Πριν διαβάσετε την ιστορία που ακολουθεί, θα ήθελα να διαβάσετε πρώτα λίγα λόγια που έγραψε ο Μάνος για τη Ζήνα Κουτσελίνη που αποφάσισε να μοιραστεί ίσως την πιο προσωπική της ιστορία με όλες εμάς τις μανούλες! Ζήνα, ευχαριστούμε!
Τη Ζήνα… τη Ζήνα Κουτσελίνη την ξέρω αρκετά χρόνια. Την ξέρω από την τηλεόραση. Από την εποχή που δουλεύαμε και οι δυο στον ALPHA. Βασικά πίναμε καφέδες και τα λέγαμε. Γύρω της ένα τσούρμο βοηθοί, κάθε λογής… και η ίδια εκείνη την εποχή δεν είχε γίνει ακόμα διεύθύντρια προγράμματος. Δεν είχε γίνει η Κυρία που για τουλάχιστον μια 5ετία την έτρεμαν οι απανταχού ιθαγενείς σταρ της light τηλεόρασης.
Ηταν η Ζήνα. Η Ζήνα που πολλοί της οφείλουν την καριέρα τους.
Μια από τις μεγαλύτερες ικανοποιήσεις στη ζωή είναι όταν φίλοι σου που ξέρεις από παλιά, πετυχαίνουν και παραμένουν οι ίδιοι και μετα την επιτυχία. Σας διαβεβαιώνω ότι τέτοιες περιπτώσεις ξέρω με το ζόρι 3-4. Είναι όμως μεγάλη μου χαρά όποτε συμβαίνει.. Η Ζήνα είναι μια απ’ αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις.
Είναι γεννημένη αρχηγός. Ο άνθρωπος που παίρνει αποφάσεις. Όμως οι άνθρωποι δεν είναι ποτέ ΜΟΝΟ αυτό που δείχνουν. Είναι και άλλα. Και αυτό μπορείς να το διακρίνεις τη στιγμή που (πραγματικά) γελούν, στις μικρές αδιάφορες κουβέντες.
Πρόσεξα λοιπόν αυτή την κοπέλα, που περνάγαμε πολύ καλά κάθε φορά που συναντιόμασταν, ότι είχε το θείο δώρο, να είναι αρχηγός, αλλά να ακούει.
Αυτό να δείτε πόσο δύσκολο είναι. Μόλις αρχηγέψει κάποιος παθαίνει κώφωση. Εκείνη την εποχή λοιπόν… εγώ ήμουν κολλημένος με το internet… όλα τα υπολοιπα τα εύρισκα (και συνεχίζω να τα βρίσκω) πρωτόγονα. Εκείνοι (οι υπόλοιποι δλδ) ήταν τόσο τρελλμένοι (και συνεχίζουν να είναι) με την τηλεόραση. Στην πολιτική και στην τηλεόραση έχω συναντήσει τους περισσότερους ανθρώπους με παντελή έλλειψη φαντασίας… με πλήρη αδιαφορία για το αύριο… Εκεί που το αύριο και η φαντασία θα έπρεπε να είναι must. Απίστευτο αλλά έτσι είναι
Σιγά που κώλωνα. Εγώ το e-βιολί μου. To βιολί τους αυτοί το e-βιολί μου εγώγίναμε ακούρδιστη ορχήστρα. Αναμεσα τους και η Ζήνα, που ενώ έτρεχε, μιλούσε, διεκπεραιώνε, εκτελούσε, .εβριζε, γέλαγε… ταυτόχρονα άκουγε. Κάθε λέξη… κάθε ανάσα. Δεν ρωτούσε, δεν αμφισβητούσε, δεν απέρριπτε… μόνο άκουγε,.
Εφυγα εγώ από τον Alpha. Χαθήκαμε από τους καφέδες, αλλά τα λέγαμε αραιά και πού στο τηλέφωνο… συνεργαστήκαμε φιλικά και σε ένα πολύ ωραίο project, που δεν είχε σχέση με την τηλεόραση…μέχρι που πριν από μερικές μέρες διαβασα κάπου ότι είχε γράψει στο internet ένα εξαιρετικό κομμάτι για την Φαίη Σκορδά. Πάτησα το link: http://entertv.gr/media/?p=117
Hταν ένα κείμενο γραμμένο για internet.
Xαμογέλασα. Εκανα μια βόλτα στο καινούργιο της site www.entertv.gr Mια εντελώς ξεχωριστή προσπάθεια από ο,τι έμαθα αργότερα. Της τηλεφώνησα… Στο μεταξύ είχε γίνει μανούλα.
-Ελα από το γραφείο. Θέλω να μου πεις αυτά που μου’λεγες τότε… μου ‘πε γελώντας.
-Μπααααα… έχω πιο καινούργια να σου πω!
-Ακόμα πιο καλά. Σε περιμένω.
Πήγα. Η ίδια η Ζήνα με τους βοηθούς της και μια ολοκαίνουργια ιδέα. Αρχισε να μου λέει (δειλά) όσα είχε στο μεταξύ μάθει. Της τα ψιλο-ανέτρεψα μέσα σε δυο λεπτά. Αντί να κάτσει πάνω σ’ αυτά που είχε ήδη αρχίσει να δημιουργεί, θυμήθηκα την ίδια Ζηνα που πίναμε καφέ στον Alpha.
Aκουγε.
Εκανε ένα casting. Εδωσε πέντε οδηγίες. Μου έδειχνε τα καινούργια της. Θυμόταν που με είχε γνωρίσει γιατί με διάβαζςε στα περιοδικά. Εγώ δεν θυμόμουν αυτή την λεπτομέρεια. Μιλούσε στα κινητά. Μου εδειχνε την κορούλα της στο κινητό. Υποδέχθηκε δυο φίλους της αλλά όλη την ώρα άκουγε.
Κάθε λέξη… κάθε ανάσα. Δεν ρωτούσε, δεν αμφισβητούσε, δεν απέρριπτε… μόνο άκουγε,.
-Το internet δεν είναι media. Eίναι κοινότητα. Πρέπει να μάθεις να σκέφτεσαι the internet way.
-OK!
Tην άλλη μέρα έστειλε στην Ολιβ την ιστορία της.
–Σας την εμπιστεύομαι! έγραψε στο mail
Tην καλωσορίζω στον κόσμο μας.
της μαμάς Ζήνας Κουτσελίνη
Κοιτάζω στον καθρέφτη και είμαι μια άλλη. Δεν είμαι αυτή που ήμουν παιδί, αργότερα έφηβη, φοιτήτρια και μετά εργαζόμενη. Αλλοτριώθηκα. Σηκώνομαι κάθε πρωί και καθώς κοιτιέμαι βλέπω στο βλέμμα μου τα μάτια εκείνης. Δεν είναι τα δικά μου. Αυτά τα μάτια κάπου τα ξέρω. Τα χω συναντήσει πολλές φορές. Έχουν μια υπέρμετρη φιλοδοξία, λάμπουν με φθόνο, αγαπούν την πάρτη τους, αδιαφορούν για το συνάδελφο και κατά βάθος είναι πληγωμένα. Δεν είναι το είδωλό μου. Είναι το είδωλο εκείνης, αλλά κι εκείνης που λυπάμαι, που αποφεύγω να την κοιτάξω όταν την συναντώ στο διάδρομο, στο γραφείο. Δεν είναι ευδιάκριτη η παρουσία της. Στο είδωλο αντικατοπτρίζονται δύο. Διπλά βλέμματα, διπλοί θυμοί και στη μέση εγώ. Το τρίτο μάτι του πορτραίτου που αντανακλάται στον καθρέφτη. Ο ίδιος πίνακας. Ίσως και να μπορώ να τον ζωγραφίσω. Φοβάμαι… Δεν θέλω να τον ξαναδώ. Αν τη ζωγραφίσω θα είναι σα να τη φορτώθηκα για πάντα. Σα να φορτώθηκα στη ζωή μου, μαζί με μένα και αυτές τις δύο. Μήπως συνέβη;
Ναι. Για ένα μεγάλο διάστημα ήμασταν τρείς και προχωρούσαμε παρέα. Το είδα, το ήξερα, το φοβόμουν, το αποδέχτηκα και στο τέλος γίναμε αχώριστες.
Εκείνη κι εκείνη εργάζονται στην τηλεόραση. Εκείνη κι Εκείνη είναι δύο διαφορετικές γυναίκες σε διαφορετικά πόστα. Εκείνη είναι είδωλο, στα μάτια πολλών. Εκείνη κι εκείνη είναι γυναίκες καριέρας. Έχουν και στέμμα. Το φόρεσαν μόνες τους.
Και ξαφνικά… εκείνο το ανοιξιάτικο όνειρο. Παραμονή των γενεθλίων μου. Έμπαινα στα σαράντα. Για πρώτη φορά ήθελα να τα ξεχάσω.
Μπήκα σε ένα μαγαζί γεμάτο αντίκες και ήθελα πολύ να αγοράσω ένα μικρό, πολύ μικρό πιανάκι, που ήταν στην άκρη και περίμενε τον αγοραστή του. Πάντα μου τραβούσαν την προσοχή αυτά τα μαγαζιά, από τότε που οι τουρίστες ερχόντουσαν στην Ελλάδα και αγόραζαν τις δικές μας αναμνήσεις από τα παλαιοπωλεία. Πανέξυπνοι έμποροι, επισκέπτονταν γιαγιάδες και με αντάλλαγμα μια σύγχρονη συσκευή έπαιρναν πέντε παλαιότερες. Αντάλλασσαν τα πάντα. Θησαύριζαν. Έφτασα να το πληρώσω και να το κάνω δικό μου, ολόδικό μου, αλλά πριν προλάβω να το εξοφλήσω είδα εκείνη… και μετά εκείνη να με κοιτάζουν υποτιμητικά, να κάθονται δίπλα στο ταμείο. Τις είδα και τις δύο. Έφυγα τρέχοντας χωρίς να το αγοράσω.
Στην πόρτα με περίμενε ο Αντώνης, ο σύζυγος. Δεν κατάλαβε τι συνέβη. Ήταν σίγουρος πώς εκείνο το πιάνο το πλήρωσα.
Χωρίς να το καταλάβω, γεμάτη φόβο και αμέτρητες ενοχές, έφτασα στο σπίτι της αγαπημένης μου παρουσιάστριας. ‘Ήταν πάντα ανοιχτό για μένα. Με αγαπούσε. Η ζωή της ήταν πολύ διαφορετική από εκείνης κι εκείνης. Ξαφνικά κατάλαβα κάτι που δεν είχα νιώσει άλλη φορά στο σπίτι της. Απέραντη μοναξιά, ρουτίνα. Διάχυτη σιωπή παντού. Ίσως και να ήταν διαφορετικά τις άλλες φορές. Ίσως και η ζωή της να άλλαξε το τελευταίο διάστημα. Να έπαψε να συμβιβάζεται.
Έφυγα τρέχοντας, από το σπίτι της. Απροειδοποίητα. Δεν πρόλαβε να μας σερβίρει τον καφέ που έψηνε, μέσα στην άγρια νύχτα.
Ξωπίσω μου και ο Αντώνης.
‘’Δώσε μου το πιάνο να το αγγίξω’’, μου φώναξε.
‘’Δεν το αγόρασα’’ του είπα κι ένιωσα την περιφρόνησή του.
Και πάλι ο ίδιος καθρέφτης, τα ίδια είδωλα. Δεν μπορούσα να τους ξεφύγω.
Ξύπνησα μούσκεμα. Ο ιδρώτας είχε κυριεύσει το κορμί μου. Ο φόβος έγινε νερό, έγινε πηγή και εξουσίαζε κάθε κομμάτι του σώματος μου.
Μια εβδομάδα μετά καθόμουν δίπλα στη Χριστίνα, την ψυχολόγο. Της περιέγραψα το όνειρο, με τόση ζωντάνια που ήταν σα να το ονειρευτήκαμε παρέα. Τέτοια ένταση είχα ακόμη. Ήξερα ότι τα όνειρα μου πάντα συνωμοτούν για μένα. Δεν άντεχα να βλέπω κατάματα την αλήθεια. Κι εκείνος ο καθρέφτης; Ποιος ο ρόλος του πιάνου; Τι ζητούσε από μένα, μέσα στα άγρια μεσάνυχτα; Γιατί έφυγα σαν κυνηγημένη και… από το σπίτι της αγαπημένης μου παρουσιάστριας μέσα στη νύχτα;
Κλείσαμε δέκα συνεδρίες.
Της έδωσα το χέρι και της υποσχέθηκα,πώς όσο κοντά στην αλήθεια και να βρεθώ αυτή τη φορά, δεν θα φύγω.
Θα πιώ το νερό από την πηγή, ακόμη κι αν έχει φαρμάκι. Δεν της είχα μιλήσει για εκείνη κι εκείνη, ούτε για το δικό μου τρίτο μάτι.
Της είπα κατευθείαν το δικό μου θέλω. Ήθελα να κάνω παιδί.
Εκείνη κι εκείνη δεν είχαν παιδί. Είχαν μόνο καριέρα στην τηλεόραση. Ότι νόμιζα πως είχα κι εγώ. Είχα ταυτιστεί απόλυτα με το είδωλο, Εκείνης κι Εκείνης.
Γιατί πήγα στο ταμείο και δεν πλήρωσα το πιάνο που τόσο ήθελα; Έπρεπε να το πληρώσω με άλλο τρόπο. Πώς θα μπορούσα να λυτρωθώ από το νερό της πηγής, χωρίς να πνιγώ.
Δεν ξέρω μπάνιο, αν και μεγάλωσα σε νησί. Το νερό με φοβίζει και με λυτρώνει. Όταν είμαι σε αδιέξοδο αναζητώ φουρτουνιασμένη θάλασσα για να μπορώ να απολαύσω τη στιγμή της ηρεμίας.
Από τεσσάρων ετών η ίδια εικόνα.
Στην προβλήτα του νησιού έψαχνα για τον πατέρα μου.
Πήγαινα καταπάνω στα κύματα. Ήθελα να πιώ τη θάλασσα. Θα χανόμουν μέσα της , αν ένας αστυνομικός τελευταία στιγμή δεν με σταματούσε.
Ήθελα να είμαι μαζί του.
Εκείνος αγαπούσε το ποτό.
Εγώ χανόμουν στα κύματα.
Εκείνος ζούσε στη φουρτούνα.
Η μητέρα μας περίμενε.
Ήξερε γιατί χανόμουν. Ήθελα την αγκαλιά του, έψαχνα την αγάπη του.
Και η ψυχολόγος… έκανε τη δουλειά της.
Μου ζήτησε να περιγράψω τι σημαίνει… έχω παιδί για μένα… και τι δεν έχω…
Αν ήταν μουσικό όργανο, τι όργανο θα ήταν;
Ταμπούρλο της είπα.
Ωραία μου είπε.
Πες μου τώρα αν είχες παιδί τι θα ήταν;
Πιάνο της είπα και κατέρρευσα.
Δεν κατάλαβα τι ακριβώς είπα. Το ξεστόμισα τόσο γρήγορα που φοβήθηκε μήπως δεν το θυμηθώ, όταν με ξαναρωτήσει. Είχε φτάσει στην πηγή, είχα πιεί το φαρμάκι. Μπορεί και να λυτρώθηκα από το φόβο. Εκείνο το πιάνο που τόσο πολύ ήθελα, ήταν το μωρό μου. Στο ταμείο τα χαλούσα. Δεν πλήρωνα το λογαριασμό. Ήξερα ότι το ήθελα, αλλά πάλι ο καθρέφτης με εκείνη κι εκείνη… και στη μέση το ένα μου μάτι. Δεν ήθελα να ξεφτιλίζομαι και στα δύο μου μάτια. Το άλλο θα μπορούσα να το κοροϊδέψω.
Με ρώτησε αν δεν είχα παιδί τι θα ζωγράφιζα. Της είπα το φεγγάρι.
Αν είχα; Δεν το σκέφτηκα. Έναν ολόλαμπρο ήλιο φώναξα.
Μου ζήτησε να τα ζωγραφίσω και τα δύο. Ήξερε πως ζωγράφιζα.
Και το φεγγάρι; της είπα
Ναι μου απάντησε. Έτσι θα αγγίξεις χωρίς να καείς τις αχτίδες του ήλιου, καλύτερα.
Ξεκίνησα να ζωγραφίζω το φεγγάρι και μου άρεσε. Τώρα που ήξερα τι είναι ο ήλιος, φοβόμουν μήπως δεν τον ζωγραφίσω. Το γραφείο της ήταν κάπου στο μετρό του παναθηναϊκού. Μπήκα στο ταξί και μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου, στην αγία Παρασκευή σκεφτόμουν τους πίνακες που θα δημιουργούσα. Είχα χρόνια να πιάσω χρώματα στα χέρια μου. Τα είχα αφήσει στην άκρη καταχωνιασμένα, όπως και τόσα άλλα. Μπαίνω στο σπίτι, άναψα το τζάκι, έβγαλα από το πατάρι τα σύνεργα της ζωγραφικής και άρχισα να ζωγραφίζω με δίψα.
Ο Αντώνης με κοιτούσε, χωρίς να ξέρει τι συμβαίνει. Ζήτημα να με είχε δει άλλη μια φορά να ζωγραφίζω. Ζωγράφισα το φεγγάρι και το κοιτούσα προσπαθώντας να δω μέσα του, εκείνη κι εκείνη, εμένα, το τρίτο μάτι, τα παιδικά μου χρόνια, τον πατέρα μου, τη μητέρα μου, την καριέρα. Τα είδα όλα. Με βρήκε το ξημέρωμα. Σκεφτόμουν πόσα συναισθήματα μπορεί να κρύβει το φεγγάρι για τον καθένα μας χωριστά. Το δικό μου φεγγάρι δεν το μοιραζόμουν με κανέναν. Ήταν ο προσωπικός μου αγώνας για να δω καλύτερα τον ήλιο. Ήταν η ζωή μου.
Να μια ωραία ευκαιρία, να μην ζωγραφίσω τον ήλιο. Θα έλεγα στην Χριστίνα ότι δεν πρόλαβα. Βρήκα δικαιολογία να μην ζωγραφίσω τον ήλιο. Της τηλεφώνησα και της είπα ότι δεν ήμουν έτοιμη. Θα πηγαίναμε το ραντεβού μια μέρα μετά. Στη φωνή μου είμαι σίγουρη πως διέκρινε τις χθεσινές μου ταχυκαρδίες. Έτρεμε ακόμη.
Είχα δώσει τόση αξία στο φεγγάρι που θα με καταλάβαινε. Είδε με τα δικά μου μάτια, τις στιγμές που βίωνα. Ήξερε να περνά στην απέναντι όχθη και να περπατά μαζί σου. Κατανόησε τις στιγμές μου και ανανέωσε τη συνεδρία. Μου έδωσε άλλη μια μέρα. Της είχα δώσει το χέρι. Αυτή τη φορά δεν έπρεπε να φύγω.
Την άλλη μέρα έπρεπε να πάω στη δουλειά. Η ώρα ήταν πέντε και μισή. Σε μισή ώρα θα χτυπούσε το φαξ μαζί με τα ευχάριστα ή δυσάρεστα μαντάτα της agb. (Εταιρία μετρήσεων τηλεθέασης…) Για πρώτη φορά έπιασα τον εαυτό μου να μην τον νοιάζει για αυτό το καθημερινό χαρτί, εφιάλτη στα χέρια των ανθρώπων της τηλεόρασης. Εκείνη κι εκείνη θα την ένοιαζε ακόμη. Δεν έβαζε τέτοιες σκοτούρες στο μυαλό της. Το παιδί ήταν εμπόδιο στην καριέρα της. Κι αν ερχόταν; Δεν καταδεχόταν, ούτε την εικόνα του. Δεν ήθελε να το σκεφτεί. Δεν υπήρχε ούτε ήλιος, ούτε φεγγάρι. Μόνο δόξα και εξουσία.
Όλη μέρα, στη δουλειά σκεφτόμουν τον ήλιο. Οραματιζόμουν τα χρώματά του, το πρόσωπό του, τις αχτίδες του. Αν είχα πάρει τα χρώματα μαζί μου; Για πρώτη φορά έφυγα νωρίς από τη δουλειά για να τρέξω σπίτι μου. Συνήθως εγκατέλειπα το καράβι τελευταία, σαν τον καπετάνιο. Σήμερα έφυγα σαν απλός επιβάτης, πρώτη. Όλοι κοιτούσαν να δουν αν είμαι καλά. Μόνο άρρωστη θα έφευγα νωρίτερα.
