Στην εποχή μας πολύ συχνότερα σε σχέση με το παρελθόν παρατηρούμε δίδυμες ή πολύδυμες κυήσεις. Με τον όρο αυτό περιγράφονται οι κυήσεις τρίδυμων ή και παραπάνω εμβρύων. Ακόμη περισσότερο, είναι συχνότερη η επιτυχής ολοκλήρωσή τους. Αφενός η ποιότητα ζωής είναι σαφώς βελτιωμένη σε σύγκριση με το παρελθόν, γεγονός που επιτρέπει στη γυναίκα να δημιουργήσει πρόσφορο περιβάλλον για τη δημιουργία και ανάπτυξη της ενδομήτριας ζωής, αφετέρου η ιατρική επιστήμη έχει προοδεύσει αρκετά ώστε να προλαμβάνει και να αντιμετωπίζει τυχόν επιπλοκές αλλά και να υποστηρίζει με επάρκεια με τη χρήση της κατάλληλης τεχνολογίας τόσο τη μητέρα όσο και τα έμβρυα καθώς μία πολύδυμη κύηση αποτελεί κύηση υψηλού κινδύνου και η έγκαιρη διάγνωση και τεκμηρίωσή της είναι καταλυτική στην επιτυχή εξέλιξή της.
Επιπρόσθετα, η υποβοηθούμενη αναπαραγωγή αποτελεί πλέον μία αρκετά διαδεδομένη μέθοδο με αξιόπιστα αποτελέσματα όσον αφορά στο κομμάτι της τεκνοποίησης και πολλά άτομα που επιθυμούν την γονιμοποίηση αλλά βρίσκονται αντιμέτωπα με αντικειμενικές δυσκολίες φυσικής σύλληψης καταφεύγουν σε αυτή ως λύση επιλογής. Αυτή συνιστά και τον κυριότερο λόγο για τον οποίο έχουν αυξηθεί οι πολύδυμες κυήσεις τα τελευταία χρόνια.
Τί συμβαίνει όμως από τη στιγμή που η κύηση έχει ολοκληρωθεί ομαλά και τα βρέφη έρχονται σε επαφή με το περιβάλλον τους εκτός μήτρας πια; Πόσο εύκολο είναι για τους γονείς και τους φροντιστές να φροντίσουν επαρκώς όχι ένα, αλλά δύο ή τρία βρέφη που οι ανάγκες τους είναι εξίσου επιτακτικές ταυτόχρονα; Και ακόμη περισσότερο, τί γίνεται με την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη αυτών των παιδιών που έχουν όλα τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες ενός παιδιού παράλληλα όμως βρίσκονται σε μία εντελώς ιδιαίτερη συνθήκη;
Τα συνομήλικα αδέρφια συχνά γίνονται αντιληπτά ως ένα. Αυτό είναι συνηθέστερο στις περιπτώσεις των δίδυμων αδερφών και ιδιαίτερα αν υπάρχει ομοιότητα εμφανισιακά. Στις περιπτώσεις που αυτή είναι προφανής, ενδεχομένως είναι δύσκολο στον εξωτερικό παρατηρητή να καλύψει την αναγκαία απόσταση ούτως ώστε να αντιληφθεί τη διαφοροποίηση που μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στα αδέρφια. Αυτό συνεπάγεται ότι η αναφορά σε κάθε παιδί μεμονωμένα μπορεί να απουσιάζει και κανείς να αναφέρεται στο κάθε παιδί σα σύνολο ή σα μέρος ενός συνόλου (“εσείς” αντί για “εσύ”), είτε σε λεκτικό είτε σε συμπεριφορικό επίπεδο.
Στις περιπτώσεις που τα παιδιά δεν έχουν έντονη ομοιότητα εμφανισιακά ίσως είναι πιο εύκολο να αντιληφθεί κανείς σε ποιο άτομο απευθύνεται κάθε φορά, συχνά ωστόσο παρατηρούμε ότι παραμένει η δυσκολία να αλληλεπιδράσει κανείς με το κάθε παιδί ξεχωριστά. Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε για λόγους του παρατηρητή (δεν έχει αφιερώσει αρκετό χρόνο να γνωρίσει το κάθε παιδί και να αντιληφθεί τις ιδιαιτερότητες που το χαρακτηρίζουν) είτε είναι καθοδηγούμενο, ασυνείδητα, από το στενότερο περιβάλλον των παιδιών (οι ίδιοι οι γονείς αντιμετωπίζουν τα παιδιά σα σύνολο και όχι ως ξεχωριστές προσωπικότητες).
Στην πραγματικότητα τα παιδιά που μεγαλώνουν με ένα ή παραπάνω συνομήλικο αδερφάκι δεν παύουν να είναι διαφορετικά μεταξύ τους άτομα που το κάθε ένα έχει τη δική του ιδιοσυγκρασία, προσωπικότητα και χαρακτηριστικά. Και έτσι βιώνει, επεξεργάζεται και αντιλαμβάνεται τα πράγματα υπό το δικό του πρίσμα όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από τις συνθήκες που συνοδεύουν τη σύλληψή του, την περίοδο μέχρι τη γέννησή του και την ίδια τη γέννηση, τις επενδύσεις που έχουν γίνει προς αυτό και τα ερεθίσματα που έχει εισπράξει από τον περίγυρό του σε κάθε στάδιο της ανάπτυξής του ανάλογα με τα συστήματα στα οποία εντάσσεται (αδερφικά, οικογενειακά, κοινωνικά κ.λ.π.) ως μεμονωμένο άτομο αλλά και ως μέρος των συνόλων στα οποία υπάγεται.
Σαφώς, τα παιδιά που κυοφορούνται ταυτόχρονα βιώνουν τις ίδιες ακριβώς συνθήκες όσον αφορά στις φάσεις ζωής της οικογένειας καθώς και άλλους παράγοντες όπως πρακτικούς ή οικονομικούς οπότε υπό αυτή την έννοια υπάρχει κάτι το ίσο προς τα παιδιά. Και από αυτή την άποψη είναι λογικό και αναμενόμενο να αναφέρονται σε αυτά ως σύνολο. Ωστόσο, αν εστιάσουμε περισσότερο θα αντιληφθούμε ότι οι προσδοκίες και οι επενδύσεις που σε άλλη περίπτωση θα συνέβαιναν με διαφορά… ηλικίας δεν παύουν να υπάρχουν κι εδώ. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που θα ακούσουμε να γίνονται αναφορές στα παιδιά με όρους όπως “ο μεγάλος” ή “ο μικρός” και ας πρόκειται για διαφορά λίγων λεπτών. Παρατηρώντας καλύτερα θα διαπιστώσουμε επίσης να αποδίδονται στα παιδιά ομοιότητες ή διαφορές, χωρίς απαραίτητα να είναι αντικειμενικές, σε σύγκριση με τους γονείς ή άλλα άτομα του στενού περιβάλλοντος με τον ίδιο τρόπο όπως θα συνέβαινε αν είχαν διαφορετική ηλικία το καθένα. Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε ότι ανάλογα με το επίπεδο ωριμότητας των γονέων θα δοθεί αντίστοιχα χώρος για την αυτόβουλη έκφραση και αυθόρμητη ανάπτυξη του κάθε χαρακτήρα.
Αν προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε τη διαφορετικότητα αυτής της σχέσης από τη μεριά των παιδιών θα χρειαστεί να πάμε αρκετά πίσω. Αρχικά, είναι σημαντικό να εστιάσουμε στην ενδομήτρια ζωή και να κατανοήσουμε τη σημασία της ώστε να αντιληφθούμε ότι οι απαρχές αυτής της σχέσης ξεκινάνε με την ίδια την αίσθηση της σωματικής ύπαρξης, με τις πρώτες αισθητηριακές ικανότητες. Θα μπορέσουμε έτσι να διαπιστώσουμε την ένταση και τη δυναμική που φέρει αυτή η σχέση σε όλη τη διάρκεια της ζωής των ατόμων καθώς και να κατανοήσουμε συμπεριφορές όπως η μεγάλη εγγύτητα που εκδηλώνουν μεταξύ τους τα συνομήλικα αδέρφια.
Επιπλέον, σε συνέχεια της παράλληλης σύλληψης και κυοφορίας των παιδιών αλλά και της συγχωνευτικής σχέσης που μητέρα και βρέφος φυσιολογικά αναπτύσσουν σε κάθε περίπτωση, τα συνομήλικα αδέρφια βιώνουν και μεταξύ τους αυτή τη συμβιωτική σχέση, ότι δηλαδή είναι ένα μην μπορώντας να διαφοροποιήσουν τον εαυτό τους από τον άλλο. Φυσιολογικά, στην ανάπτυξη ενός βρέφους στην ηλικία των έξι με οκτώ (6-8) μηνών ξεκινάει η διαδικασία της διαφοροποίησης από τους σημαντικούς άλλους. Ωστόσο, παρότι ο αποχωρισμός από τη μητέρα όσο υγιής και αναγκαίος είναι δεν παύει να είναι επίπονος συναισθηματικά τα δίδυμα ή πολύδυμα αδέρφια ενδέχεται να κάνουν μία αναπλήρωση της απουσίας της μητέρας μεταξύ τους. Σε περιπτώσεις που αυτό δεν έχει λυθεί ομαλά και τα άτομα δεν έχουν διαφοροποιηθεί επαρκώς (δηλαδή δεν έχουν αναπτύξει την δική τους ξεχωριστή αίσθηση εαυτού και ταυτότητας) ή το περιβάλλον δεν τους επιτρέπει τη διακριτή διαφοροποίηση παρατηρούμε στην εξέλιξη των ατόμων στη ζωή τους, σε διαφορετικό βαθμό ανά περίπτωση, μία διαρκή προσπάθεια διαφοροποίησης, ανάδειξης της διαφορετικότητας του κάθε ατόμου.
Για τους παραπάνω λόγους είναι ιδιαίτερα σημαντικό να ενισχυθούν τακτικές που στόχο έχουν την ανάπτυξη της ατομικής τους προσωπικής ταυτότητας.
Κατ’ αρχάς, είναι στοιχειώδους σημασίας να γίνεται αναφορά στα παιδιά με τα ονόματά τους και όχι με ένα όρο που τα περιγράφει ως ομάδα, π.χ. “τα δίδυμα”. Καθοριστικό για την ανάπτυξη της ατομικότητας είναι κάθε παιδί να μάθει να μιλάει και να εκφράζεται για λογαριασμό του και μόνο. Να μην συμπεριλαμβάνει τα αδέλφια του αλλά να αρθρώνει λόγο για το άτομό του (επιθυμώ, χρειάζομαι, θεωρώ).
Επίσης, είναι σημαντικό από την πολύ μικρή ηλικία των παιδιών να τους δίνονται επιλογές (όπως και σε κάθε παιδί). Αυτό πρακτικά σημαίνει να δίνονται δύο επιλογές στο παιδί και επιπλέον να επιτρέπονται οι διαφορετικές προτιμήσεις. Για παράδειγμα, στο ίδιο γεύμα το ένα παιδί να μπορεί να επιλέξει να φάει ένα μήλο ενώ το άλλο ένα πορτοκάλι χωρίς να σημαίνει ότι πρέπει να φάνε όλοι το ίδιο. Ασφαλώς, αυτό μπορεί να πάρει προεκτάσεις σε οποιαδήποτε δραστηριότητα ή όπου υπάρχει περιθώριο επιλογής.
Στο ίδιο πλαίσιο, εντάσσονται οι διαφορετικές δραστηριότητες οι οποίες και θα επιτρέψουν να αναδειχθούν τα ταλέντα κάθε παιδιού καθώς επίσης και οι ενδυματολογικές επιλογές. Η πανομοιότυπη ενδυμασία καθόλου δεν ωφελεί την ανάπτυξη της ατομικής ταυτότητας των παιδιών, αντίθετα την υποσκάπτει.
Ακόμη, είναι πολύ σημαντικό το κάθε παιδί να έχει το χώρο του. Αυτό δε σημαίνει απαραίτητα ξεχωριστά δωμάτια αλλά οπωσδήποτε συγκεκριμένο κρεβάτι, συγκεκριμένο χώρο για τα ρούχα του, για τα παιχνίδια του, για τα βιβλία του. Φυσικά, αντικείμενα που είναι κοινά θα βρίσκονται σε ένα διαφορετικό σημείο.
Τέλος, καταλυτικό για την ανάπτυξη της ταυτότητας των παιδιών είναι ο χρόνος που ο κάθε γονέας θα επενδύσει στο κάθε παιδί ξεχωριστά. Όσο σπουδαίο είναι να μπορεί η οικογένεια να κάνει πράγματα συγκεντρωμένη, άλλο τόσο (για διαφορετικούς ασφαλώς λόγους) είναι να αναπτυχθεί η σχέση ανάμεσα στο κάθε παιδί και τον γονέα του ιδίου και του διαφορετικού φύλου.
Σε σχέση με το σχολείο, έχει παρατηρηθεί η τάση να χωρίζονται τα παιδιά όταν πηγαίνουν στο σχολείο. Αυτή δεν είναι απαραίτητα μία επαρκής πρακτική για την ενδυνάμωση των παιδιών και σίγουρα αν δεν έχει προηγηθεί άλλος αποχωρισμός μεταξύ των παιδιών πριν τη σχολική εμπειρία. Σε αυτή την περίπτωση, μπορεί να επιφέρει σύγχυση σε κάποια αδέλφια, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι καν εφικτό (τρία τμήματα μπορεί να είναι πολλά για κάποια τάξη!). Περισσότερο σημαντική είναι η επαρκής κατάρτιση των ειδικών ώστε να υποστηρίξουν την αυτόνομη δράση του κάθε παιδιού και σε συνδυασμό με τα παραπάνω και στο περιβάλλον του σχολείου.
Συνολικά, είναι χρήσιμο να έχουμε υπόψη μας πως όπως με κάθε άτομο είναι κρίσιμο και ζωτικής σημασίας να δώσουμε τον απαραίτητο χώρο, ερεθίσματα και αποδοχή ώστε να του επιτρέψουμε να δομήσει την προσωπικότητά του και να αναπτυχθεί σε ένα άρτιο και ώριμο κοινωνικό άτομο.
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο