(και ένα ευχαριστώ)
γράφει ο Παναγιώτης Τιμογιαννάκης
(μέλος της European Film Academy)
Βλέποντας κανείς στο σινεμά, αυτές τις μέρες, την ταινία «Τέλεια ομορφιά» (La grande bellezza) του Πάολο Σορεντίνο, δεν υπάρχει περίπτωση να μη θαυμάσει το «στυλ». Το στυλ των ανθρώπων που μεταφέρεται φυσικά και στη συνολική εικόνα. Και το στυλ αυτό ξεκινά από το ντύσιμο.
Αλλωστε, η Ιταλία είναι χώρα που, ένα από τα πρώτα πράγματα για τα οποία τιμάται και μνημονεύεται, είναι το ντύσιμο, το ρούχο. Φυσικά, αυτό έχει να κάνει με μια τεράστια εικαστική παράδοση αιώνων, από την πρωταγωνιστική της συμμετοχή στην Αναγέννηση, στη δημιουργία και την ανάπτυξη της Μεγάλης Τέχνης, της ζωγραφικής και της αρχιτεκτονικής και της γλυπτικής κι ένας λαός που ζει σε μια χώρα τέτοια ή σε μια πόλη όπως η Ρώμη, σκεφτείτε στο DNA του, τι καλό γούστο καταγράφεται.
Κι αυτό το βλέπεις, όχι μόνο στα μεγάλα μαγαζιά ή στην καθημερινότητα, στους δρόμους, στα βεσπάκια που κυκλοφορούν κουστουμαρισμένοι επιχειρηματίες, δικηγόροι και λοιποί πολλοί με το κράνος να είναι αυτό που κάνει τη διαφορά και να δίνει στην πόλη μια εξαιρετική εικαστική διάσταση, αλλά και στις γειτονιές. Πηγαίνετε σε μια λαική αγορά, σε ένα mercato riionale, όπως αποκαλείται, και προσέξτε εκεί, την απλή, καθημερινή γυναίκα, όποιας ηλικίας κι αν είναι, που έχει πάει να κάνει τα ψώνια της. Το μαντήλι που φορεί, το απλό φουλαράκι που διάλεξε για το λαιμό της αλλά έχει ένα χρώμα ιδιαίτερο που σπάει τη μονοτονία του ματιού και κάνει τη διαφορά, να τι σημαίνει καλό γούστο ενσωματωμένο στο DNA.
Εβλεπα την «Τέλεια ομορφιά» και θυμόμουν την «Dolce Vita» του Φελίνι, που τόσο της μοιάζει. Δεν της μοιάζει απλώς. Για τους επιπόλαιους, την «αντιγράφει». Για τους γνωρίζοντες περί Τέχνης επηρεάζεται από αυτήν κι οι επιρροές είναι αναπόφευκτες στην Τέχνη, για να μην πω ότι είναι έως και υποχρεωτικές, κι όχι μόνο στην Τέχνη διότι σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής ΟΛΟΙ, συνειδητά ή ασυναίσθητα, από κάπου έχουμε επηρεαστεί. Κάτι θαυμάσαμε, κάτι σφηνώθηκε μέσα μας, κάποτε άρχισε να επωάζεται και κατόπιν να δουλεύει. Κι υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία, ακόμα πιο ψαγμένων και πιο ιθυνόντων, που θαυμάζουν την «Τέλεια ομορφιά» και τη σχέση της με την «Dolce Vita» και της ανακαλύπτουν το μεγαλύτερο ίσως κινηματογραφικό προσόν της, αυτό που μπορεί να τη στείλει μεθαύριο (σχήμα λόγου) στα Οσκαρ κι αυτό είναι το γεγονός πως τον κινηματογράφο του Φελίνι τον μεταβάλει πλέον επισήμως σε «είδος» το οποίο μπορεί να το κάνει κι άλλος, με δικό του τρόπο, όπως τόσα και τόσα είδη που πιθανόν να ξεκίνησαν από προσωπικές δημιουργίες.
Θυμόμουν λοιπόν στην «Dolce Vita» μια και μιλήσαμε για τα Οσκαρ , πως η Ιταλία, για λόγους δικής της «αναποδιάς», εκείνη την οσκαρική χρονιά, το 1962, ΔΕΝ την είχε υποβάλει για το Οσκαρ. Και στην ξενόγλωσση κατηγορία, για να περάσει μια ταινία, σύμφωνα με το επίσημο καταστατικό, πρέπει να έχει υποβληθεί από την ίδια τη χώρα της. Η επίσημη Ιταλία είχε διαλέξει τότε κάτι άλλο… Το οποίο και δεν πέρασε στην πεντάδα. Εκτιμήθηκε, όμως, το φιλμ του Φελίνι τόσο πολύ από τα χιλιάδες μέλη ΟΛΩΝ των κινηματογραφικών ειδικοτήτων που απαρτίζουν την Κινηματογραφική Ακαδημία, ώστε η «Dolce Vita» να προταθεί σε άλλες μεγάλες κατηγορίες, όπως της σκηνοθεσίας και του σεναρίου. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και με το δικό μας «Ποτέ την Κυριακή», ένα χρόνο ακριβώς πριν από την «Dolce Vita», που η επίσημη Ελλάδα το αγνόησε και δεν το υπέβαλε για την ξένη κατηγορία αλλά το φιλμ προτάθηκε σε βασικές κατηγορίες από τα μέλη της Ακαδημίας όπως της ηθοποιίας για τη Μελίνα Μερκούρη με ενισχυτικό διαβατήριο το βραβείο ερμηνείας του Φεστιβάλ Κανών, της σκηνοθεσίας και του σεναρίου.
Και στον τελικό, στην απονομή των βραβείων, αυτό το στοιχείο που διάλεξε για βράβευση η Ακαδημία ήταν το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, τα περιβόητα «Παιδιά του Πειραιά», με το οποίο η Ακαδημία έστελνε το μήνυμα του ποιος είναι αυτός που δίνει τον τόνο στο φιλμ, έτσι και στην «Dolce Vita”, το ανάλογο βραβείο που δόθηκε ήταν για τα κοστούμια του Πιέρο Γκεράρντι.
Μέσω τίνος πράγματος ο Φελίνι είχε επιβάλει το ιδιαίτερο στυλ της ταινίας, αυτό τον κόσμο που κυκλοφορούσε εκεί μέσα κι όλοι μαζί συνέθεταν ιδιαίτερες φιγούρες όπου την ιταλική καθημερινότητα αλλά και την ιταλική ιδιαιτερότητα των ημερών εκείνων την μετέτρεπε σε αισθητικό ύφος και σε φελινική υπογραφή; Ακριβώς στα ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ.
Εκείνα τα κοστούμια πρόβαλαν ως Τέχνη την ένδυση κι έκαναν τη Ρώμη να φαίνεται στο διηνεκές «αλλιώτικη».
Όχι, μη νομίζετε πως όλα αυτά που διαβάσατε κι είναι το μεγαλύτερο μέρος του άρθρου, γράφτηκαν ειδικά για τις συγκεκριμένες ταινίες. Όχι, αυτές οι ταινίες ήταν η αφορμή, για να φανεί ο απώτερος σκοπός του άρθρου εδώ, λίγο πριν το φινάλε. Ναι, κάνει λίγο ανατροπή της δομής του τρίπτυχου «πρόλογος- κυρίως θέμα- επίλογος». Η ουσία όμως βρίσκεται εδώ. Στο ότι με αφορμή αυτές τις δύο ιταλικές ταινίες (αλλά και το «Ποτέ την Κυριακή» που κι εκείνο είχε προταθεί για Οσκαρ κοστουμιών, ακριβώς για το πώς είχε ντύσει η ενδυματολόγος Ντένη Βαχλιώτη την ιδιαίτερη ηρωίδα του σεναρίου, την πρώτη «ευτυχισμένη πόρνη» της κινηματογραφικής ιστορίας ώστε να προβάλει και το χαρακτήρα της αλλά και την προσωπικότητα της πρωταγωνίστριας που την έπαιζε), που πήγε το μυαλό μου; Στην ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΜΟΔΙΣΤΡΑ.
Σε αυτό το αν όχι παρεξηγημένο, πάντως σίγουρα όχι προβεβλημένο επάγγελμα, στο οποίο όμως οφείλουμε την εικόνα μας. Στις γυναίκες εκείνες που έντυσαν τις Ελληνίδες και τα παιδιά τους αλλά και στους ΕΛΛΗΝΕΣ ΡΑΦΤΕΣ που έντυσαν τον Ελληνα, εμάς που κυκλοφορούσαμε στο δρόμο και δίναμε το χρώμα, το στυλ αλλά και τον χαρακτήρα της χώρας και των πόλεων της.
Η Ντένη Βαχλιώτη, που τη μνημόνευσα πιο πάνω, σε μια παλιά κουβέντα μας, μου είχε δώσει ένα πολύ ενδιαφέροντα κι αδιαπραγμάτευτο ορισμό για το ΡΟΥΧΟ: «Μα το ρούχο τι είναι; Είναι η κοινωνική μας φόρμα. Η «φόρμα» που φοράμε για να κυκλοφορήσουμε στην κοινωνία»
Στην ΕΛΛΗΝΙΔΑ ΜΟΔΙΣΤΡΑ θa ‘θελα να αφιερώσω από καρδιάς τούτο το άρθρο , στις γυναίκες εκείνες που έβγαλαν τα μάτια τους πάνω στη βελόνα για να ντύσουν τις πελάτισσες και να τις παραδώσουν εικαστικά στην κοινωνία. Σε όλες εκείνες τις κοπέλες που πήγαιναν μεροκάματο στα σπίτια από το πρωί κι οι πελάτισσες, με τις φιλενάδες από δίπλα που έρχονταν σαν ενισχυτικός βοηθητικός στρατός ώστε να βγουν περισσότερα «κομμάτια», τις περίμεναν με τα φιγουρίνια, με το τι φόραγε η Καρέζη στο τελευταίο της έργο, πως ήταν ντυμένη η Ωντρει Χέπμπορν, τι παρισινές απόψεις έφερνε από το Παρίσι η Μελίνα Μερκούρη για την κυριαρχία του μπεζ χρώματος σε μια γυναικεία ντουλάπα, τα νυφικά, τις νύφες, τα βαφτιστικά, τις φουστίτσες των μικρών κοριτσιών, τις φουφούλες των μικρών αγοριών, τις ποδιές του σχολείου, το ρούχο για το θέατρο, το άλλο για το κέντρο, το τρίτο για τη λαική και τον μπακάλη…
Μου έλεγε η Ρένα Βλαχοπούλου μια φορά «Mα τι νομίζεις; Ότι εγώ ήμουνα σαν τις άλλες τις παλαβές που ό, τι έβγαζαν πήγαιναν στα Παρίσια κι αγόραζαν από εκεί τα ρούχα που τους κόστιζαν μια περιουσία; Όχι χρυσό μου! Εγώ είχα βρει μια μοδίστρα και με αυτήν πορεύτηκα σε όλα μου τα χρόνια. Ο,τι βλέπεις στις ταινίες να φοράω και με ό,τι τουαλέτα και φτερό με έχεις δει στο θέατρο, η μοδίστρα η μεροκαματιάρα μου τα έχει ράψει. ΟΛΑ! Εγώ απλώς πήγαινα κι εύρισκα τα υφάσματα αλλά καμιά φορά μου τα εύρισκε κι εκείνη επειδή γνώριζε το γούστο μου»
Αυτά, όσο υπήρχε η μοδίστρα. Αυτήν που έπαιξε τόσο πειστικά και με τον τρόπο της η Ρένα Βλαχοπούλου στην «Παριζιάνα» ακριβώς επειδή την ήξερε καλά!!!! Μετά, πλάκωσαν τα ετοιματζίδικα. Αυτά που έβγαλαν από τη μέση σιγά σιγά τη μοδίστρα αλλά και τους οίκους ραπτικής, όπου πήγαιναν οι πλούσιες πελάτισσες στα ατελιέ και διάλεγαν. Το ετοιματζίδικο άλλαξε την εικόνα, την έκανε πιο «φασόν», πιο «προκάτ», ίσως πιο ακριβή, πιο…. «σινεπλέξ»
Κι όπως και στη ζωή έτσι και στο σινεμά πέρασαν κι εκεί τα ετοιματζίδικα, και σπανίζουν στις μέρες μας οι ενδυματολόγοι που ράβουν τις σταρ ειδικά για την ταινία όπως γινόταν στο παλιό Χόλυγουντ ή και στην παλιά Ιταλία. Εκτός αν πρόκειται για έργα «εποχής». Στα «σύγχρονα», τη δουλειά αναλαμβάνει κάποιος «Οίκος» κι η ενδυματολόγος απλώς διαλέγει κι αυτό υπογράφει.
Σε αυτή τη μοδίστρα λοιπόν αφιερώνω το κομμάτι με αφορμή την «Grande Bellezza» του Πάολο Σορεντίνο, μαζί με ένα ΕΥΧΑΡΙΣΤΏ εκ μέρους των Ελλήνων και των Ελληνίδων, που δεν της το έχουν πει, δεν της έχουν δώσει ένα ΟΣΚΑΡ ενδυματολογικής ευγνωμοσύνης.
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Αχ υπέροχο άρθρο! Καλημέρα! Με αυτά που γράψατε μου ήρθε στο μυαλό μου ο δικός μου αγαπημένος σχεδιαστής της παλιάς υπέροχης Αθήνας, ο Ντίμης Κρίτσας! Κάθε φορά που βλέπω τα φορέματα που έραψε για την Καρέζη στο "Μια τρελή τρελή οικογένεια", τα θαυμάζω σαν να τα βλέπω πρώτη φορά.
Ο ΝΤίμης Κρίτσας για παράδειγμα. Πως "έραψε" την Καρέζη στην "Τρελλη, τρελλή οικογένεια" και στο "Δεσποινίς διευθυντής" αλλά και την Βουγιουκλάκη στο "Δόλωμα" και μετά τη Μελίνα στο "Στις 10.30 ένα καλοκαιρινό βράδι". Κια την Βούλα Ζουμπουλάκη στο θέατρο. Κι όμως...