Τι είναι αυτό που κάνει τους γονείς να θυμώνουν;
Θυμός! Υπάρχει πολύς θυμός στην ελληνική οικογένεια! Φανερός ή κρυμμένος υπάρχει πολύς θυμός στην ελληνική κοινωνία! Αυτός ο νοσηρός θυμός της καθημερινότητας που ελλοχεύει στα περισσότερα σπίτια και που οδηγεί σε κακές σχέσεις, σε οριστικές ρίξεις χωρίς γυρισμό και σε λιγότερο εμφανώς προβληματικές συνθήκες αλλά με βαθιά τραύματα που δεν φαίνονται αλλά υπάρχουν και κυριαρχούν στις ανθρώπινες σχέσεις.
Το χειρότερο είναι πως μεταφέρονται από γενιά σε γενιά με αθροιστικά δυστυχώς κοινωνικά αποτελέσματα. Κάπου χρειάζεται να μπει ένα τέλος σ’ αυτόν τον ανηλεή αγώνα υπεροχής σε όλες τις μορφές των σχέσεων. Αυτό που μας απασχολεί πιο πολύ όμως είναι ο θυμός που λειτουργεί από πολύ νωρίς στη σχέση γονιών παιδιών.
Τι είναι αυτό που κάνει τον γονέα να αλληλεπιδρά με το παιδί του με συμπεριφορές που απέχουν τόσο πολύ από μια ενήλικη ώριμη ισορροπημένη θέση; Τι είναι εκείνο που κάνει τους γονείς να απειλούν, να κατηγορούν, να επιβάλουν, να φέρονται με ανισοτιμία και αυταρχισμό και να είναι συνεχώς θυμωμένοι; Ακόμη τι είναι αυτό που κάνει τους γονείς να υπερπροστατεύουν, να παραχαϊδεύουν και τελικά να επιτρέπουν να χειραγωγούνται από τις συμπεριφορές των παιδιών γιατί φοβούνται ή θέλουν να αποφύγουν πάση θυσία τον δικό τους θυμό (των παιδιών); Παιδιά που ουρλιάζουν, κλαίνε, αντιδρούν βίαια, απαιτούν, διεκδικούν μέχρις εσχάτων και αλλόφρονες γονείς να ενδίδουν αποκαμωμένοι από έναν άνισο αγώνα υπεροχής; Γιατί κάθε φορά που ένας ενήλικας εμπλέκεται σε έναν πόλεμο δύναμης με ένα παιδί το μόνο βέβαιο είναι πως αργά η γρήγορα θα νικήσει το παιδί!
Γιατί θυμώνει συνήθως ένας γονιός; Ο γονιός θυμώνει όταν το παιδί δεν τον ακούει. Δεν κάνει αυτό που του λέει. Δεν κάνει αυτό που εκείνος (ο γονιός) θεωρεί πως είναι σωστό, έχοντας και το επιχείρημα της εμπειρίας του να το πείθει για την αλήθεια. Θυμώνει ακόμη όταν το παιδί δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες του. Θυμώνει όταν δεν μπορεί να ελέγξει, να οριοθετήσει, να επιβάλει. Το παιδί απ’ τη μεριά του θυμώνει όταν ο γονιός του επιβάλει τις δικές τους πεποιθήσεις σαν θέσφατους νόμους, όταν δεν του επιτρέπει να είναι ο εαυτός του, να επιλέξει, να δοκιμάσει, να ακολουθήσει τη μόδα, να ρισκάρει, να δείξει στους ομοίους του πως είναι αυτόνομος και μπορεί να κάνει ότι θέλει.
Κάθε γονιός που θυμώνει χρειάζεται να στραφεί εσωτερικά και να αναρωτηθεί. Αμέσως μετά να αναλάβει την προσωπική του ευθύνη. Η ερώτηση που θα θέσει ας είναι : «Τι μπορώ να κάνω εγώ για να αλλάξει η κατάσταση» όχι «Τι πρέπει να κάνει το παιδί».
Χρειάζεται να αντιληφθεί ο γονιός πως το παιδί αλληλεπιδρά με το περιβάλλον του ανάλογα με τον τρόπο που ερμηνεύει τα πράγματα. Είναι βέβαιο πως ο τρόπος του παιδιού είναι διαφορετικός από εκείνον του γονιού, αλλά εκείνο που είναι σημαντικό είναι πως τον τρόπο που χρησιμοποιεί το παιδί του το έμαθε ο ίδιος ο γονιός του. Ο ίδιος το έχει εκπαιδεύσει να χρησιμοποιεί αυτόν τον τρόπο. Δεν έφερε τους τρόπους του μαζί του το παιδί, στο σύστημα της οικογένειας και του ευρύτερου κοινωνικού του περίγυρου εκπαιδεύτηκε σ’ αυτούς. Αν λοιπόν του επιτρέψαμε να αντιληφθεί λανθασμένα, ευθυνόμαστε εμείς οι ενήλικες και όχι το παιδί. Αναλαμβάνοντας ο γονιός την ευθύνη της συμπεριφοράς του παιδιού είναι καλύτερα να αναζητήσει τις αλλαγές σε εκείνον και όχι στο παιδί. Είναι θέμα ανάληψης ευθύνης ο θυμός του γονιού. Θυμώνει με το παιδί αντί να θυμώσει με τον εαυτό του. Και το οξύμωρο είναι ότι ουσιαστικά θυμώνει με τον εαυτό του και φορτώνει την αιτία στο παιδί.
Ας δούμε για λίγο το θυμό ως ξεχωριστό συναίσθημα.
Προκύπτει πάντα όταν αλληλεπιδρώντας με τους άλλους κάποιο μέρος του εαυτού μας νοιώθει ανεπαρκές, απογοητευμένο, αδικημένο, ανασφαλές, και εν κατακλείδι απορριπτέο. Βιώνει δηλαδή στερητικά μη λειτουργικά συναισθήματα. Για να κατανοήσουμε τη συνέχεια θα χρειαστεί να αντιληφθούμε με απλά λόγια τι είναι το συναίσθημα. Το συναίσθημα είναι το αποτέλεσμα μιας σύντομης μη συνειδητής τις περισσότερες φορές επεξεργασίας που έπεται μετά από κάθε ερέθισμα. Κάθε ερέθισμα προκαλεί μια άλλοτε σημαντική και άλλοτε όχι αφορμή που εκκινεί μια εσωτερική διεργασία η οποία φθάνει συνήθως σε ένα συμπέρασμα. Το συμπέρασμα απολύτως αυτόματα αξιολογείται και βαθμολογημένο πια οδεύει προς την έκφραση αφού έχει φέρει στην συνειδητή επιφάνεια (κάποιες φορές παραμένει και μη συνειδητό) το συναίσθημα που τελικά θα οδηγήσει ως κινητήρια δύναμη στην πράξη. Με άλλα λόγια το συναίσθημα είναι αποτέλεσμα νοητικής επεξεργασίας.
Πώς γίνεται λοιπόν να ευθύνεται ένας άλλος για την επεξεργασία που γίνεται στο δικό μας μυαλό; Μπορεί ο άλλος να αποτέλεσε το ερέθισμα, χωρίς αμφιβολία. Δεν είναι όμως η πηγή του συναισθήματος που μας κυριεύει. Χρεώνουμε στον άλλον την ευθύνη του δικού μας συναισθήματος αγνοώντας πως η επεξεργασία που έγινε και καταλήξαμε στο συναίσθημα είναι ΜΟΝΟ δική μας. Ίσως να χρειάζεται να επέμβουμε λοιπόν στην επεξεργασία. Αυτό άλλωστε κάνει η αυτογνωσία. Επεμβαίνοντας στην νοητική επεξεργασία θα αντιληφθούμε ότι υπάρχουν άγραφοι κανόνες που οδηγούν στα προσωπικά συμπεράσματα. Οι άγραφοι κανόνες αυτοί είναι οι πεποιθήσεις και οι αξίες ενός εκάστου. Ουσιαστικά λοιπόν θυμώνουμε με το παιδί μας γιατί η συμπεριφορά του ίσως είναι διαφορετική από αυτήν που οι πεποιθήσεις μας, μας οδηγούν να θεωρούμε ότι κάτι είναι σωστό ή λάθος. Θυμώνουμε γιατί οι προσωπικοί μας κανόνες δεν εισακούονται άρα το παιδί κάνει κάτι δυσάρεστο για μας. Το παιδί ως νέος εκπαιδευόμενος άνθρωπος πιθανόν δεν έχει αντιληφθεί σωστά. Ίσως ακόμη να έχει αντιληφθεί σωστά (τις περισσότερες φορές δυστυχώς είναι έτσι ) και δεν συμφωνεί. Τι χρειάζεται τώρα; Να αντιληφθεί ίσως ο γονέας πως κάποια πεποίθησή του χρειάζεται διεύρυνση ή αλλαγή ή ακόμη πως χρειάζεται να επέμβει σε κάποια πεποίθηση που ήδη έχει χτίσει το παιδί του λανθασμένα. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση ευθύνεται ο ίδιος. Όσον αφορά τη δική του πεποίθηση δεν τίθεται θέμα για να χρειάζεται απόδειξη περί της ευθύνης του. Όσον αφορά το χτίσιμο της λανθασμένης πεποίθησης του παιδιού, ποιος άλλος να ευθύνεται εκτός από κάποιον ενήλικα που είναι εκεί γύρω και ενισχύει ή αποδυναμώνει εκείνα που χρειάζεται ο νέος άνθρωπος να αντιληφθεί και να υιοθετήσει. Αν μεν είναι ο ίδιος (ο γονιός) καλό είναι να σπεύσει στην επανατοποθέτηση, αν είναι κάποιος άλλος ενήλικας πάλι ο γονιός που αντιλαμβάνεται χρειάζεται να επέμβει. Δεν γίνεται να ζητούμε από τα παιδιά συνεργασία και συνεννόηση όταν το γύρω σύστημα νοσεί. Συχνά βλέπεις ζευγάρια να αντιστέκονται τόσο πολύ στη συνεννόηση που όμως θέλουν τα παιδιά τους να είναι συνεργάσιμα και υπεύθυνα παιδιά. Όσο πιο γρήγορα αντιληφθούμε πως το παιδί είναι μέρος του συστήματος που εμείς δημιουργούμε και αλληλεπιδρώντας μαζί του δημιουργεί τη μία ή την άλλη συμπεριφορά, τόσο καλύτερα θα είναι για μας για τους άλλους για τη ζωή.
Όποιος τολμά σπεύδει. Καλή δύναμη.
Ερατώ Χατζημιχαλάκη – Οικογενειακή Σύμβουλος
πηγή www.allazo.gr – www.elpidohori.gr
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο