γράφει η Τίνα Κωνσταντάτου
– Δημητράκη, κάτσε κάτω… νάτος, νάτος ο χωροφύλακας! Να κοίτα, αν δεν κάτσεις κάτω, θα πεταχτεί από το δέντρο!
Η σκηνή σε φανάρι της παραλιακής, μπροστά στο πάρκο Φλοίσβου, όπου περίμενα να περάσω απέναντι μαζί με καμιά δεκαριά νοματαίους –το Δημητράκη και την κάτω των 30 μαμά του συμπεριλαμβανομένους.
Ο περίπου 2χρονος κατακαημένος μικρός προς στιγμήν κάθεται πίσω στο καρότσι, με βλέμμα φοβισμένο και στραμένο προς τα δέντρα..
Έλα που το συγκεκριμένο φανάρι χρειάζεται φανουρόπιτα για να ανάψει πράσινο!
Κι αυτό για λίγα δευτερόλεπτα, μην φανταστείτε χλίδες. Είναι όμως καλός χρόνος για δρομείς μικρών αποστάσεων, χρήστες κινέζικων αναβολικών ή μη (κινέζικων).
Οι υπόλοιποι τρέχουμε σαν θηράματα προς τη νησίδα, με τα παπούτσια στο χέρι και την ταυτότητα στα δόντια.
Το καλό είναι, βέβαια, πως έτσι έχουν γίνει πολλές γνωριμίες (μια μάλιστα κατέληξε και σε γάμο, οπότε όποιες ανύπαντρες θεωρείτε πως ο αποκλειστικός σκοπός της ζωής σας είναι να στεφανωθείτε ντε και καλά τον πάσα ένα -αρκεί να στεφανωθείτε-, τρέξτε στο προαναφερθέν φανάρι).
Σε κάνα δυο λεπτά, λοιπόν, ο Δημητράκης ξανάρχισε να δυσανασχετεί και να σηκώνεται προσπαθώντας να βγει από το καροτσάκι, την ώρα που μια νταλίκα με τα φώτα νυσταγμένα και βαριά περνούσε με θόρυβο και μεγάλη ταχύτητα ξυστά από το πεζοδρόμιο χαρίζοντάς μας όμως μεγαλόψυχα άλλη μια μέρα ζωής.
– Πάρτα, μαλάκα! ούρλιαξε η μάνα. Ναααα! Είδες, Δημητράκη, πώς διασχίζουν τα τουτού τη λεωφόρο; Κάτσε κάτω γρήγορα, γιατί άμα βγάζεις το κεφαλάκι σου μπροστά, μπορεί το επόμενο τουτού να σε αποκεφαλίσει. Πού στο διά’λο έχει χωθεί το ……. –αυτό το τελευταίο, ήταν για το κινητό της που χτυπούσε μέσα στην τσάντα.
Όταν άναψε το πολυπόθητο πράσινο, η περήφανη νεαρή μητέρα και παιδαγωγός διέσχισε νωχελικά τη λεωφόρο μιλώντας στο τηλέφωνο με μια φίλη για ένα φούξια βρακί που της σκίστηκε στο πλυντήριο και θα πήγαινε να τσακωθεί με την «μπουτικατζού» που της το πούλησε (εκεί άφησα τη συζήτηση).
Εγώ έμεινα πίσω να περιμένω το επόμενο φανάρι αποχαιρετώντας με θλίψη το Δημητράκη. Η αλήθεια είναι πως σκέφτηκα να την ακολουθήσω παλεύοντας εσωτερικά με το εξής δίλημμα:
– Να την ρωτήσω από πού πήρε το βρακί, ώστε να αποφύγω τη μπαμπέσα μπουτικατζού. Ή
– Να την χαστουκίσω.
Αποφάσισα πως η νησίδα της παραλιακής με τα… τουτού να απογειώνονται μπρος και πίσω δεν αποτελεί το ιδανικό μέρος για τίποτα από τα δυο. Είναι άσκοπο… Εξάλλου το φούξια με αγριεύει, εκτός από ένα φουλάρι που έχω χρόνια.
Τελικά, όπως είπα, έμεινα στη θέση μου και βάλθηκα να απαντήσω νοερά στα τεράστια ερωτηματικά που μου είχαν δημιουργηθεί σε αυτά τα 4 λεπτά που βίωσα από την καθημερινότητα του Δημητράκη:
Υπάρχει ακόμα Χωροφυλακή;;;
Και, είτε ναι είτε όχι, γιατί τα σώματα ασφαλείας δεν εμφανίζονται όταν πραγματικά χρειάζεται;
Υ.Γ. Το υποκοριστικό «κεφαλάκι» την μάρανε!…
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Στα δικά μου παιδικά χρόνια, εκτός από το χωροφύλακα ήταν πολύ της μόδας και ο Μπαμπούλας -όλο ...ερχόταν! Αισθάνομαι πολύ τυχερή και τους χρωστώ μεγάααλη χάρη, γιατί μάλλον οι γονείς μου δεν γνώριζαν την ύπαρξή του, για να τον προσκαλέσουν... ;-) Στην πορεία παρατήρησα με ενδιαφέρον αλλά και θλίψη πως όσοι μεγάλωσαν με τέτοιες απειλές, μπορεί κάποια στιγμή να σταμάτησαν να πιστεύουν στην ύπαρξη του Μπαμπούλα, μα δυστυχώς πολλοί ανάμεσά τους αρνήθηκαν πεισματικά να τον αποχωριστούν οριστικά (...)