέξεις και πάρα πολλές χρήσιμες ιδέες, ένα γλωσσάρι μέσω του οποίου μπορούσαμε να κατανοήσουμε την αστειότητα του κόσμου. Ένα εγχειρίδιο που θα είχαμε για όταν γινόμασταν πατέρες.
Το αναίσχυντος (reprobate) ήταν η πρώτη μου πολύπλοκη λέξη και ακουγόταν τόσο ξένη. Θυμάμαι να την ακούω από την πρώτη μου ανάμνηση και στο μυαλό μου είναι η λέξη που συνδέω περισσότερο με τον πατέρα μου και ίσως είναι ο πρώτος ήχος που θυμάμαι από εκείνον. Είναι ένας άσχημος ήχος, σα να προορίζεται για να κάνει μονάχα κακό. Κι έτσι, χαρακτήριζε τέλεια τον πατέρα μου. Ήταν η πύλη του προς τον κόσμο, η ασπίδα του, η πανοπλία του, η κοσμοθεωρία του. Κι έγινε και η δική μου κοσμοθεωρία. Η πρώτη χρήση της λέξης reprobate συναντάται τον 15ο αιώνα, σύμφωνα με το λεξικό Merriam-Webster. Αυτό που δεν λέει το Merriam-Webster είναι πως ο πατέρα μου έχει πει τη λέξη αυτή περισσότερο από οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος από τότε. Επειδή ο κόσμος είναι γεμάτος αναίσχυντους και ήταν πατρικό του καθήκον να μας ανοίξει τα μάτια να το δούμε αυτό και να μας μάθει τις λέξεις που χρειαζόμασταν για να το εκφράσουμε.
Υπήρχε ο κ. Lambright, που οδηγούσε μια μηχανή ασφάλτου και γυρνούσε την πόλη στρώνοντας και επισκευάζοντας τους δρόμους. Πέρασε από το σπίτι μας μια μέρα όταν ήμουν δέκα χρονών, αφού του ζήτησε ο μπαμπάς μου να αντικαταστήσει το παλιό οδόστρωμα του γκαράζ με καινούρια άσφαλτο. Κοίτα αυτό το όμορφο οδόστρωμα, σκέφτηκα όταν γύρισα σπίτι από το σχολείο εκείνη τη μέρα. Θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν συμφωνούσε με την εικόνα της οικογένειάς μου, μιας και όλοι μας γνωρίζαμε πολύ καλά πως κάτω από αυτό το λείο, τέλειο στρώμα κρυβόταν ακόμη ο πραγματικός μας εαυτός. Ο πατέρας μου άρχισε αμέσως να παραπονιέται γι’ αυτό, ήταν μεγάλη η δυσαρέσκειά του με την καινούρια άσφαλτο και το μήνυμα που έστελνε αυτή –διαρκώς- στον κόσμο. Όπως και να ‘χει, μπορούσαμε να πηγαίνουμε από το δρόμο στο γκαράζ χωρίς να ακούγονται θόρυβοι ή να σπάει το οδόστρωμα κάτω από τα λάστιχα, όπως έκαναν οι πλούσιοι.
Έπειτα από μερικούς μήνες με το νέο μας οδόστρωμα, έπιασε δυνατή βροχή, από εκείνες τις βροχές που μουσκεύουν το νοτιοανατολικό Τέξας και διαρκούν σαράντα μέρες. Όταν όμως ο ήλιος επιτέλους ξαναβγήκε, ρίξαμε μια ματιά έξω και συνειδητοποιήσαμε πως το ωραίο οδόστρωμα είχε καθιζάνει από την πλημμύρα και στο κέντρο του υπήρχε μία μεγάλη λακκούβα που θα παρέμενε για πάντα λίμνη. Από τη μέρα εκείνη, η άσφαλτος παρέμενε σπασμένη και ανώμαλη. Ούτε ο δρόμος του Θεού δεν θα μπορούσε να αντέξει σε τέτοιο μουσώνα, σκεφτήκαμε εμείς τα παιδιά. Ο κύριος Lambright θα μας το έφτιαχνε. Μάθαμε όμως από νωρίς στη ζωή μας πως δεν γίνεται να μην υπάρχει κάποιος που δε φταίει σε αυτό τον κόσμο. Πάντα κάποιος φταίει. Ο J. D. Warren μας διόρθωσε αυστηρά: Ο γέρος κύριος Lambright ήταν ένας καταραμένος αναίσχυντος. Ένας αδύναμος άνθρωπος θα έστρωνε καινούρια άσφαλτο. Το δικό μας οδόστρωμα όμως θα παρέμενε ανεπισκεύαστο, μια παραπαίουσα και αιώνια απόδειξη της κακόβουλης ανικανότητας του Lambright. Αυτό για σένα, κόσμε. Όχι πως κανείς το πρόσεξε – αυτό το είδος τιμωρίας είναι σα να πίνεις δηλητήριο και να περιμένεις ο άλλος να πεθάνει. Αυτό όμως δεν σταμάτησε εμάς τα παιδιά από το να ακολουθήσουμε τα διδάγματα αυτά στη δική μας ζωή. Στο σχολείο, στην τάξη μου βρισκόταν ο γιος του Lambright και εγώ είχα επιτέλους μία λέξη για να τον φωνάζω.
Φυσικά, ο πατέρας μου συγκατάλεγε τα παιδιά του στους αναίσχυντους και δεν έχανε ευκαιρία να μας το θυμίζει. Δεν ήθελε να πιστεύουμε πως είχαμε πράγματα, όπως φαγητό και ρούχα. Στα χαρτιά, η οικογένειά μου δεν άξιζε αναφοράς. Είχαμε λίγα πράγματα και ως μικρότερος, πήρα ότι είχαμε τελευταίος. Έτσι ήταν η ζωή και δεν παραπονιόμασταν. Σε σχέση όμως με κάποια από τα αγόρια στο σχολείο μου, ήμασταν πλούσιοι. Στην πόλη μου, όσοι ήταν πραγματικά φτωχοί εμφανίζονταν στο σχολείο ξυπόλητοι. Υπήρχαν τόσα πολλά παιδιά χωρίς παπούτσια που πραγματικά δεν δίναμε σημασία. Θυμάμαι πολύ έντονα ένα παιδί από τη γειτονιά μου. Ο Aiken ήταν πολύ γεροδεμένος για τα δέκα του χρόνια. Ο Aiken ήταν πολύ ταλαιπωρημένος για τα δέκα του χρόνια – χέρια σκληρά γεμάτα κάλλους, βυθισμένα, κουρασμένα μάτια – έμοιαζε να δουλεύει φορτοεκφορτωτής στα καράβια κάθε πρωί προτού φτάσει στο μάθημα της πέμπτης δημοτικού με την κα. Norris. Ο Aiken δεν είχε παπούτσια και φορούσε τα ίδια ρούχα κάθε μέρα. Έβλεπες τη μαμά του να τα πλένει στην αυλή την Κυριακή και τη Δευτέρα ήταν καθαρά, μέχρι την Παρασκευή όμως είχαν αποκτήσει νέες τρύπες και είχαν βρωμίσει αρκετά. Ο Aiken όμως δεν νοιαζόταν γι’ αυτό και παρόλο που και μεις δεν δείχναμε ενδιαφέρον, την ίδια στιγμή τον λυόμουν. Με αφορμή το πώς ο Aiken αποδέχονταν τον κόσμο και τα όσα στερούνταν, ο πατέρας μου βρήκε ευκαιρία να μου δώσει ένα μάθημα. Όταν τα αδέλφια μου και γω ζητούσαμε πολυτέλειες, όπως ήταν τα παπούτσια, ο Μπαμπάκας έλεγε «Κοπελιές, κοιτάξτε να παντρευτείτε πλούσιες νύφες γιατί έχετε ακριβά γούστα». Τώρα θα σκέφτεστε πως το έλεγε χαριτολογώντας! Μας τσίτωνε λιγάκι για να μας κάνει άντρες. Για να βεβαιωθούμε όμως πως δεν αστειευόταν στο ελάχιστο, πρόσθετε βιαστικά: «Θα είστε πάντα άχρηστοι».
Μ’ αυτή την ατάκα μας βομβάρδιζε ο πατέρας μου όσο ζούσαμε μαζί. Ήμουν όμως παιδί και δεν είχα ιδέα για τη ζωή, πόσο μάλλον για τα όσα υποτίθεται πως αξίζω. Έβλεπα γύρω μου στην πόλη και τίποτα δεν μου φαινόταν σωστό. Το αποδέχτηκα. Τότε ήταν που άρχισα πραγματικά να ακούω και να μαθαίνω. Κι έτσι όταν ερχόταν σε μένα και έλεγε «Εσένα και το Ταζ Μαχάλ στο πιάτο να σου έδινα θα γυρνούσες την πλάτη σου και θα το αγνοούσες», η πρώτη μου σκέψη δεν ήταν «Πωπω, αυτό ήταν απίστευτα σκληρό». Ήταν «Τι είναι το Ταζ Μαχάλ;»
Ο μπαμπάκας ήταν τόσο αντίθετος με τον κόσμο που γυρίζοντας από τις μάχες με τους Ναζί αντιπάθησε τα Αγγλικά και θυμόταν με θέρμη τους Γερμανούς, μιλώντας auf Deutsch. Mach schnell! μας γκάριζε. Kommen Sie hier! Τα Γερμανικά είναι τόσο ζεστή γλώσσα ιδίως όταν την ουρλιάζεις στα παιδιά σου με αυτό τον τρόπο. Ο πόλεμος τον έκανε έτσι τον Μπαμπάκα;
Ο πατέρας μου είχε κάτι δυσανάλογα πόδια και η ζωή τον είχε καταραστεί να εργάζεται συνέχεια όρθιος. Ποτέ του δεν κατάφερε να βρει άνετα παπούτσια και επέστρεφε σπίτι από το εργοστάσιο μετά από δυο υπερωρίες, ενώ ο πόνος που σούβλιζε τα πόδια του τον έκανε να κλαψουρίζει σα παιδί. Άει στο καλό! Έλεγε όταν πονούσε. Να έφταιγαν τα πόδια του;
Η μανιακή μητέρα του, η γιαγιά μου η Letha (εμείς τη φωνάζαμε “Lethal” – θανάσιμη), του έμαθε πως «αν δεν είναι τέλειο, δεν αξίζει να το κάνεις», κάτι που ευνούχισε τον πατέρα μου για μια ζωή. Ήταν εκείνη που έσυρε τον πατέρα μου, οκτώ χρονών, σ’ ένα ξενοδοχείο στο κέντρο του Baton Rouge, μπούκαρε σε ένα δωμάτιο και του έδειξε τον πατέρα του στο κρεβάτι με μια άλλη γυναίκα. «Κοίτα τον πατέρα σου», του είπε. Να έφταιγε η Lethal;
Ή μήπως οι δυστυχισμένοι άνθρωποι γεννιούνται δυστυχισμένοι;
Θα ήταν έτσι ακόμη και αν δεν είχε κάνει ποτέ του παιδιά; Μήπως έφταιγα εγώ που ο πατέρας μου έγινε τέρας;
Από νωρίς είχα συνειδητοποιήσει πως ζούσα σε μία κατάσταση ομηρίας που επικρατούσε στο σπίτι μας. Σκεφτόμουν: Ποιος είναι ο θυμωμένος άντρας που μένει εδώ και γιατί με μισεί τόσο πολύ; Αλλά σε αντίθεση με μία τυπική κατάσταση ομηρίας, ο απαγωγέας μας έλειπε για μεγάλα διαστήματα – ο τύπος πραγματικά πέθαινε στη δουλειά – μέχρι που επέστρεφε για να επιβεβαιώσει και πάλι τα ευμετάβλητα θέλω του και την τρομερή του εξουσία. Προτού ξεκινήσω το σχολείο, η μητέρα μου καθόταν μαζί μου τα απογεύματα και μου μιλούσε πριν επιστρέψει εκείνος σπίτι, με προετοίμαζε. «Ξέρεις πώς είναι ο Μπαμπάκας», έλεγε, δίνοντάς μου στρατηγικές συμβουλές για να αντιμετωπίσω το θηριώδες παιδί που θα περνούσε το κατώφλι μας, σαν να ήμουν εγώ ο λογικός ενήλικας.
Δεν ήταν όλα άσχημα. Συνειδητοποιώ τώρα πως η ζωή υπό κατοχή τείνει να μεγαλοποιεί τα πάντα, κάνει τα πάντα να φαίνονται πιο αστεία, κάνει τα πάντα να έχουν καλύτερη γεύση, σε κάνει να εκτιμάς τους συμμάχους σου και να ευχαριστιέσαι την καλοσύνη περισσότερο από ό,τι στον κανονικό κόσμο.
Κι όμως, οι λέξεις συνέχιζαν να βγαίνουν, σαν ουρλιαχτά, λόγια από αντίδραση και πόνο που έκρυβα το επικό μέγεθος – το ηφαίστειο, τον Βεζούβιο, την ήπειρο, τον αστερισμό – της δυστυχίας του Μπαμπάκα.
Δεν το άκουσα πρώτη φορά από κάποιο γονιό μου αλλά από έναν ξένο, που χτυπούσε την εξώπορτα ένα απόγευμα όταν ήμουν πέντε. Τα αδέλφια μου ήταν σχολείο και η μητέρα μου άπλωνε πίσω τα ρούχα, όταν εγώ άκουσα μια φασαρία, άνοιξα την πόρτα και μια γυναίκα προσγειώθηκε στο σαλόνι μας. Το πρόσωπό της ήταν κόκκινο και υγρό, έδειχνε τρομοκρατημένη, με τρομοκράτησε. «Κα. Warren, ελάτε γρήγορα, η υγεία της αδελφής μου επιδεινώθηκε!» Επι-δεινώ-θηκε. Άλλη μια λέξη που δεν θα ξεχνούσα ποτέ. Η υστερική γυναίκα εκστόμισε αργά τη λέξη, χωρίς λόγο. Ήθελε να γίνει κατανοητή και στη συγκεκριμένη περίπτωση, το «επιδεινώθηκε» ήταν η τέλεια λέξη.
Ο πατέρας της γυναίκας, Danek ήταν το όνομά του, έμενε δίπλα με την αδελφή της, τη Lillie Mae. Η γυναίκα και ο γέρος είχαν αποξενωθεί. Για χρόνια, δεν επιτρεπόταν σε εκείνη, τον άντρας της και τα παιδιά τους να δουν την αδελφή της, η οποία έπασχε από μυϊκή δυστροφία και ήταν καθηλωμένη στο κρεβάτι. Ποτέ μου δεν είχα δει τη Lillie Mae. Το σπίτι του Danek ήταν ένα αχούρι και η αυλή του ακατάστατη – τα αγριόχορτα έφταναν κάποιες φορές τη μέση του πατέρα μου. Ο ηλικιωμένος άντρας οδηγούσε ένα πράσινο φορτηγό Chevy του ’46 και του έτρεχαν πάντα ζουμιά από καπνό στο πηγούνι και στη φόρμα εργασίας του. Τον βλέπαμε στην αυλή κατά διαστήματα και ο πατέρας μου πήγαινε από κει και τον χαιρετούσε, ρωτώντας για τη Lillie Mae. Πήγαινα κι εγώ μαζί και τους άκουγα, μελετώντας τα πρόσωπά τους, ιδίως του πατέρα μου. Ήταν αστείο, αλλά όσο περισσότερο απομακρυνόταν από το σπίτι μας, τόσο πιο ψηλός φαινόταν και τόσο πιο γλυκό και τρυφερό έμοιαζε να γίνεται το πρόσωπό του, σα να ένιωθε ανακουφισμένος που βγήκε από το κελί του για λιγάκι. Στο διπλανό σπίτι του γεροDanek, έμενε ο Atticus Finch. «Τι κάνει η Lille Mae;» τον ρωτούσε ο πατέρας μου. «Να μου πεις αν θες να την πάω ως το Houston να τη δει ο γιατρός».
Με τον καιρό, συνειδητοποιήσαμε με τα αδέλφια μου πως ο Μπαμπάς γινόταν πιο ευγενικός με τους άλλους, τους φερόταν καλά. Έγινε ένας άλλος άνθρωπος – το βλέπαμε και μέναμε έκπληκτοι. Μόλις μεγάλωσα λιγάκι, ο κόσμος στην εκκλησία μου μιλούσε για «τον γλυκό μπαμπά μου» και τον «γλυκό κύριο Warren». Αυτό μας έκανε με τα αδέλφια μου – για τα οποία η καρδιά του ήταν πέτρα – να πιστεύουμε πως είναι τρελός. Και είτε από ντροπή είτε από φόβο, τον καλύπταμε και μετριάζαμε την κακή του συμπεριφορά όταν ήμασταν έξω. Για κάποιο λόγο, η επαφή του με τον κόσμο μας γελοιοποιούσε. Στην εφηβεία μου και στα είκοσι μου, είχα μία κοπέλα για έξι χρόνια και ήξερε τον μπαμπά μου ως τον πιο γλυκό άνθρωπο που είχε γνωρίσει ποτέ της. Μπροστά της ήταν κοινωνικός και τρυφερός, και σε σπάνιες περιπτώσεις έδειχνε πόσο γλυκός ήταν φωνάζοντάς με όπως όταν ήμουν μωρό: Γλυκοπόδαρο.
Έτσι ήταν και με τον γεροDanek και με οποιονδήποτε δεν ήταν αίμα του.
Την ημέρα που η υστερική του κόρη ήρθε ουρλιάζοντας στη μητέρα μου, ο γεροDanek βρισκόταν στη μπυραρία της πόλης, εκεί όπου βρισκόταν κάθε μέρα, θαμώνας σα να ήταν σε δουλειά. «Περίμενε εδώ», είπε η μητέρα μου στη γυναίκα καθώς πετάχτηκε από την εξώπορτα και κατευθύνθηκε στο σπίτι του Danek. Στεκόμουν εκεί, αποσβολωμένος, βλέποντας τον άνθρωπο αυτό να υποφέρει στον καναπέ. Η μητέρα μου πέρασε μέσα από τα σκοτεινά δωμάτια και βρήκε τη Lillie Mae, πεθαμένη από καιρό, μια μούμια στο κρεβάτι της. Ο γεροDanek είχε μυαλό να ακολουθήσει τη δική του τεχνική μουμιοποίησης, καλύπτοντάς την με στρώσεις από αλυσίβα και άρωμα. Τρελάθηκε όμως από τη θλίψη όταν του είπαν πως ήταν νεκρή, αφού γύρισε στο σπίτι εκείνο το βράδυ και το βρήκε λουσμένο στο φως από τον φακό του σερίφη που κάλεσε η μητέρα μου.
Τον μάζεψαν τον γεροDanek και τις επόμενες ημέρες η οικογένεια της κόρης του ήρθε και ξέθαψε από το σπίτι ό,τι υπήρχε και το έριξε σε μια μεγάλη πυρά που έκαιγε μέρα νύχτα. Παρακολουθούσα την ιεροτελεστία κάθαρσης αυτή πίσω από το σπίτι μας, κλαίγοντας σα μωρό. Σε ένα σημείο, ήρθε ο πατέρας μου και κάθισε δίπλα μου. Καθώς παρακολουθούσε, είπε κάτω από την ανάσα του: «Θα τον καταστρέψω».
Με τη φωτιά να φτάνει τον ουρανό, η λέξη αυτή περιέγραφε με τον καλύτερο τρόπο τα συναισθήματα που έτρεφα για τον καταραμένο αυτό κόσμο. Το ύφος του πατέρα μου όμως καθώς το έλεγε με έκανε να νιώσω καλά. Για μια στιγμή, όπως και να ‘χει, ένιωσα ασφαλής. Δεν γνώριζα καλά αυτό το ύφος, αλλά ήταν ένα βλέμμα δικαιοσύνης. Και αισθάνθηκα για πρώτη φορά πως συμφωνούσαμε στο ποιος ήταν ο ένοχος – και στην περίπτωση αυτή ο ένοχος δεν ζούσε κάτω από τη στέγη του πατέρα μου.
Μια μέρα, τριανταπέντε χρόνια αργότερα, καθόμουν στην άλλη άκρη της τραπεζαρίας με τον πατέρα μου, στο παλιό σπίτι. Είχα πάρει αεροπλάνο και επέστρεψα στο σπίτι την προηγούμενη, όταν μου τηλεφώνησε η μητέρα μου, κλαίγοντας, παρακαλώντας με να κάνω κάτι για τον Μπαμπάκα. Η μητέρα μου ποτέ δεν τηλεφωνούσε κλαίγοντας και ποτέ δεν ζητούσε οποιαδήποτε βοήθεια. Βρισκόταν σε μια σχέση εξήντα χρόνων με τον πατέρα μου και ακόμη και οι χειρότερες ποινές είναι μικρότερες. Ο μπαμπάκας τη μαστίγωνε με τα λόγια του. «Είσαι τυχερός που σου μιλάει ακόμη κάποιο από τα παιδιά», του είπε πολλές φορές εκείνη. Έπρεπε να γυρίσω σπίτι για να του μιλήσω.
Ο πατέρας μου είχε πάθει εγκεφαλικό δύο χρόνια πριν, το 2003 και παρόλο που σωματικά δεν υπέστη ζημιά, είχε σοβαρή αφασία. Το κέντρο που έλεγχε την ομιλία του στον εγκέφαλό του είχε εκραγεί, οι περισσότερες από τις λέξεις του είχαν καταστραφεί και το υπόλοιπο λεξιλόγιό του βρισκόταν ατάκτως ερριμμένο μέσα στο γεμάτο με γάζες κρανίο του. Κατάφερε να επανακτήσει τον έλεγχό του σε ορισμένες βασικές φράσεις, αλλά τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε καταλήξει να μιλάει μία γλώσσα που μόνο εκείνος καταλάβαινε. Κάθε σύνθετη και εξελιγμένη έννοια που σχηματιζόταν στο μυαλό του Μπαμπάκα πλέον θα παρέμενε αιχμάλωτη για πάντα εκεί μέσα. Αν τα αδέλφια μου και γω τρέφαμε κρυφά την ελπίδα να δούμε κάποια σημαντική αλλαγή στη σχέση μας μαζί του – αν μπορούσαμε να διαχειριστούμε την οργή της εφηβείας με έναν πιο σοφό, πιο γλυκό πατέρα – μπορούσαμε να το ξεχάσουμε. Αυτό όμως δεν ήταν το χειρότερο. Τη στιγμή που είσαι σίγουρος πως δεν μπορεί να χειροτερέψει η κατάσταση, μαθαίνεις πόσο άδικο έχεις.
Ένα εγκεφαλικό έχει ως αποτέλεσμα να μεγιστοποιεί τα πιο κυρίαρχα χαρακτηριστικά ενός ανθρώπου και στην περίπτωση του πατέρα μου είχε δεκαπλασιάσει την ήδη σοβαρή παράνοιά του. Ο κόσμος ήταν πάντοτε σκοτεινός και επικίνδυνος για τον Μπαμπάκα, αλλά τώρα τον είχε περικυκλώσει και καθώς εκείνος προσπαθούσε να αντιδράσει, η μητέρα μου είχε γίνει το θύμα του. Από τις πρώτες μέρες της σχέσης τους, ήταν ένας ζηλιάρης σύντροφος, την είχε αναγκάσει μάλιστα να παραιτηθεί από δουλειές οι οποίες θα την έφερναν σε επαφή με άντρες. Τώρα πια δεν την άφηνε από τα μάτια του και όπου και αν κοιτούσε, έβλεπε την ογδοντάχρονη μητέρα μου να κάνει σεξ με κάποιον. Στη θεία λειτουργία, την έβλεπε να πηδιέται με έναν παλιό οικογενειακό φίλο επάνω στο ιερό μετά την κοινωνία. Στο σπίτι την έβλεπε να κλείνει ραντεβού με τον ευγενικό κύριο που ήρθε να περιποιηθεί τον κήπο μας. «Πόρνη!» της φώναζε ενώ εκείνη φρόντιζε να μην του λείπει τίποτα. «Τσούλα!»
Καθίσαμε στο τραπέζι, ο Μπαμπάς κι εγώ. Μετά βίας συγκρατούσα το θυμό μου. «Μπαμπά, η Μαμά μού είπε αυτά που της λες. Ξέρεις για τι πράγμα μιλάω, έτσι δεν είναι; Τις βρισιές που της λες;»
Έσκυψα μπροστά και έβαλα τον δείκτη μου στο πρόσωπό του. «Γέρο, αυτή είναι η μητέρα μου. Ποτέ δεν σου άξιζε και δεν θα την τρομοκρατείς άλλο πια. Τέλος. Μ’ ακούς; Αρκετά έκανες. Κατάλαβες;»
Το πρόσωπο του μπαμπά μου ήταν γκρίζο, η αναπνοή του έβγαινε δύσκολα. Έβαλε το χέρι του στο στόμα και κούνησε αργά και καταφατικά το κεφάλι του. Πίστεψα πως μπορεί να πέθαινε από στιγμή σε στιγμή. Ένα αχνό φως όμως ζωντάνεψε έπειτα στα μάτια του, σα να έβρισκε και πάλι το δίκιο του, ή απλά ήταν η παράνοια που ενεργοποιούσε τις λέξεις που του είχαν απομείνει. «Αφού… το είδα… με τα μάτια μου!» είπε.
Είχε ποτέ του δείξει κάποιο άλλο πρόσωπο ο πατέρας μου, είχε ποτέ του συνειδητοποιήσει τι θα πει ευτυχία, είχε ποτέ εκπλήξει τους πάντες με τη διαύγεια και την καλοσύνη του; Υπήρχε μια φορά. Το 1994, ο δεύτερος μεγαλύτερος αδελφός μου, ο Craig, πέθανε από AIDS. Ο πατέρας μου φυλούσε ξεχωριστά μαρτύρια για τον Craig όλη του τη ζωή, αφού δεν μπορούσε να αποδεχτεί μια αδερφή. Αφού όμως πέθανε ο Craig, οι γονείς μου έγιναν οι πιο ανοιχτοί άνθρωποι στους γκέι σε όλο το Τέξας, μέχρι που επικοινωνούσαν μαζί τους άλλες οικογένειες των οποίων τα παιδιά είχαν επιστρέψει στο σπίτι τους ένα βήμα πριν το θάνατο, για να ζητήσουν τη συμβουλή τους και να βρουν παρηγοριά. Και ο J.D. Warren το έκανε αυτό και με άφησε έκπληκτο.
Κι έπειτα ήρθε το τέλος. Λίγο πριν πεθάνει ο πατέρας μου τον περασμένο χρόνο, έγινε άλλος άνθρωπος. Δεν μπορώ να το εξηγήσω ακριβώς ούτε και θέλω, αλλά για πρώτη φορά στη ζωή μου, ο πατέρας μου έβλεπε εμένα και τα αδέλφια μου με το πρόσωπο που φυλούσε μόνο για τους ξένους. Φυσικά δεν θα ήμασταν εμείς αν δεν ξεσπούσε καβγάς πάνω από το κρεβάτι του στο γηροκομείο.
Ο αδελφός μου ο Kevin, ο οποίος αντιδρούσε πιο σθεναρά απ’ όλους απέναντι στον πατέρα μου και που είχε ακολουθήσει μυστηριωδώς τη διαδικασία που τον έκανε ίδιο με εκείνον, είχε εξοργιστεί που ο αδελφός μας ο John και εγώ αρνηθήκαμε να βάλουμε τροφικό σωλήνα στον Μπαμπά αφού εκείνος σταμάτησε να τρώει το περασμένο φθινόπωρο. Ένα βράδυ ο Kevin μπούκαρε στο δωμάτιο και άρχισε να ταΐζει με το ζόρι τον μπαμπά, ο οποίος τον παρακαλούσε να σταματήσει. Τότε ξεκίνησαν οι φωνές. Στεκόμουν ανάμεσα στον Kevin και τον John προσπαθώντας να τους σταματήσω για να μη σκοτωθούν, όταν ο πατέρας μου, ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, έδειχνε πρώτα τον έναν και μετά τον άλλον, ξανά και ξανά. Και για πρώτη φορά στη ζωή του, η φωνή του πατέρα μου έγινε φωνή αγάπης.
«Αγαπηθείτε!» έλεγε κάθε που έδειχνε με το δάχτυλο. «Αγαπηθείτε! Αγαπηθείτε! Αγαπηθείτε! Αγαπηθείτε! Αγαπηθείτε! Αγαπηθείτε!»
Την επόμενη μέρα, τον είδα για τελευταία φορά. Στεκόμουν πλάι στο κρεβάτι του κι εκείνος με κοίταξε, μα εγώ δεν αναγνώριζα το πρόσωπό του. Ήταν ορθάνοιχτο, ήρεμο, τα μάτια του καθαρά, περιεργάζονταν το πρόσωπό μου. Πήρε το χέρι του στο στόμα μου και το φίλησε ξανά και ξανά και έπειτα με κοίταξε.
«Λυπάμαι… πολύ», είπε. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Αντιθέτως, έσκυψα και τον φίλησα στο στόμα. Στάθηκα όρθιος. Χαμογέλασε. «Φίλα με πάλι», είπε.
Αυτόν τον άνθρωπο τον μισούσα όλη μου σχεδόν τη ζωή, με ένα μίσος που ίσως ακόμη και εκείνος να μην άξιζε. Και τον αγαπούσα όσο μπορεί να αγαπήσει ένας γιος τον πατέρα του. Και τον λυπόμουν και τον περιφρονούσα που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει την αξία των υπέροχων αδελφών μου – του James, του Craig, του Kevin, του John, του Christopher – έστω για μια στιγμή. Και που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τη δική μου αξία. Εκεί όμως, την τελευταία στιγμή, αναγνώρισε τα πάντα.
Μου ήρθε στο μυαλό αυτή η λέξη: συγχώρεση.
«Πεθαίνω», μου είπε και χαμογέλασε.
«Το ξέρω», είπα. «Δεν πειράζει που πεθαίνεις. Ήρθε η ώρα να αναπαυτείς, Μπαμπά».
Για δεκαετίες, είχα βάλει σκοπό της ζωής μου να ξεχάσω κάθε λέξη που έμαθα, κάθε μάθημα, ό,τι μου είχε μάθει αυτός ο άνθρωπος, η συνείδηση και το υποσυνείδητό μου πάσχιζαν να μη γίνω σαν εκείνον. Οι λέξεις του όμως μεγάλωσαν μέσα μου. Τώρα, στο τέλος, οι λέξεις του μου μάθαιναν κάτι καινούριο.
Έσκυψα πιο κοντά, κράτησα το κεφάλι του στα χέρια μου και του ψιθύρισα στο αυτί. «Σ’ ευχαριστώ για σήμερα. Σ’ ευχαριστώ που ήσουν πατέρας μου».
Παραμείναμε έτσι εκεί, για πολλή ώρα και εγώ συνέχιζα να ψιθυρίζω.
Καθώς του μιλούσα, ο πατέρας μου είπε μερικές καινούριες λέξεις. Αυτές είναι οι λέξεις που είπε ο πατέρας μου.
Ναι, γιε μου.
Ναι, γιε μου.
Ναι, γιε μου.
Nα σου κάνει όλη της ζωή μαρτύριο και στο τέλος, να ζητάει συγχώρεση... Δεν ξέρω αν είναι υποκριτικό, ή αν πραγματικά το πίστευε... Μόλις νιώσουν τον θάνατο, μετανιώνουν ή φοβούνται;. Είμαι σκληρή το ξέρω, αλλά, ό Θεός να τον συγχωρέσει τον δικό μου πατέρα, εγώ δεν μπόρεσα ακόμα.
Τι συγκινητική ιστορία! Αυτο που με κάνει εντυπωση είναι ότι παρα τα τόσα αρνητικά βιώματα οι τελευταίες κουβέντες του πατέρα του στην ουσία τον λυτρωνουν! Ποσά πράγματα μπορεί να συγχωρέσει ενα παιδι τελικά ,!