Πήρα τα χρώματα κι άρχισα να ζωγραφίζω έναν υπέρλαμπρο ήλιο.
Η ψυχολόγος μου επεσήμανε ότι ήταν στις ίδιες διαστάσεις με το φεγγάρι. Είχα δώσει την ίδια αξία και στους δύο πίνακες. Τον ίδιο όγκο. Αυτό ήταν ένα θετικό βήμα για αρχή.
Έβαλα στα χρώματά του όλα μου τα θέλω. Για πρώτη φορά δεν έβλεπα μπροστά μου εκείνη, ούτε εκείνη. Ο καθρέφτης έδειχνε το είδωλό μου. Το τρίτο μάτι, ήμουν εγώ. Ο πίνακας είχε όλα μου τα συναισθήματα. Είδα τα παιδικά μου όνειρα, τότε που όλα ήταν καθαρά, τότε που ακόμη έψαχνα τον πατέρα μου. Το κίτρινο, η ώχρα, το πορτοκαλί και το κόκκινο χόρευαν μαζί με τις αχτίδες του ήλιου. Το γαλάζιο του ουρανού αναδείκνυε τα χρώματα και νομίζω πώς για πρώτη φορά είδα το μωρό μου. Το δικό μου μωρό. Το ζωγράφισα για να μπορέσω να το αγγίξω. Να μην ξαναδώ στον καθρέφτη, εκείνη κι εκείνη. Προσπαθούσε να μπει με ύπουλο τρόπο. Ήθελε να βάλω κι άλλα χρώματα στον ήλιο μου. Να δανειστώ κάποια από το φεγγάρι. Να του δώσω μια πιο μοντέρνα διάθεση. Να μην ζωγραφίσω το δικό μου ήλιο, όπως εγώ τον έβλεπα. Πάλι ήθελε να έχει ρόλο εκείνη κι εκείνη… στον δικό μου πίνακα.
Αυτή τη φορά δεν τους έκανα το χατίρι. Ζωγράφισα, όπως όταν ήμουν παιδί, ερασιτεχνικά. Το διέκρινε με την πρώτη ματιά η Χριστίνα. Τα χρώματα είχαν τις αναμείξεις του πρωτάρη. Ξεκάθαρες αποτυπώσεις χρωμάτων και σχεδίων. Για πρώτη φορά ήθελα να ξεκαθαρίσω στον εαυτό μου, την αλήθεια. Να πιώ νερό, χωρίς να δω εφιάλτες. Να ιδρώσω από τη νοσταλγία της πηγής. Να λυτρωθώ. Να μη φοβάμαι να δώσω το χέρι μου, στο θέλω μου, να αγγίξω το πιάνο και κυρίως να το πληρώσω στο ταμείο. Να μην ξεφύγω μέσα στα άγρια μεσάνυχτα, τότε που κανείς δεν μας βλέπει ,παρά μόνο εκείνη κι εκείνη.
Αυτές δεν είναι πια τίποτα στα μάτια μου. Τις κοιτάζω και μου φαίνονται τελείως ξένες, σα να μην ήμασταν ποτέ γνωστές, σα να μην μοιραστήκαμε τις ίδιες φιλοδοξίες. Βρήκα το δρόμο.
Η αλήθεια είναι πως αυτό το όνειρο, προηγήθηκε εκείνου, που με οδήγησε στο να ξεκινήσω να γράφω, αυτό το βιβλίο. Δεν αρκεί να εντοπίσεις το πρόβλημα. Χρειάζεται να βρεις τη δύναμη και να το υλοποιήσεις. Να μην είσαι υποχείριο της εξουσίας σε μια στιγμή που τα πάντα κινούνται γύρω σου, τότε που έχεις δύναμη ή έτσι σε αφήνουν οι άλλοι να πιστεύεις.
Κατανόησα ότι μου συνέβαινε. Τώρα έπρεπε να βρω τη δύναμη. Θα ήταν πιο εύκολο, αν καμία επαγγελματική πρόταση δεν μου προέκυπτε. Τότε όμως θα ήταν επιλογή κατά ανάγκη. Μεγαλύτερη αξία έχει ό ήλιος όταν τον κοιτάς και δεν καίγεσαι. Ρίσκαρα. Είδα πως πάντα βρίσκεις τον άλλο δρόμο. Είδα τον άλλο δρόμο που η μητέρα μου πήγαινε χαρούμενη στο σπίτι μας. Ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο.
Διέκοψα τη ζωή μου… με εκείνη κι εκείνη. Τις έβγαλα από το πλάνο μου.
Εκείνο το φεγγάρι… κι εκείνο τα λαμπερό ήλιο θα τον δείξω στην κόρη μου, όταν θα χρειαστεί να της περιγράψω τα συναισθήματά μου για εκείνη. Αν τελικά είναι το εξώφυλλο του βιβλίου, θα πει πως ευτυχώς που στη ζωή μου υπήρχε εκείνη κι εκείνη για να καθρεφτιστούν στο πρόσωπό μου και να με κάψουν οι αχτίδες του δικού μου ήλιου.
Δεν ήταν εύκολος ο δρόμος. Ο πνευματικός μου, μίλησε για πίστη. Έπρεπε να το πιστέψω, να το πιστέψω, να το πιστέψω. Να προσευχηθώ… για να δω καθαρά τον ήλιο. Οι εφιάλτες εκείνων των γυναικών, εξαφανίστηκαν μαζί με την πίστη μου. Η πιο δυνατή λέξη. Κρύβει τόση δύναμη, που ακόμη και τον μεγαλύτερο εφιάλτη τον εκτοπίζει.
Εκείνη κι εκείνη κοιτάζονται καθημερινά στον ίδιο καθρέφτη. Δεν έχουν δει την αλλοίωση, στο πρόσωπο τους. Είναι φυλακισμένες στο εγώ τους, όπως θα ήμουν κι εγώ, αν ο πατέρας Σπυρίδωνας δεν μου μάθαινε την αξία της λέξης ΠΙΣΤΗ.
Ο Αντώνης μου έμαθε τη λέξη ΑΓΑΠΗ. Του χρωστάω τη γέννηση της κόρης μας. Εκείνος το πίστευε από την πρώτη στιγμή. Τον ήλιο τον έβλεπε καθημερινά. Περίμενε υπομονετικά να τον δούμε και οι δύο. Δέκα χρόνια μου έδειχνε τον ουρανό.
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Μπράβο, για το θάρρος σου να γράψεις δημόσια, ένα τέτοιο κείμενο. Με συγκίνησε πολύ. Να χαίρεσαι την οικογένειά σου.
Συγκινητικό!Θαυμάζω τη δύναμή σου να εμπιστευτείς κάτι τόσο προσωπικό!
Ζηνα μου, απο το σκοταδι ερχεται το φως!! Ευχομαι απο εδω και περα οτι καλυτερο και να σας ζησει η κορουλα σας! :) :)
Αγαπητη και συμπαθεστατη Ζηνα,μονο η καριερρα δεν ηταν εμποδιο απ"οτι καταλαβα.Η διεργασια που εκανες και η αναβλητικοτητα σε αυτο το θεμα ηταν μαλλον αλλου τυπου προβληματισμος.Το οτι ξεφυγες ομως μπροστα απ"αυτο και το προσπερασες ειναι τελειο.Μπραβο λοιπον ,να χαιρεσαι το μωρο σου και να τη θωρακισεις με αγαπη και ασφαλεια ωστε να βγει στη ζωη συναισθηματικα ασφαλης! με πολυ εκτιμηση, καληνυχτα
Το όνειρο σου με το πιάνο με ξάφνιασε! Το κείμενο σου με συγκίνησε!! Εκανες μια υπέρβαση, μια βουτιά συγκλονιστική μέσα σου και δεν έμεινες εκεί, έψαξες και βρήκες ότι χρειαζόσουν, το ανακάληψες! Ομως η συνηδητοποίηση δεν φέρνει την αλλαγή, η αλλαγή φέρνει την αλλαγή...η δράση!!Είναι υπέροχο όταν κάνουμε το επόμενο βήμα και περνάμε στη δράση.Πίσω της περιμένει η μαγεία....Το ίδιο συμβαίνει και σε εσένα...είσαι πολύ γενναία!Να είστε ευτυχισμένοι!!