Συνέντευξη: Γιώργος Ψωμιάδης
Εάν σκεφτώ τη λέξη θέατρο και τη λέξη παιδί τότε το πρώτο πράγμα που θα μου έρθει στο μυαλό είναι οι σχολικές εκείνες εκδρομές στη Θεσσαλονίκη, με τα διώροφα λεωφορεία και τις παραστάσεις που τις περισσότερες φορές μας έκαναν να χασμουριόμαστε. Παρόλα αυτά, ήμασταν ίσως από τους τυχερούς μαθητές, αυτούς που κατάφεραν να δουν μερικούς ηθοποιούς να παίζουν σε μια σκηνή. Όταν όμως έσκασε η κρίση, το δεκάευρο δεν ήταν άλλο παίξε γέλασε και οι εκδρομές σταμάτησαν. Όσο για το θέατρο; Όλα έδειχναν πως δεν είχε πια θέση στον κόσμο του παιδιού. Ήταν τότε που ο Τάσος Ράτζος δημιούργησε τον Μικρό Βορρά, μια ομάδα η οποία ταξιδεύει καθημερινά σε σχολεία και δίνει παραστάσεις μέσα στις τάξεις, στα γυμναστήρια ή οπουδήποτε είναι εφικτό να σχηματιστεί ένα παιδικό χαμόγελο και να ακουστεί ένα επιφώνημα θαυμασμού. Τον συνάντησα σε ένα καφέ, στη Θεσσαλονίκη, στην πόλη που δημιούργησε την κολεκτίβα η οποία σήμερα, μετράει έξι παραστάσεις και δύο θεατρικά εργαστήρια, δίνοντας την ευκαιρία σε μικρούς και μεγάλους όλης της Ελλάδας, να απολαύσουν το θέατρο στην πιο απλή του εκδοχή. Η ιστορία του όμως δεν είχε μόνο έναν προορισμό. Αντίθετα κρύβεται μέσα από δωμάτια οικοτροφείων, βραδινά ταξί, απογοητεύσεις και μπόλικη ελπίδα. Σήμερα που μου την αφηγείται, μετά από όλα αυτά, μπορώ ακόμη να νιώσω ένα «γαμώτο» στα λόγια του.
Είμαι ένας οικονομικός μετανάστης. Ωστόσο έχω αγαπήσει αυτή την πόλη. Το 71’ πήγα στη Γερμανία. Οι γονείς μου ήταν μετανάστες. Πρώτα πήγε ο πατέρας μου και μετά από ένα χρόνο πήγαμε κι εμείς. Η μάνα μου και πέντε παιδιά. Ήταν καθαρά οικονομικοί οι λόγοι. Επέστρεψα στα Τρίκαλα δώδεκα χρονών και οι γονείς μου έμειναν στη Γερμανία. Εγώ έμεινα σε ένα εκκλησιαστικό οικοτροφείο. Υπήρχε μια βιβλιοθήκη στο οικοτροφείο και χάζευα να δω τι με ενδιαφέρει, να δω τι κρύβουν και τι φανερώνουν οι άνθρωποι. Να καταλάβω τον κόσμο βαθύτερα. Και αυτό με διευκόλυνε να μπω στον κόσμο του θεάτρου.
Πέρασα ΤΕΦΑΑ στην Αθήνα και όταν ήμουν φοιτητής στο 2ο έτος συνάντησα μια πανεπιστημιακή θεατρική ομάδα. Ξεκίνησα.Άρχισε να μου αρέσει τόσο πολύ το θέατρο και να απομακρύνομαι από τη Γυμναστική Ακαδημία. Όταν τελείωσα τη σχολή μου πήγα στο Μόναχο να σπουδάσω σκηνοθεσία. Έμεινα δύο χρόνια εκεί. Τα έβγαζα πέρα δουλεύοντας. Έχω περάσει από πάρα πολλά επαγγέλματα. Η πρώτη δουλειά ήταν σε ένα ελληνικό εστιατόριο. Μετά από ένα σημείο κατάλαβα ότι η δουλειά που με βοηθούσε περισσότερο από όλες, γιατί μπορούσα και να προσαρμόσω τους χρόνους μου, ήταν το ταξί. Δούλεψα νυχτερινές ώρες που ήταν πολύ καλύτερα τα χρήματα, για να χρηματοδοτήσω τις σπουδές μου. Τότε στο Μόναχο ερχόταν όλη η αφρόκρεμα του θεάτρου. Στη σχολή έβλεπα έναν συγκεκριμένο τρόπο δουλειάς, αλλά οι παραστάσεις που έβλεπα στα δύο μεγάλα θέατρα του Μονάχου με βοήθησαν πολύ.
Όταν γύρισα από τη Γερμανία πήγα να μιλήσω με τον Κάρολο Κουν. Του είπα ότι έχω κάνει αυτές τις σπουδές και θέλω να δουλέψω εδώ. Ήταν πολύ ανοιχτός αλλά ήταν στα τελευταία του και ήταν τέτοια η ατμόσφαιρα εκεί μέσα που δεν ήθελαν με τίποτα να μπουν νέοι άνθρωποι. Δέχθηκα φοβερά επιθετική συμπεριφορά από τους ανθρώπους του Θεάτρου Τέχνης και δεν έμεινα. Με εκείνη τη φόρα που ήρθα από το Μόναχο, με τις σπουδές θεάτρου, μου φαινόταν όλο αυτό, πλην του Κουν στην Αθήνα, πολύ τριτοκοσμικό. Δεν έμεινα στη Γερμανία γιατί δε μπορούσα να συνδεθώ με τη Γερμανική νοοτροπία. Ένιωθα ότι ο κόσμος μέσα μου έβραζε και εκείνοι είχαν την τάξη. Θα έπρεπε να πάω εκεί σε ένα θέατρο και να δουλέψω τρίτος βοηθός για ένα χρόνο. Εάν είχα την έγκριση των σκηνοθετών με τους οποίους θα δούλευα, ενδεχομένως την επόμενη χρονιά θα μπορούσα να γίνω δεύτερος βοηθός, την επόμενη πρώτος, και την επόμενη ίσως μου δίνανε και μία σκηνοθεσία. Η άλλη πλευρά ήταν ότι δουλεύοντας με Γερμανούς ηθοποιούς έβλεπα ότι αυτό που αναζητούσα ήταν κάτι διαφορετικό και ότι η ευαισθησία που υπάρχει μέσα μου και στους Έλληνες ηθοποιούς, δε μπορούσαν να εκφραστούν από έναν Γερμανό ηθοποιό. Ένιωθα ότι αισθανόμουν πράγματα που σε έναν Έλληνα θα επικοινωνούσα πολύ πιο εύκολα. Αυτό πίστευα τότε. Τώρα πιστεύω ότι ένας καλός ηθοποιός μπορεί να παίξει τα πάντα αρκεί να βρεις εσύ τον τρόπο να τον οδηγήσεις.
Έφυγα, λοιπόν, πολύ συνειδητά, ήθελα να αρχίσω να δουλεύω. Πήγα στα Τρίκαλα και εκεί που δεν υπήρχε τίποτα αποφάσισα να κάνω μια θεατρική ομάδα από το μηδέν. Είχα τεράστια αυτοπεποίθηση. Πίστευα ότι μπορώ στα Τρίκαλα να κάνω κάτι για το οποίο θα μιλάει όλος ο κόσμος. Φτιάξαμε μια ομάδα, το “Άνθος της Ήβης”, ένα θέατρο που κατάφερε να γίνει ένας φοβερά σημαντικός ιστός στην πόλη. Η πρώτη μας παράσταση είχε 150 εισιτήρια. Η τελευταία παράσταση είχε 2000. Μετά από επτά χρόνια και δουλεύοντας πολύ σκληρά κατάλαβα ότι δε θα μπορούσα να κάνω αυτό που ήλπιζα. Γιατί χρειαζόταν και μεγαλύτερη υποστήριξη.
Όλα αυτά δε καταφέραμε να τα πετύχουμε σε επτά χρόνια. Πραγματοποιήσαμε όμως το όνειρο μας. Τότε ήταν της μόδας σε μικρές πόλεις της Ευρώπης να συμβαίνουν μεγάλα πράγματα και εγώ είχα μια πίστη ότι αν μπορέσω να μεταλαμπαδεύσω αυτό που κουβαλάω στα νέα παιδιά, θα κάνουμε κάτι πολύ σημαντικό. Μετά από κάποιο σημείο όμως έπρεπε να ζήσουμε. Τους ρωτούσαν οι γονείς τους. Και πώς θα ζήσεις; Αναγκαστήκαμε να το εγκαταλείψουμε. Χρηματοδότηση δεν υπήρχε. Εγώ αναγκαζόμουν να επιστρέφω στη Γερμανία για ένα και δύο μήνες για να δουλεύω ως ταξιτζής. Ως πιο ώριμος πια επέστρεψα στην Αθήνα.
Μαζί με τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο ξεκινάμε και φτιάχνουμε το Θέατρο του Νέου Κόσμου. Ένα θέατρο από το μηδέν. Τα πρώτα χρόνια ήταν δύσκολα. Αυτό ήταν σε μια περίοδο που ακόμη το θέατρο του Νέου Κόσμου έψαχνε την ταυτότητα του. Τη βρήκε αφού έφυγα εγώ. Τότε δεν έπαιρνε επιχορήγηση και μερικές φορές το θέατρο αναγκάζονταν να κάνει επιλογές εμπορικότερες από αυτές που εγώ άντεχα. Δεν ήθελα να το συνεχίσω. Για ένα διάστημα ήμουν freelancer. Υπήρχε τότε ο θεσμός των ακμαίων ΔΗΠΕΘΕ. Έμενα σε κάθε πόλη για λίγο, έκανα μια παράσταση και επέστρεφα στην Αθήνα, στην έδρα μου.
Όταν παραιτήθηκα από καλλιτεχνικός διευθυντής της Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ στη Θεσσαλονίκη, τότε κληρώθηκε το παιδί μου στο Πειραματικό Σχολείο. Αποφασίζω να εγκατασταθώ εδώ. Αγοράζω ένα παλιό, Τούρκικο, σπίτι και το επισκευάζω με πολύ κόπο. Νιώθω περισσότερο από ποτέ, πολίτης αυτής της πόλης.
Ο Μικρός Βορράς ξεκίνησε το 2011. Εκείνα τα Χριστούγεννα κάνουμε την πρώτη παράσταση, μια φιλανθρωπική παράσταση. Ξεκινήσαμε να παίζουμε στα σχολεία την Άνοιξη του 12’. Εκείνο τον καιρό κάνω ένα σεμινάριο σε εκπαιδευτικούς με θέμα την αφήγηση.
«Μου λέει ένας δάσκαλος:“τι ωραία που περνάμε εδώ, πόσο λυπάμαι που τα παιδιά μας φέτος δε θα δουν θέατρο. Με το ξέσπασμα της κρίσης οι άνθρωποι είναι σε τέτοιο πανικό που δεν μπορούν να συγκεντρώσουν τα χρήματα για να πληρωθεί το λεωφορείο και το εισιτήριο του θεάτρου. Δεν υπάρχει περίπτωση να μπορούν να πάνε τα παιδιά στο θέατρο.” Αυτό εμένα με σόκαρε»
Δε μπορούσα να φανταστώ να μεγαλώσει το παιδί μου ή οποιοδήποτε παιδί και να μην έχει δει θέατρο, να μην έχει πάρει αυτή τη μυρωδιά, αυτή τη γεύση του να βλέπεις ζωντανά έναν ηθοποιό να παίζει για εσένα.
Έτσι το 2011 λέω «μήπως είναι η στιγμή να βρούμε έναν τρόπο να πάμε στα σχολεία;» Στο εξωτερικό υπήρχε αυτός ο θεσμός. Στην Ελλάδα όχι.
Την περίοδο εκείνη συνδέομαι με έναν άνθρωπο στη Θεσσαλονίκη, τη Μελίνα τη Χατζηγεωργίου, που δίδασκε εκπαιδευτικό δράμα. Είναι μια διαδικασία που μπορείς να ενεργοποιήσεις το παιδί και να το κάνεις ενεργό θεατή βιωματικά, μέσα από μια τεχνική. Σκέφτηκα ότι αν κάναμε μια παράσταση με τις τεχνικές του εκπαιδευτικού δράματος, τότε θα αντικαθιστούσαμε τη μαγεία του θεάτρου με τη βιωματική συμμετοχή. Έτσι αρχίσαμε να πηγαίνουμε στα σχολεία. Όλα αυτά τα χρόνια εξυπηρετούμε μια ανάγκη. Πηγαίνουμε σε παιδιά που δεν έχουν ξαναδεί ποτέ θέατρο, ή παίζουμε σε ένα πάρα πολύ απομακρυσμένο χωριό στην Ξάνθη ή στη Φλώρινα, εκεί που δεν έχουν πρόσβαση σε θέατρο.
Εμφανίζεται ξαφνικά ένας Μικρός Βορράς που ακούει τον μαθητή, που φέρνει μια τελείως διαφορετική δουλειά στην τάξη. Για να χρηματοδοτηθεί όλο αυτό αποφάσισα ότι ο καλύτερος τρόπος για να δουλέψει είναι με τη μορφή κολεκτίβας.
Αυτό ήταν ένα όραμα που ήταν εντελώς καινούριο. Πολλοί άνθρωποι το συνέχισαν, με άλλες ομάδες και κάποιοι το έκαναν καλά. Αλλά πρώτα το έκανε ο Μικρός Βορράς σ΄αυτήν την πόλη.
«Ό,τι κάνουμε το κάνουμε βασιζόμενοι στις δικές μας δυνάμεις».
Όλη αυτή τη δουλειά την ξεκίνησα γνωρίζοντας ότι μπορεί να μην υπάρξει καμία στήριξη. Και όντως δεν υπάρχει καμία στήριξη. Ό,τι κάνουμε το κάνουμε βασιζόμενοι στις δικές μας δυνάμεις. Ωστόσο πιστεύω ότι τώρα πια που τα πράγματα δεν έχουν εκείνη την αγριότητα του 12’ και του 13’, θα έπρεπε η πολιτεία ή ο Δήμος να σκεφτεί ότι εκτός από το ΚΘΒΕ, που έχει ένα συγκεκριμένο προορισμό και κάνει πράγματα και τα κάνει καλά, η πόλη χρειάζεται κι άλλες φωνές. Και η πόλη πρέπει να βρει την δική της θεατρική ταυτότητα, που δε την έχει.
Για να αλλάξει θα πρέπει οι θεσμοί της πόλης να αποφασίσουν αν στηρίξουν τις υγιείς ντόπιες θεατρικές φωνές και ομάδες. Να τις αναζητήσουν και να τις στηρίξουν. Δεν είναι και τόσο δύσκολο.
Οι ηθοποιοί που παραμένουν στη Θεσσαλονίκη κατά κανόνα αλλάζουν επάγγελμα. Οι ηθοποιοί του Μικρού Βορρά ζουν από το θέατρο δουλεύοντας κάθε μέρα, κάθε πρωί. Υπάρχουν ηθοποιοί που αν τους δοθεί χώρος, αν τους δοθούν οι κατάλληλες συνθήκες, θα μπορέσουν να κάνουν εξαιρετικά πράγματα.
Για να κάνεις τέχνη χρειάζεσαι τις κατάλληλες συνθήκες.
Γιατί για πόσο θα κάνεις πρόβες σε υπόγεια;
H παράσταση του Μικρού Βορρά, ο Ραφτάκος των Λέξεων παίζεται κάθε Κυριακή στο Δημοτικό Θέατρο Καλαμαριάς
πηγή www.biscotto.gr
Στο "Είμαι Μαμά!" όλοι έχουν λόγο! Θες να μοιραστείς μαζί μας μια εμπειρία σου; Να γράψεις κάποιο κείμενο σχετικό με την ειδικότητά σου; Είδες κάτι ενδιαφέρον που πιστεύεις ότι αξίζει να δημοσιεύσουμε; Επικοινώνησε μαζί μας στο eimaimama@gmail.com
Κανένα σχόλιο ακόμη
Γράψτε πρώτος ένα σχόλιο