Η μελέτη διαπίστωσε ότι η έκθεση σε μέτρια έως υψηλά επίπεδα καφεΐνης στη μήτρα, συνδέεται με υπερβολική αύξηση βάρους στην πρώιμη παιδική ηλικία.
Οι εμπειρογνώμονες από το Νορβηγικό Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας, ανακάλυψαν ότι τα παιδιά που εκτίθενται σε πολύ υψηλά επίπεδα καφεΐνης μπορούν να ζυγίζουν 480γρ. παραπάνω στην ηλικία των οκτώ ετών σε σύγκριση με τα παιδιά που εκτίθενται σε χαμηλά επίπεδα καφεΐνης.
Οι συγγραφείς ανέφεραν ότι οι γυναίκες πρέπει να μειώνουν την κατανάλωση καφεΐνης στη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας της Μ. Βρετανίας συνιστά στις εγκύους να μην καταναλώνουν πάνω από 200mg καφεΐνης την ημέρα.
Μια κούπα στιγμιαίου καφέ περιέχει κατά μέσο όρο 100mg καφεΐνης ενώ μια κούπα τσαγιού έχει 75mg. Ο καφές φίλτρου έχει υψηλότερα επίπεδα καφεΐνης με μια μεσαία κούπα να περιέχει περίπου 140mg.
Οι ειδικοί ανέλυσαν στοιχεία για πάνω από 50.000 γυναίκες και μωρά στη Νορβηγία, αντλώντας πληροφορίες από διατροφικές έρευνες που διεξήχθησαν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και συγκρίνοντάς τις με τις μετρήσεις ανάπτυξης παιδιών, συμπεριλαμβανομένου του βάρους.
Περίπου οι μισές (46%) έγκυοι θεωρήθηκε ότι έκαναν χαμηλή κατανάλωση καφεΐνης (λιγότερο από 50mg ημερησίως), σε ποσοστό 44% μέτρια κατανάλωση (50-199mg την ημέρα), 7% υψηλή (200-299mg την ημέρα) και 3% πολύ υψηλή (άνω των 300mg).
Οι συγγραφείς συνέκριναν τα στοιχεία από τις διατροφικές έρευνες με τις πληροφορίες για το σωματικό βάρος των παιδιών σε 11 διαφορετικά στάδια της παιδικής ηλικίας μέχρι τα οκτώ έτη.
Η μέση, υψηλή και πολύ υψηλή πρόσληψη καφεΐνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης συνδέθηκε με αυξημένο κίνδυνο κατά 15%, 30% και 66%, αντίστοιχα, «υπερβολικής ανάπτυξης» κατά την πρώιμη παιδική ηλικία, συγκριτικά με τα παιδιά που γεννήθηκαν από μητέρες με χαμηλή πρόσληψη καφεΐνης στην εγκυμοσύνη.
Αυτό το πλεονάζον βάρος διαρκούσε έως την ηλικία των οκτώ ετών.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η προγεννητική έκθεση σε οποιαδήποτε ποσότητα καφεΐνης σχετίζεται με μεγαλύτερο κίνδυνο το παιδί να είναι υπέρβαρο σε ηλικία τριών και πέντε ετών.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό έντυπο BMJ Open.
Πηγή: www.onmed.gr Mirror.co.uk
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο